Το τραγούδι του Τζελεπή Πετράκη



Ας αρχίσουμε με την πολύ γνωστή εκείνη φράση του τόσο αξιόπιστου Eγγλέζου, του Γουίλιαμ Μάρτιν-Λικ, σφηνωμένη στο εξαιρετικό βιβλίο του Researches in Greece, Λονδίνο 1814: «Οι Έλληνες», μας λέει, «κάνουν μπαλάντες και τραγούδια για όλα τα θέματα και για κάθε περίσταση». Από όλα όμως τα τραγούδια που κατά καιρούς βγήκαν και τραγουδήθηκαν, ελάχιστα ξεπέρασαν τη στιγμή που τα προκάλεσε, ελάχιστα απλώθηκαν πέρα από τον στενό γεωγραφικό, κοινωνικό κύκλο όπου πρωτακούστηκαν. Μονάχα όταν το ίδιο το περιστατικό που τα προκάλεσε τύχαινε να ενδιαφέρει και άλλους κοινωνικούς χώρους, ή όταν η θεματική και η δομή του τραγουδιού είχαν πετύχει μιαν εντυπωσιακά εκφραστική αρτιότητα, μόνο τότε κάποια τραγούδια διαδίδονταν ευρύτερα κι επομένως επιζούσαν. Στο Γαλατά, στα μάρμαρα, στα μάρμαρα στην Πόλη, άγουρος πέτρα πελεκά με τό ’να του το χέρι. Τον ρωτούν Άγουρε πού ’ν’ το χέρι σου και πελεκάς με τό ’να, κι αυτός απαντά: Μια κορασιάν εφίλησα και μού ’κοψαν το χέρι, μ’ ας τη φιλούσα κι άλλη μια, κι ας μού ’κοφταν και τ’ άλλο. Φυσικά εδώ δεν πρόκειται για πραγματικό περιστατικό, ξέρουμε όμως άλλα τραγούδια, όπως λόγου χάρη εκείνο του κλέφτη Λούκα Καλιακούδα, που ξεκίνησε από την απλή αφήγηση μιας πραγματικής μάχης, μα που με το τραγούδισμα και το ξανατραγούδισμα συμπυκνώθηκε κι απόκτησε δραματική μορφή.[1] Έτσι ενδιέφερε ένα πλατύτερο κοινό, διαδόθηκε λοιπόν αρκετά, και μάλιστα έξω από τον ζωτικό χώρο των κλέφτικων. Το δικό μας τραγούδι, «του Τζελεπή Πετράκη», είχε πολύ μικρότερη διάδοση· κατόρθωσε ωστόσο να επιβιώσει και να καταγραφεί. Η τύχη του μάλιστα μπορεί να μας βοηθήσει να εννοήσουμε τους μηχανισμούς δημιουργίας, αναδημιουργίας, διάδοσης των δημοτικών τραγουδιών.
Ας δούμε πρώτα ποιος ήταν αυτός ο Τζελεπής Πετράκης· πρέπει να γεννήθηκε κάπου στη δεκαετία 1720-1730, και έδρασε στην Κωνσταντινούπολη ως σαράφης, δηλαδή χρηματιστής: κάτι σαν τραπεζίτης, κάτι σαν τοκογλύφος. Ως ένα από τα πολύ σημαντικά πρόσωπα εκείνης της εποχής τον βιογραφεί ο Καισάριος Δαπόντες σε έναν «Ιστορικό κατάλογο ανδρών επισήμων» που είχε συντάξει το 1784: Πετράκης Καραμανλής, σαράφης του βασιλικού ταράπ-χανά, επίσημος και αυτός, ότι εις ολίγους χρόνους από πτωχός έγινε πλούσιος, από μικρός μεγάλος· υπηρέτης ήτον εις εργαστήριον ενός σαράφη, κι απ’ εκεί, δεν ξεύρω το διατί, επροχώρησε, και εμβήκε εις το ταράπ-χανά, από το οποίον τόσον επλούτισεν και ετιμήθη, οπού υπερέβη όλους τους σαράφηδες· έκαμε και σπίτι εις τα Θεραπειά, οπού δεν το έχει άλλος. Έχει και εις το Μαγουλείον, το και Μουχλιό λεγόμενον, το σπίτι του ρηθέντος Γιακούπη, έχει και εις το Φανάρι. Ο δε τόσος πλούτος δεν εβγήκε μόνον από το ταράπ-χανά, αλλά και από την Βλαχίαν, από τον ρηθέντα αυθέντην Αλέξανδρον, τον οποίον εδιαφέντευε και υπερασπίζετο. Όντας δε και αυτός καλοπροαίρετος, έκαμε και κάνει πολλά ψυχικά· δύο-τρία μοναστήρια αγιορείτικα, του Εσφιγμένου, του Αγίου Παύλου και του Διονυσίου, υπερασπίζεται και λόγω και έργω, τα ελάφρωσεν από τα μεγάλα χρέη οπού εχρωστούσαν εις τους εξωτερικούς, κόπτοντας τους τόκους, και παίρνοντας τα υποστατικά οπού δυναστικώς εκρατούσαν, αποδίδοντας ταύτα εις τα μοναστήρια. Και κοντά εις αυτά τα καλά οπού έκανε, πληρώνει και αυτός κάθε χρόνον επτακόσια γρόσα, το ετήσιον δόσιμον των εις την σκήτην της αγίας Άννης πατέρων· έκαμε και γράμμα να τα δίδει μετά τον θάνατόν του ο υιός του – έργα μεγάλα και καλά, ο Θεός να τον πολυχρονεί.[2]
Έτσι λοιπόν περιέγραφε, το 1784, ο Καισάριος Δαπόντες τον Πετράκη. Μας χρειάζονται ίσως κάποιες μικρο-εξηγήσεις· ο Πέτρος μας δεν έχει επίθετο, το Καραμανλής δηλώνει απλώς ότι γεννήθηκε στα μέρη της Καισάρειας κι ότι ήταν τουρκόφωνος, το «τσελεπής» είναι κάτι σαν τίτλος που τον αποδίδει η κοινωνία σε σημαντικά πρόσωπα. Ως σημαντικός, ακριβώς, έχει πετύχει να τον φωνάζουν με το χαϊδευτικό Πετράκης. Ταράπ-χανά είναι στα τούρκικα το Νομισματοκοπείο· ο κάθε σουλτάνος έπρεπε να κόβει τα δικά του νομίσματα. Ο Πετράκης έγινε φαίνεται γενικός επιστάτης του νομισματοκοπείου, κέρδιζε πάρα πολλά χρήματα, και το κύρος του επί των σουλτάνων Μουσταφά και Αμπντούλ Χαμίτ, δηλαδή από τα 1750, 1760 και ύστερα, ίσως να μην το έφτασε άλλος Ρωμιός. Ανέβαζε και κατέβαζε πασάδες και βεζίρηδες, ηγεμόνες στη Βλαχία και τη Μολδαβία, συνομιλούσε φιλικά με τον σουλτάνο Μουσταφά. Τα Θεραπειά είναι ένα από τα καλύτερα προάστια στον Βόσπορο, το Μαγουλείον ή Μουχλιό γειτονιά στις όχθες του Κεράτιου κόλπου, το παραλιακό Φανάρι. Ο Γιακούμπ ήταν ένας πάμπλουτος Αρμένης που κατέληξε βέβαια στην κρεμάλα, και αυτό το σπίτι που αγόρασε αργότερα ο Πετράκης, το είχε αρχικά χτίσει ο γιος του Παναγιωτάκη Νικούσιου – θα ήταν λοιπόν πραγματικό παλάτι. Ο «αυθέντης», δηλαδή ηγεμόνας «Αλέξανδρος» πρέπει να είναι ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ο επιλεγόμενος Φιραρής, ο φυγάς, επειδή όταν τον καθαίρεσαν οι Τούρκοι, αντί να γυρίσει στην Πόλη, το έσκασε στη Ρωσία. Ενδιαφέρον έχει επίσης να προσέξουμε τις αγαθοεργίες του Πετράκη: όλες σχετικές με μοναστήρια στο Άγιο Όρος· υποθέτω λοιπόν πως κάποιο δίκτυο συνέδεε τον Πετράκη με πρόσωπα του πατριαρχείου και των ισχυρών Ρωμιών της Πόλης.


Έλληνας άρχοντας και Έλληνας έμπορος. Επιχρωματισμένες χαλκογραφίες του 1780 από μονόχρωμες ξυλογραφίες στο βιβλίο «Θαλασσοπορίες, ταξίδια και περιηγήσεις στην Τουρκία» του Nicolas de Nicolay, Αμβέρσα 1577. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη (Πηγή: «Τόπος & Εικόνα», τόμ. Α΄, εκδ. Ολκός)


Για να ισχυροποιηθούν οι Ρωμιοί, νομίζω και οι Αρμένηδες, φρόντιζαν να αποκτήσουν κάποιον Ευρωπαίο πρέσβη για προστάτη· ο Πετράκης ήταν συνδεδεμένος με τον πρέσβη της Σουηδίας.[3] Και προσθέτω τώρα μια ιστορία που μας τη μεταφέρει ο Κωνσταντινουπολίτης Σκαρλάτος Βυζάντιος, κοντά ογδόντα χρόνια αργότερα, 1869:

Ουδείς των πώποτε σουλτάνων ελεπτολόγει μετά τοσαύτης επιμονής τα περί την οικονομικήν κατάστασιν του κράτους, ως ο σουλτάν Μουσταφάς ο Γ΄, ούτ’ εδαπάνα φειδωλότερον, σκοπόν έχων να κινήσει πόλεμον κατά της Ρωσίας. Περιήρχετο δε προς τούτο καθ’ ημέραν σχεδόν τα διάφορα γραφεία και καταστήματα της πρωτευούσης, ερευνών και διασμιλεύων, ψαχουλεύων, και το ελάχιστον. Εμφανίζεται λοιπόν αίφνης μίαν ημέραν εις το κατώφλιον της θύρας του ζαρμπχανέ, άλλη λέξη για το νομισματοκοπείο, ολομόναχος, απόντος του Εφόρου, και ευρών εκεί τον επιστάτην, Ανατολίτην χριστιανόν, ασχολούμενον περί τα κατάστιχά του, τον ερωτά εάν έχει τα κλειδία του θησαυρού, και ομολογήσαντος εκείνου, τω διατάττει να ανοίξει, και εισελθών, και ιδών τα πάντα εν τάξει […] και πεισθείς ότι δεν έλειπεν οβολός […] αποτείνεται προ του επιστάτην. “Και πόσα λαμβάνεις τον μήνα” τω λέγει. “Διακόσια γρόσια, Μεγαλειότατε”. “Και πώς είναι δυνατόν διά τόσον ολίγου μισθού να μετοικείς εις τον Βόσπορον το θέρος, να έχεις ακάτιον ίδιον, να τρέφεις ίππον και υπηρέτας, διότι γνωρίζω όλα τα κατά σε. Αμφιβολία λοιπόν δεν μένει ότι κλέπτεις από του θησαυρού μου”. Συμπεραίνει έκαστος τον τρόμον του δυστυχούς, όστις όμως, νοήμων και ετοιμολόγος άνθρωπος, απετόλμησεν ουχ ήττον να παρατηρήσει ότι ήτον έτοιμος να υποστεί πάντα έλεγχον προς απόδειξιν ότι δεν λείπει ούτε λεπτόν. “Γνωρίζω επίσης και την τιμιότητά σου” υπέλαβεν ο Σουλτάνος, “και ηξεύρω ότι πολλά έτη υπηρετείς πιστώς το Δεβλέτι μου, το κράτος, και διά τούτο προστάζω να λάβεις από τον χασνέ, τον θησαυρό, χίλια πουγκία, τα οποία να εμπορευθείς όπως γνωρίζεις προς όφελός σου, υπό τον όρον όμως ώστε, άμα σου ζητηθώσι, να ευρεθώσιν έτοιμα”. Προσκύνησεν εις έδαφος ο άνθρωπος, και λαβών το ποσόν, και ενεργασάμενος και προαχθείς και πλούτω και ισχύι και δόξη, έφθασε να λαλεί τω Σουλτάνω προς το ους, ιππεύοντι από του Γενή-καπού, μία από τις Πύλες της Κωνσταντινούπολης, καθώς είπομεν. Και ούτος ην ο περίφημος Πετράκη ο ταραμπχανετζής.[4]

Αν πρόκειται για πραγματικό περιστατικό, ο μόνος που θα μπορούσε να το έχει αρχικά αφηγηθεί, θα ήταν ο ίδιος ο Πετράκης. Η ουσία της ιστορίας, έτσι κι αλλιώς, είναι μία· εξηγεί το πώς ένας μετρίως αμειβόμενος κρατικός υπάλληλος μπορεί να βρεθεί ξαφνικά, έστω σε λίγα χρόνια, με μια απίστευτη περιουσία. Εμείς βέβαια, όχι ως σύγχρονοι του Πετράκη, παρά ως ιστορικοί, καθόλου δεν απορούμε· οι τεράστιες περιουσίες φτιάχνονταν στο πι και φι στην οθωμανική αυτοκρατορία. Για πότε πλούτισε ο Σταυράκογλου, κι αυτός τον 18ο αιώνα; Ξέρουμε επίσης ότι λίγο χαίρονταν τα πλούτη τους όχι μόνο οι αλλόθρησκοι, παρά κι οι μουσουλμάνοι μεγαλο-αξιωματούχοι. Ο Σταυράκογλου κρεμάστηκε το 1765· τον Φεβρουάριο του 1786 ο Πετράκης προσπάθησε να εμποδίσει την ανάρρηση στον θρόνο της Μολδαβίας του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ο άλλος διεκδικητής όμως, ο Νικόλαος Μαυρογένης από την Πάρο, αποδείχθηκε ισχυρότερος – υπήρχε παλιά αντιπαλότητα ανάμεσα στον Πετράκη και τον Μαυρογένη.
Ο Μαυρογένης ήταν άξιος, δραστήριος και αποτελεσματικός· έκανε λοιπόν τις κατάλληλες κινήσεις, και στις 30 Μαρτίου, αφηγείται τώρα ο χρονογράφος της εποχής Αθανάσιος Κομνηνός-Υψηλάντης, ημέρα Δευτέρα, εσηκώθη εις το Φούρνον ο Πετράκης, εδημεύθησαν το οσπίτιά του και τζεβαερικά του, τα χρυσαφικά, και άσπρα του· εκρημνίσθη η ωραιοτάτη εκκλησία της αγίας Παρασκευής, οπού πολυδαπάνως ανήγειρεν εκ βάθρων εν Θεραπείοις κοντά εις το σπίτι του· ισκεντζεύθη, τον βασάνισαν, πολύ εις τον Φούρνον διά να μαρτυρήσει και άλλα άσπρα του.
Η πληροφορία για τα κρυμμένα άσπρα είχε ξεκινήσει από τον Μαυρογένη, ο οποίος μάλιστα την ημέρα που θα γινόταν η επίσημη ενθρόνισή του, αυτός, αφ’ εσπέρας, συνεχίζει η αφήγηση του Κομνηνού-Υψηλάντη, απελθών εις τον Καπετάν πασάν, τον πασά του Αιγαίου πελάγους, τον παρεκάλεσεν το να φονευθεί ο Πετράκης, και έλαβε την υπόσχεσίν του. Και πραγματικά, με την επιμονή του Βεζίρη και άλλων σημαντικών Τούρκων, πείσθηκε ο Σουλτάνος να διατάξει τον θάνατο του Πετράκη· εξερχόμενος δε ο Μαυρογένης κουκοφορεμένος, φορώντας την κούκα, ένα επίσημο καπέλο με φτερά στρουθοκαμήλου, το έμβλημα του ηγεμόνα στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, είδομεν, αφηγείται πάντα ο Κομνηνός-Υψηλάντης, το πτώμα του Πετράκη κείμενον έξω του πάπι-χουμαγιούν.[5] Εννοείται ότι η περιουσία του Πετράκη κατέληξε στο οθωμανικό κράτος, κι εννοείται επίσης ότι κι ο Μαυρογένης καρατομήθηκε το φθινόπωρο του 1790 χωρίς πολλά-πολλά. Αυτός ο «φούρνος» οπού βασανίστηκε ο Πετράκης είναι ο λεγόμενος «Φούρνος του Μποσταντζήμπαση», του «αρχικηπουρού»· οι Μποσταντζήδες ήταν αρχικά ειδικό στρατιωτικό τάγμα επιφορτισμένο με τη φρούρηση του παλατιού.[6] Ο «φούρνος» δηλαδή, που ήταν η φυλακή του σουλτανικού σεραγιού· λίγοι έφευγαν ζωντανοί από εκεί μέσα.

Ώρα όμως να δούμε και το τραγούδι· γνωρίζω τρεις καταγραφές, η πρώτη χρονολογείται στα 1825.

Ποιος θε ν’ ακούσει κλάματα, δάκρυα και μοιρολόγια;
Διαβάτε από τον Γαλατά, ’πό μέσα απ’ το Φανάρι,
να ακούσετε μια αρχόντισσα, κοκόνα αρχοντοπούλα,
πώς κλαίει, πώς μοιριολογά, πώς χύνει μαύρα δάκρυα.
Σαν την τρυγόνα θλίβεται, σαν το παπί μαδιέται,          5
σαν του κουράκου το φτερό μαυρίζει η φορεσιά της.
Στα παραθύρι κάθεται, τη θάλασσα τηράει·
βλέπει καράβια πού ’ρχονται, φρεγάδες ξαναντεύουν.
«Καράβια μου, καΐκια μου, χρυσές μου φρεγαδούλες,
μη νά ’δετε τον κύρη μου, τον τζελεπή Πετράκη;»                                10
«Εμείς προψές τον είδαμεν στα τούρκικα τα χέρια,
Τούρκοι τον τυραννούσανε, Ρωμαίοι τον λυπούνται».
«Μαρτύρα, Πέτρο μ’, τ’ άσπρα σου, μαρτύρα τα φλωριά σου».
«Πέντε σεντούκια στο Φανάρ’ κι άλλα πέντε στην Πέρα,
και πέντε στην κοκόνα μου»…                                                                         15

Ο μισός δεκαπεντασύλλαβος φανερώνει πως ο καταγραφέας άκουγε το τραγούδι, ή το τραγουδούσε από μέσα του. Και βέβαια αν το «την Πέρα» δεν είναι αντιγραφικό λάθος, υποδηλώνει τραγουδιστή που δεν ήξερε καθόλου την Κωνσταντινούπολη.[7]
Η δεύτερη παραλλαγή που γνωρίζουμε προέρχεται από την Ανατολική Θράκη, το χωριό Καρυαί στην περιοχή Καβακλί, ανατολικά από τη Φιλιππούπολη και βόρεια από την Αδριανούπολη (σήμερα στη Βουλγαρία, χωρίς ελληνικό πληθυσμό, πια). Πρέπει να καταγράφηκε κάπου στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα· έχει δύο ή τρεις στίχους περισσότερους από την προηγούμενη, και κρατάει την ίδια ακριβώς δομή, μόνο που η κυρά που ρωτάει τα καράβια δεν είναι τώρα η γυναίκα, παρά η μάνα του Πετράκη.[8] Η τρίτη καταγράφηκε μάλλον λίγο πριν από τα 1900 στη μικρή κωμόπολη Κίος, στη νότια ακτή της Προποντίδας. Αρκετά παρόμοια, με 18 στίχους, και τη γυναίκα του Πετράκη να ρωτάει τα καράβια, μας δίνει ένα διαφορετικό τέλος, κάπως παράξενο· δίνω τους στίχους 13 κ.ε.[9].

«Πέτρο, μαρτύρα τ’ άσπρα σου, μαρτύρα τα φλουριά σου».
«Αφήστε με στο χάλι μου, να ’λθώ στον λογισμό μου·
έχω κασέλες δώδεκα, σεντούκια δεκαπέντε,
έχω και τα ντολάπια μου, όλα φλουρί γιομάτα.                                                  15
Σώσε μ’ κυρά αρχόντισσα, σώσε κυρά Σουλτάνα·
πάρε μαυρί από τον μπογιατζή και βάψε το Σεράγι,
βάψε τον αψηλό ονδά του τζελεπή Πετράκη.


Μήπως «Κυρά Σουλτάνα» είναι η γυναίκα του;

Όποια κι από τις τρεις παραλλαγές αν επιλέγαμε, δύσκολο θα ήταν να θεωρήσουμε πως πρόκειται για ένα αριστούργημα της δημοτικής ποίησης· κι είναι καλό να αρχίσουμε σιγά-σιγά ν’ αποδεχόμαστε πως δεν είναι όλα τα δημοτικά μας τραγούδια έξοχες δημιουργίες. Εδώ ξεκινάμε μ’ έναν σχεδόν στερεότυπο στίχο, «Ποιος θε ν’ ακούσει κλάματα, δάκρυα και μοιρολόγια;», και κατόπιν περνάμε σ’ ένα κοινό μοτίβο, τη θλιμμένη γυναίκα που καθισμένη μπροστά στη θάλασσα ρωτά τα περαστικά καράβια. Σίγουρα το μοτίβο αυτό θα είχε χρησιμοποιηθεί ξανά και ξανά· αργότερα κάποιος το ταίριαξε με τη γυναίκα του Λούκα Καλιακούδα, που αναφέραμε στην αρχή-αρχή:

Ένα πουλί επέταξε πέρα στην Άγια Μαύρα,
κι αγνάντεψε τη Λούκαινα, τη θλιβερή Διαμάντου,
αχ, πώς κλαίει και μοιρολογά και χύνει μαύρα δάκρυα.
Σαν του κοράκου τα φτερά μαύρα φορέματ’ έχει·
στο παραθύρι κάθοτουν, το πέλαγο κοιτάζει,                          5
εκεί βαρκούλες πού ’ρχονταν, καΐκια π’ απερνούσαν.
«Καΐκια μου, βαρκούλες μου, χρυσά μου πιργαντίνια,
μην είδετε τς αρματολούς, τον καπιτάνο Λούκα;»

Κι ακολουθεί κι εδώ η απάντηση του πλεούμενου, απ’ την οποία η Διαμάντω μαθαίνει το κακό τέλος του άντρα της.

Όλα, μα όλα τα δημοτικά τραγούδια, πατούν σε προηγούμενα μοτίβα, σε στερεότυπους στίχους, σε προϋπάρχουσες δομές· η όποια πρωτοτυπία προκύπτει από την εμπνευσμένη παραλλαγή κάποιου τραγουδιστή. Ο ένας στήνει με πιο σφιχτοδεμένο τρόπο το τραγούδι, ο άλλος όχι· οι ακροατές του ρουφούσαν περισσότερο τη μουσική, τον σωστό ήχο. «Αδελφέ Μακρυγιάννη», είπε ένα βράδυ ο Γκούρας πάνω στην πολιορκημένη Ακρόπολη το 1826, «σε καλό να το κάμει ο Θεός· άλλη φορά δεν τραγούδησες τόσο παραπονεμένα»[10]. Οι παραλλαγές του «Τζελεπή Πετράκη» δεν προέρχονται από ταλαντούχους τραγουδιστές.
Έχουμε μάλιστα κι άλλες δυο ολότελα παρόμοιες παραλλαγές, μόνο που σ’ αυτές ο ήρωας δεν ονομάζεται Πετράκης, παρά Γκίλπετρας ή Κύλπετρας· τη μια την εκδίδει ο Ζαμπέλιος το 1852 (και δεν ξέρουμε από πού την αντλεί)[11], η άλλη βρέθηκε το 1882 στα χέρια ενός κερκυραίου συλλέκτη, του Γεώργιου Κοντού. Ας την δούμε από κοντά[12]:

Αποπίσω από το μαχαλά, πίσω από το Ζαγόρι,
μεγάλος φλήνος γίνεται, και μαύρα μοιρολόγια,
κλαιν οι μανάδες για παιδιά, κι οι αδρεφές γι’ αδρέφια,
μοιρολογάει και μια κυρά, Γκίλπετρα η γυναίκα,
σ’ αϊτού, κοράκου το φτερό βάφει τη φορεσιά της.                  5
Στο παρεθύρι ανέβηκε, τα πέλαγα κοιτάζει,
γλέπει βαρκούλες κι έρχονται, βαρκούλες και καΐκια
«Βαρκούλες μου, καΐκια μου, χρυσά μου μπεργαντίνια,
μην ίδετε τον Γκίλπετρα, το τζοβαϊρικό μου;»
«Εψές το βράδυ τόν ’δαμε, Βιζύρη τον επαίρνα,                          10
Βιζύρης τον επαίρνανε, Βιζύρης τον ξετάζει.
«Πες μου, να ζήσεις, Γκίλπετρα, μολόησε το βιο σου,
να σου χαρίσω τη ζωή, εσέ και των παιδιώ σου».
«Δέκα μουλάρια φόρτωσα, ασήμι και λογάρι,
και δεκατρία τερτικά, όλο μαργαριτάρι».                                          15
Κι απότες το μολόησε, του πήρε το κεφάλι.

Τυπώνω με μικρότερα στοιχεία τα γράμματα που δεν προφέρονται. φλήνος: θρήνος· μπεργαντίνια: είδος καϊκιού· τζοβαϊρικό: κόσμημα, χρυσαφικό· λογάρι· θησαυρισμένος πλούτος, τα μετρητά· τερτικά: κοφίνια

Άραγε να υπήρχε κάπου κάποιος Γκίλπετρας ή Κύλπετρας; Έχω αναζητήσει το όνομα· όμως η απουσία από τα ποικίλα ευρετήρια δεν δηλώνει και απουσία από την πραγματική ζωή. Εξίσου πιθανό όμως ν’ αποτελεί το όνομα απλώς παραφθορά ενός προγενέστερου «κυρ-Πέτρος»· ο στίχος 9, μάλιστα, στην παραλλαγή του Ζαμπέλιου (εκεί ως στ. 8) είναι «μην ίδετε τον Πέτρο μου, το τζοβαϊρικό μου;». Το να υπάρχουν βέβαια δύο παραλλαγές με το ίδιο ακριβώς όνομα μας οδηγεί στη σκέψη ότι ακόμα κι αν το «Γκίλπετρας» προκύπτει από παράκουσμα του «Πέτρος», το τραγούδι είχε κι αυτό τη δική του ξέχωρη ζωή. Αυτό μοιάζει να είναι το πιο πιθανό· αν όμως εκείνος που το πρωτοτραγούδησε στην Κέρκυρα δεν άντλησε από το «κοινό ταμείο της προφορικής παράδοσης», παρά από κάποιο έντυπο[13]; Δεν θα ήταν καθόλου ο πρώτος· ο «αγράμματος» λαός είχε πιότερη εμπιστοσύνη στα βιβλία παρά στις «παραδόσεις» του. Το 1910 ένας Γερμανός που τον είχαν απαγάγει ληστές, και τον κρατούσαν στο λημέρι τους, στον Όλυμπο, αναφέρει στ’ απομνημονεύματά του έναν ληστή που διάβαζε στους συντρόφους του κλέφτικα τραγούδια από ένα βιβλίο, κι έπειτα το τραγουδούσαν όλοι μαζί[14] – κι οι προσεκτικοί λαογράφοι έχουν επισημάνει αρκετές παρόμοιες περιπτώσεις.[15] Αν βέβαια συνέβησαν και στην περίπτωση της Κέρκυρας έτσι τα πράματα, τότε η πιθανότητα να υπήρξε αυτός ο Γκίλπετρας ή Κύλπετρας μειώνονται, κι ίσως το όνομα να προέκυψε απλώς από ακουστικό ή αντιγραφικό σφάλμα.
Ίσως όμως να έχει τραγουδηθεί και μια άλλη εκδοχή, που πιθανόν να προέκυψε κι αυτή από το τραγούδι του Πετράκη. Εδώ ο καινούριος τραγουδιστής ξεκίνησε από μια χαλαρή μνήμη· θυμόταν για κάποιον Πέτρο που «συνελήφθη» από κάποιους «μποσταντζήδες», τίποτε περισσότερο. Το «κοινό ταμείο της προφορικής παράδοσης» τον οδήγησε στο μοτίβο του τολμηρού παλικαριού που καυκίστηκε πως κανέναν δεν φοβάται· ο βασιλιάς θύμωσε κι έστειλε τους ανθρώπους του να τον «συλλάβουν». Νικημένο το παλικάρι, παρακαλεί να μην τον περάσουν από το σπίτι της καλής του και ρεζιλευτεί· μπορούμε να αναφέρουμε το τραγούδι «Του Πορφύρη» ως χαρακτηριστικό παράδειγμα του μοτίβου[16]. Αξίζει νομίζω να δούμε κι ετούτο το κείμενο· τόπος προέλευσης η Βάρνα, στον Εύξεινο Πόντο.[17]

Από το βιβλίο του Pitton de Tournefort «Relation d'un voyage du Levant», Γεννάδειος Βιβλιοθήκη



Τον Πέτρο μας τον πήρανε εξήντα μποσταντζήδες,
τον πήραν και τον πήγαιναν, τον παν να τον κρεμάσουν,
κι ο Πέτρος τους παρακαλεί, κι ο Πέτρος σου τους λέει·
«Σ’ ούλα τα κάστρα πάνεμ’τε, σ’ ούλα διαγυρισέμ’τε,
εις της καλής μου την αυλή ποτέ να μη με πάτε».                                          5
Κι εκείνοι πείσμα έβαλαν, κι απέκει τον περνούνε.
«Γιά έβγα, έβγα, μωρ’ καλή, να ιδείς και τον καλό σου».
«Αν τον κρεμάσουν γι’ αδικιά, ο Θιος να τον γλιτώσει,
κι αν τον κρεμάσουν για κλεψιά, άσπρά ’χει κι ας γλιτώσει,
κι αν τον κρεμάσουν για κορβιά, ποτέ να μη γλιτώσει                                    10

Δεν συνάντησα τη λέξη «κορβιά» στα λεξικά, αλλά αφού προφέρεται από την καλή του, θα πρόκειται βέβαια για «γυναικοδουλειά» ή κάτι τέτοιο (η Αγγέλα Καστρινάκη μού προτείνει να το συσχετίσουμε με το «κούρβα», πόρνη· πολύ πιθανό). Όμως αυτό που μ’ ενδιαφέρει σ’ ετούτο το τραγούδι είναι η έλλειψη κάθε νοήματος· το για ποιον λόγο έχουν συλλάβει οι μποσταντζήδες τον Πέτρο δεν προκύπτει καθόλου από την αφήγηση, ενώ είναι και ιδιαίτερα αόριστη η στάση της καλής του. Στη μνήμη του τραγουδιστή έρχονται τυπικοί στίχοι, μοτίβα, που δεν δένουν σε κάποιο νόημα για κάποιον ακροατή που δεν έχει κάνει τη δική μας περιήγηση ώστε να πιθανολογήσει τί ενδεχομένως σημαίνει το Πέτρος, το «μποσταντζήδες» και το «άσπρά ’χει». Έχουν λοιπόν, πιστεύω, και οι παράδρομοι του δημοτικού τραγουδιού το δικό τους ενδιαφέρον.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: