Το ηπειρώτικο πολυφωνικό τραγούδι σαν μονοπάτι στη μνήμη και στο παρόν

Οι Ισοκράτισσες είναι μια ομάδα-φορέας του ηπειρώτικου πολυφωνικού τραγουδιού. Τα σταθερά μέλη είναι οχτώ, αλλά ενίοτε συμμετέχουν κι άλλα. Προέρχονται από διαφορετικά πεδία σπουδών και δραστηριοποιούνται σε διάφορα επαγγέλματα.
Τα μέλη: Άννα Κάτση, μουσικός, ιδιωτική υπάλληλος. Άρτεμις Ίσου, φαρμακοποιός. Ηλέκτρα Ξέρρα, φοιτήτρια, τμήμα Οικονομικής Επιστήμης Ο.Π.Α. Ίρις Νουρεντίνη, αρχιτέκτονας εσωτερικού χώρου.
Μαρία Γκίκα, οπτικός. Νεφέλη Κότση, κοινωνική λειτουργός. Παναγιώτα Τσελίκη, δικηγόρος, ιδιωτική υπάλληλος. Σοφία Ίσου, φαρμακοποιός. Χρύσα Κονόμη, βοηθός οδοντιάτρου.


«Ισοκράτισσες». Φωτ. Christopher King
«Ισοκράτισσες». Φωτ. Christopher King


Το ηπειρώτικο πολυφωνικό τραγούδι τις τελευταίες δεκαετίες άρχισε να γίνεται ιδιαίτερα δημοφιλές πέρα από τον τόπο και τους ανθρώπους που είναι μουσική τους παράδοση, φαινόμενο που έχει παρατηρηθεί και με πολλά άλλα μουσικά είδη παγκοσμίως. Άρχισε να τραγουδιέται, να προκαλεί το ενδιαφέρον και να αγκαλιάζεται από ανθρώπους που δεν έχουν καταγωγή κατ’ ανάγκην από την Ήπειρο και σε αυτό έπαιξαν ρόλο πολλές παράμετροι.
Όσον αφορά την εστία έκφρασής του, στα μέρη που τραγουδιέται έως τώρα, σαν μια προφορική παράδοση από γενιά σε γενιά, δυστυχώς σβήνει ή φθίνει. Λίγες κοιτίδες είναι ακόμα ενεργές. Ένα ποσοστό των ανθρώπων που ζούσε στην Ήπειρο και μεταφέρθηκε στα αστικά κέντρα, κυρίως με τα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα του 1990 και του 1997, συνέχιζε να τραγουδάει με τον ίδιο τρόπο το ηπειρώτικο πολυφωνικό τραγούδι. Το ίδιο συνέβαινε προφανώς και παλιότερα, αφού η ανάγκη σύνδεσης με τον τόπο, τις μνήμες και τους ανθρώπους του, κατά κάποιο τρόπο καλύπτεται από τέτοια μέσα έκφρασης, όπως το ηπειρώτικο πολυφωνικό τραγούδι.
Τι γίνεται όμως με τις νεότερες γενιές; Μέχρι πριν από κάποια χρόνια συνέχιζαν να τραγουδούν το ηπειρώτικο πολυφωνικό τραγούδι, που είχε μεταφερθεί αδιάρρηκτα από γενιά σε γενιά και από στόμα σε στόμα. Η κατάσταση αυτή όμως άλλαξε.
Οι Ισοκράτισσες ξεκίνησαν σαν μια ομάδα γυναικών που οι περισσότερές τους κατάγονται από το ίδιο χωριό, την Πολύτσανη στο ελληνόφωνο Πωγώνι της Αλβανίας, ή από άλλα χωριά της ελληνικής μειονότητας τα οποία έχουν ως γνώρισμα της κουλτούρας τους το ηπειρώτικο πολυφωνικό τραγούδι ή είναι σημαντικές εστίες του. Οι περισσότερες γαλουχήθηκαν από την παιδική τους ηλικία με τα τραγούδια αυτά, ακούγοντάς τα και τραγουδώντας τα. Ακόμα και οι πιο μικρές πρόλαβαν το άκουσμα είτε στον τόπο τους, επιστρέφοντας τα καλοκαίρια, είτε από τις οικογένειες και τους φίλους στο αστικό περιβάλλον, όπου συνέχιζαν να τραγουδούν και να εκφράζονται μέσα από το συγκεκριμένο είδος.

 




Από τη μια πλευρά λοιπόν οι έντονες μνήμες από το παρελθόν. Μνήμες μιας κοινότητας της οποίας ήταν μέλη (εκτός από την Άννα, που ανήκει στην προηγούμενη γενιά και η οποία δεν σταμάτησε ποτέ να τραγουδάει) και σιγά σιγά ποτίζονταν και ανατρέφονταν μυούμενες σε μια αυτονόητη γλώσσα, ακόμα και αν στις πιο μικρές ξύπνησε καιρό μετά. Η παρότρυνση για συμμετοχή από την κοινότητα αυτή (οικογένεια, φιλικά τραπέζια, γλέντια, σχολείο κ.λπ.) στα άτομα με μουσικές ικανότητες ξεκινούσε νωρίς, από τα πρώτα παιδικά τους χρόνια. Παράλληλα, η παρατήρηση, η θέαση, το άκουσμα στο τι και πώς συνέβαινε έδινε όλες τις πληροφορίες για τα χαρακτηριστικά του πολυφωνικού τραγουδιού. Σε μικρές κοινωνίες, όπου οι πληροφορίες και κυρίως η άμεση επαφή με άλλα μουσικά είδη ήταν ακόμα σχεδόν ανύπαρκτη, το ηπειρώτικο πολυφωνικό τραγούδι είναι αυτονόητη μουσική γλώσσα που περνάει στην επόμενη γενιά, διατηρώντας τα περισσότερα γνωρίσματά της. Γνωρίσματα μουσικά, παρεϊστικα, κοινοτικά, ομαδικά. Η κρίσιμη στιγμή του περάσματος από την κουβέντα στο τραγούδι, κατά τη διάρκεια ενός τραπεζιού ή στο πλαίσιο μιας παρέας στο καφενείο, φανερώνει τη λειτουργία του είδους ταυτόχρονα ως μουσικής και ως κοινωνικής διαδικασίας, που απαιτεί τον χρόνο της, την απαραίτητη ζύμωση, τον καημό για να εκφραστεί.



Οι μνήμες μυρίζουν βουνό, πέτρα, κοντινά χνότα. Θυμίζουν κεφάλια να ακουμπάνε, ανάμεσά τους συνεσταλμένες γυναίκες να μεταμορφώνονται μέσα από το τραγούδι και δυναμικούς άντρες να λυγίζουν. Φέρνουν ήχους που σε πλημμυρίζουν με χαρά ή σου προκαλούν δυσβάσταχτο πόνο. Εμπεριέχουν κάτι έντονα οικείο, που θα ήταν αδιανόητο να μην εκφραστεί κάποια στιγμή ακόμα και μακριά από τον τόπο όπου βιώθηκε και εκφράστηκε.
Μένοντας μόνιμα στην Αθήνα και ανήκοντας σε γενιές που έζησαν στο μεταίχμιο της συνέχισης του ηπειρώτικου πολυφωνικού τραγουδιού με την ιδιότητα του ντόπιου, δημιουργήσαμε μια ομάδα που θα συναντιέται σε σταθερή βάση, με σκοπό να ενωθούν οι φωνές μας, συνδέοντας ό,τι έφερε η καθεμιά μας από το πολυφωνικό τραγούδι.
Μολονότι το πολυφωνικό τραγούδι έχει αρχίσει να εγκαταλείπεται, και μολονότι η ενασχόληση των νεότερων γενεών με αυτό θεωρείται κάπως παρωχημένη, αφού πρόκειται για το τραγούδι των «μεγαλύτερων» και των παππούδων, προχωρήσαμε αποφασιστικά, με κύριο γνώμονα την αγάπη μας για το είδος, το συνειδητό «μού αρέσει».
Η αγάπη αυτή μάς δίνει και τη δύναμη για να παρουσιάσουμε, είτε καλλιτεχνικά είτε παρεϊστικα, ένα δύσκολο άκουσμα, ιδιάζον για το ευρύ κοινό. Ένα είδος τραγουδιού που, ειδικά αν δεν συμμετέχεις στη διαδικασία, δύσκολα θα σε συνεπάρει για ώρες ολάκερες. Αυτή είναι και μία από τις απαντήσεις που δίνουμε όταν αναρωτιόμαστε τι μας ενώνει και τι κρατάει τη φλόγα σε μια ετερόκλητη σύνθεση γενεών και χαρακτήρων.
Μεγάλη σημασία έχει επίσης η ενστικτώδης ώθηση να βρεις ανθρώπους που μαζί τους νιώθεις οικεία και τους εμπιστεύεσαι, ώστε να ενεργοποιηθεί εκ νέου αυτός ο τρόπος έκφρασης, να συνδεθούν οι μνήμες με τον γενέθλιο τόπο, με την ιδιαίτερη ταυτότητα. Ακόμα, αυτό που ενστικτωδώς «μιμούμαστε» ή καθρεφτίζουμε σαν μνήμη, καθορίζει την αντίληψη για κάποια ποιοτικά χαρακτηριστικά του είδους, όπως π.χ. πώς μας είναι οικείο και αποδεκτό το άκουσμα, τα ηχοχρώματα, οι ρυθμοί του, τα στολίδια, ο συνολικός ήχος, ο τρόπος έκφρασής του γενικά.
Αυτή η αντίληψη δεν οδηγεί ή δεν επιδιώκει κάτι βαλσαμωμένο, κάτι που φυλαγόταν στην κατάψυξη και ξαναζεσταίνεται στον φούρνο. Αντίθετα, λειτουργεί, ανάμεσα σε άλλα, σαν πυξίδα ως προς την πληροφορία και την ευθύνη για αυτό που παρουσιάζουμε και μοιραζόμαστε. Αν οι φωνές δεν ενώνονται για να εκφράσουν την ψυχή και την εκάστοτε πραγματικότητα και διάθεση, δεν μπορούν εύκολα να γίνουν ένα. Η αποτύπωση και η ενσωμάτωση της καθημερινότητας είναι μέρος αυτής της έκφρασης, συμπεριλαμβάνει από απλές επιλογές που διαμορφώνουν τον ήχο μέχρι αποφάσεις που συγκρούονται με την ίδια τη μορφή του είδους. Η σύνδεση και η αλληλεξάρτηση των φωνών εξάλλου καθορίζει την ταυτότητα των εκφραστών, ως σύνολο, υπερνικώντας τις μονάδες.





Η εξωστρεφής παρουσίαση του ηπειρώτικου πολυφωνικού τραγουδιού, και περισσότερο ενός συγκεκριμένου ιδιώματός του, έχει ορισμένα χαρακτηριστικά, που μας κάνουν να νιώθουμε καλά τραγουδώντας το. Πρόκειται για την επίγνωση των ρόλων, την αρμονία, τη διατήρηση της μουσικής φόρμας, την αντίληψη της ισορροπίας των φωνών, ακριβώς επειδή επιλέγουμε να συνεχίσουμε και όχι να επανεφεύρουμε ένα προϋπάρχον μουσικό είδος. Όσο μας αφορά, οι τυχόν αποκλίσεις από αυτά γίνονται μόνο για τις ανάγκες του δημιουργικού πειραματισμού και δεν είναι αυτοσκοπός. Η ευθύνη ως προς την παρουσίαση και την επιτέλεση επαναφέρει κάθε φορά ζητήματα όπως η τριβή, ο χρόνος για συνεχή επαφή και σκάψιμο και η συναίσθηση ότι στο σύνολό του το πολυφωνικό τραγούδι δεν είναι εύκολο ούτε στην απόδοση ούτε στην ανάλυση και τη βαθιά του κατανόηση. Είναι ένα ακόμα ολάκερο σύμπαν.
Η επαφή με ανθρώπους που δεν έχουν «κληρονομική» σχέση με το είδος, και οι οποίοι συνδιαμορφώνουν μια ευρύτερη κοινότητα πολυφωνικού τραγουδιού, μακριά από την πρωταρχική εστία του, έθεσε το ερώτημα για τα κίνητρα που οδήγησαν στην επιλογή έκφρασης μέσα από το είδος. Κάποιοι από αυτούς τους ανθρώπους μάς ενθάρρυναν, αποζητώντας σύνδεση με την πηγή, και με κάποιους ταυτιζόμαστε ως προς τα κίνητρα: η αγάπη για το ομαδικό, κοινοτικό τραγούδισμα, και η ανάγκη έκφρασης μέσα από κάτι συλλογικό. Το ηπειρώτικο πολυφωνικό τραγούδι μπορεί να θεωρηθεί η μικρογραφία μιας εν δυνάμει ιδεατής κοινωνίας, η οποία εκφράζεται μέσα από την ισοτιμία και την αλληλοστήριξη. Μια κοινωνία όπου κανένας δεν έχει λόγο να πορευτεί μόνος του. Πρόκειται για μια αγκαλιά ανθρώπων που οδηγείται στη μέθεξη μέσα από την αναζήτηση και τη γνώση, και από ποιότητες βαθιές και ουσιαστικές για την ανθρώπινη συνύπαρξη.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: