Το ελληνικό δημοτικό από μια άλλη γωνιά της Μεσογείου

Καταλανός μουσικός. Πλακάκι 18ου αι.
Καταλανός μουσικός. Πλακάκι 18ου αι.



Μου ζητήθηκε να περιγράψω την εμπειρία μου με το δημοτικό τραγούδι ως ξένος. Φαντάζομαι πως στην περίπτωσή μας, των μη Ελλήνων δηλαδή, η εθνικότητα του καθενός παίζει σημαντικότατο ρόλο. Σαφέστατα έναν Σέρβο, λόγου χάρη, ή έναν Τούρκο, για να διαλέξω ένα λίγο πιο επίμαχο παράδειγμα, δε θα τον εντυπωσιάσει τόσο πολύ η πρώτη επαφή με την ελληνική δημοτική λογοτεχνία όσο εμένα, κι εμένα σίγουρα πολύ λιγότερο από έναν άνθρωπο από πιο μακρινό τόπο, ή πιο αποσυνδεδεμένο από την παράδοση (από καμιά Νέα Υόρκη ή καμιά Σιγκαπούρη, ας πούμε).
Θα μιλήσω λοιπόν, αν χρειαζόταν μια τόσο προφανής διασαφήνιση, όχι απλώς ως ξένος αλλά ως Βαρκελωνέζος, δηλαδή ως Καταλανός από την πόλη, δύο χαρακτηριστικά τα οποία, πιστεύω, με τοποθετούν ήδη αρκετά μακριά από το αντικείμενο που εξετάζει το παρόν αφιέρωμα στο ελληνικό δημοτικό τραγούδι. Η επαφή μου με την ελληνική κουλτούρα, επίσης, ξεκίνησε από τον αρχαίο κόσμο, αφού είμαι κλασικός φιλόλογος, και κάπως από παραδρόμους με οδήγησε στον νεοελληνικό πολιτισμό. Ας έχουν ειπωθεί αυτά τα λίγα για μένα πριν προσπαθήσω να εξηγήσω τι τους βρίσκω, στα δημοτικά τραγούδια, και σε τι μου φαίνεται πως διαφέρουν από τη δική μας λαϊκή παράδοση.
Καταρχάς, στη ζωντάνια. Η Καταλωνία εκβιομηχανίστηκε αργότερα από τη Δυτική Ευρώπη εν γένει αλλά νωρίτερα από την υπόλοιπη Ισπανία (εξαιρουμένης της Χώρας των Βάσκων), γεγονός το οποίο προκάλεσε, ήδη από τον 19ο αιώνα, μετανάστευση των αγροτικών πληθυσμών και διάλυση των τοπικών, παραδοσιακών κοινωνιών. Γι' αυτό τον λόγο, όταν οι ρομαντικοί ποιητές και οι πρώτοι λαογράφοι άρχισαν να μαζεύουν υλικό, βρήκαν μια παράδοση ήδη σε παρακμή στα περισσότερα μέρη. Έτσι, πολλά παραδοσιακά τραγούδια, όργανα και έθιμα οφείλονται λίγο-πολύ σε ποικίλες «αναβιώσεις’, είτε από ρομαντικούς του 19ου αιώνα είτε από χίπηδες του 20ού, ή ακόμα και από ακαδημαϊκούς του 21ου. Αυτό, βέβαια, ισχύει κυρίως για την καθαυτό Καταλωνία. Η Μαγιόρκα, αντιθέτως, αφού κράτησε τον αγροτικό χαρακτήρα και οι κοινωνίες της τείνουν να είναι πιο κλειστές, διατήρησε μια πιο ζωντανή παράδοση, η οποία έχει περάσει πιο ομαλά από γενιά σε γενιά, όχι όμως χωρίς επεμβάσεις από διάφορους ιδεολόγους, χοροδιδασκάλους και λοιπούς θεσμοθέτες, φαινόμενο αρκετά γνωστό και στην Ελλάδα.
Παρ’ όλα αυτά, δεν νομίζω πως ήταν η σχετική ρωμαλεότητα της παράδοσης αυτό που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση στις πρώτες μου επαφές με το ελληνικό δημοτικό τραγούδι. Ήταν κάτι άλλο, που ακόμα και τώρα, καμιά δεκαπενταριά χρόνια μετά, δυσκολεύομαι να το εξηγήσω. Ας ξεκινήσω από τον στίχο.
Ο δεκαπεντασύλλαβος, για τους περισσότερους Έλληνες, είναι, μου φαίνεται, κάτι πολύ οικείο, σχεδόν «ευκολούτσικο». Εμένα, όμως, από την αρχή με συγκλόνισε, με σαγήνεψε και με κατέστησε υπόδουλο στον ρυθμό του. Ας γυρίσω μια στιγμή στα δικά μου δημοτικά. Ο στίχος της καταλανικής λαϊκής παράδοσης είναι ο οκτασύλλαβος, συνήθως διευθετημένος σε τετράστιχα με ομοιοκαταληξία στον δεύτερο και τον τέταρτο στίχο, εκτός από τη Μαγιόρκα, όπου και ο πρώτος και ο τρίτος ριμάρουν και γενικά δεν είναι καθόλου ανεκτός ο ανομοιοκατάληκτος στίχος. Κάτι δηλαδή σαν το πασίγνωστο

Τούτη η γης που την πατούμε
ούλοι μέσα θενά μπούμε

δεν μας ακούγεται καθόλου ανοίκειο, για να μην πω ότι η ρίμα του θα θεωρούνταν υπερβολικά εύκολη, ακόμα και «τεμπέλικη» (άσχετο αν το μήνυμα είναι σαφές και δυνατό). Κάποιες φορές, αντί για οχτώ συλλαβές, ο στίχος αποτελείται από εφτά, και κάποιες άλλες φορές απαντούν πιο περίπλοκες μορφές, όπως στο ιδιαίτερα αγαπημένο τραγούδι της κόρης που κεντάει δίπλα στη θάλασσα:

A la vora de la mar hi ha una donzella
que en brodava un mocador que és per la reina

Στην ακροθαλασσιά ήταν μια κόρη
που κένταγε μαντίλι για τη βασίλισσα

όπου εναλλάσσονται οι πανταχού παρόντες οκτασύλλαβοι με πεντασύλλαβους, οι οποίοι όταν τραγουδιούνται λέγονται δυο φορές.
Όσο χαριτωμένοι κι αν είναι αυτοί οι στίχοι όμως, τίποτα στη δική μας παράδοση δεν μοιάζει με τον αρχοντικό αέρα του, ας πούμε,

Ο κυρ Βοριάς εμήνυσε ούλω των καραβιώνε

ή του

Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γης τονε τρομάσσει

ή με το σχεδόν αισθητό πλήθος του περίφημου

Σαρανταπέντε μάστορες κι εξήντα μαθητάδες.

Θυμάμαι σε μια πρόσφατη κουβέντα με ρώτησε ένας συνάδελφος, κλασικός φιλόλογος και μεταφραστής κι εκείνος, αλλά χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις της νέας ελληνικής, πώς είναι δυνατόν ο κατεξοχήν στίχος του δημοτικού, ακόμα και του λαϊκού ελληνικού τραγουδιού, να είναι τόσο μακρύς. Βέβαια αυτός ο συνάδελφός μου είναι και τρανός αυτοσχεδιαστής στίχων (δραστηριότητα η οποία είναι ιδιαίτερα αγαπητή στη νότια Καταλωνία και ακόμα πιο πολύ στη Μαγιόρκα) και μάλλον αναρωτιέται πώς τα καταφέρνουν ριμαδόροι και ποιητάρηδες να δουλεύουν με τόσο μακροσκελείς στίχους. Έχω να πω ότι απ’ αυτή την άποψη, του αυτοσχέδιου τραγουδιού δηλαδή, δεν νομίζω ότι οι διαστάσεις διαφέρουν τόσο πολύ. Από τη στιγμή που υπάρχει ομοιοκαταληξία, δεν διαφέρει τόσο πολύ μια μαντινάδα σαν

αηδόνι μου γλυκόλαλο και χιλιοπαινεμένο
που κάθε νύχτα κελαηδάς μες στον καημό πνιγμένο

από κάτι σαν

A la muntanya més alta
hi ha un romaní florit
i a les dotze de la nit
hi ha un rossinyol que hi canta.

Στο πιο ψηλό βουνό
είναι ένα ανθισμένο δεντρολίβανο
και στις δώδεκα τα μεσάνυχτα
ένα αηδόνι κελαηδάει. 

Όχι, η σημαντικότερη διαφορά «αέρα», τουλάχιστον για το αυτί μου, είναι με τον ανομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο, του ριζίτικου και όχι της μαντινάδας. Εκεί, στα τραγούδια τέτοιας μορφής, συνάντησα κάτι που, σαν άλλος αφελής ρομαντικός της Φραγκιάς, μόνο που λίγο εκτός εποχής, μου θύμισε την επική ποίηση, την ομηρική κυρίως, με τους μεγαλοπρεπείς της στίχους, με την κυκλική της δομή, με τις επαναλήψεις της, με τη δύναμη της μυθοπλασίας και της φαντασίας.
Ας εστιάσω λίγο στο ζήτημα της φαντασίας. Τα περισσότερα «είδη» του ελληνικού δημοτικού υπάρχουν και στο δικό μας. Έχουμε κι εμείς τραγούδια κλέφτικα («ληστρικά» ίσως θα ήταν ένας πιο εύστοχος χαρακτηρισμός στη δική μας περίπτωση), ιστορικά (τα οποία έχουν να κάνουν συνήθως με τους Ναπολεόντειους πολέμους και ελάχιστες φορές κρατάνε πιο παλαιές αναμνήσεις), τραγούδια της δουλειάς, μοιρολόγια (ή ακριβέστερα, «της αγρυπνίας»), τραγούδια σατιρικά και σκωπτικά και παραλογές. Κάποια μοιάζουν κιόλας από τη μία παράδοση στην άλλη, ιδιαίτερα τα κλέφτικα και προφανώς τα της δουλειάς, ή έχουν κοινά θέματα, όπως συμβαίνει σε μερικές παραλογές. Παρ’όλα αυτά, σε όσα τραγούδια μας έχω διαβάσει που να σχετίζονται με ληστές, πουθενά δεν έχω βρει πουλιά να μιλάνε «με ανθρωπινή λαλίτσα» ή κομμένα κεφάλια να εκφράζουν γνώμη, για να αναφέρω μόνο δύο συνηθισμένα μοτίβα τέτοιων τραγουδιών μέσα στην ελληνική παράδοση. Τα δικά μας, αντιθέτως, φαίνεται ότι κυριαρχούνται από ένα δυσεξήγητο ορθολογικό πνεύμα, και η φαντασία να εξορίζεται στο βασίλειο του παραμυθιού.
Θα περιμέναμε, τουλάχιστον στις παραλογές, τα πράγματα να είναι λίγο διαφορετικά. Και όμως, παρότι ο τόπος και ο χρόνος τους είναι κατά κανόνα θαμποί και οι πρωταγωνιστές τους δυσδιάκριτοι ρηγάδες και αρχοντοπούλες, η ιστορία παραμένει πάντοτε αληθοφανής, χωρίς ούτε μια στάλα εξωπραγματικού.
Ας καταπιαστούμε ξανά με το τραγούδι της κόρης που κεντάει στην ακροθαλασσιά. Εμφανίζεται το καράβι και η κόρη ρωτά τον «ναύτη, καλέ ναύτη» μήπως κουβαλάει μετάξι («mariner, bon mariner / que en porteu seda?»). Ο ναύτης τη ρωτάει αν το θέλει άσπρο ή κόκκινο, εκείνη λέει κόκκινο γιατί είναι καλύτερο και ο ναύτης την καλεί να μπει στο πλοίο να διαλέξει. Πάνω στο πλεούμενο, η κοπέλα αποκοιμιέται με το τραγούδι του ναύτη και το καράβι προφανώς ανοίγεται στο πέλαγος. Τη στιγμή που ξυπνάει, η κόρη αρχίζει να θρηνεί τη μοίρα της:

De tres germanes que som        sóc la més bella.
L'una és casada amb un duc,             l'altra és princesa
i jo, pobreta de mi,                                   marinereta.        

Τρεις αδερφές είμαστε                           κι εγώ η πιο όμορφη.
Η μια παντρεύτηκε δούκα,                 η άλλη είναι πριγκίπισσα
κι εγώ, η καημένη,                                   ναυτοπούλα.

Όπου ο γεμιτζής απαντάει:

No en sou marinera, no,                         que en sereu reina,
que jo sóc el fill del rei                              de l'Anglaterra.

Ναυτοπούλα δεν είσαστε,                      βασίλισσα θα γίνετε,
γιατί εγώ είμαι ο γιος του ρήγα            της Αγγλίας.

Ὀλα καλἀ κι ὀλα ωραία, και το τραγούδι, με τη μελωδία του και στο πρωτότυπο (όχι σε μια πρόχειρη μετάφραση σαν τη δική μου), είναι πραγματικά υπέροχο. Πάντως, έχω την υποψία ότι σε αντίστοιχη ελληνική παραλογή κάποιο πουλί θα λαλούσε ἠ, μάλλον πιο εύστοχα, το καράβι θα στεκόταν με το παράπονο της κόρης, ή γενικά θα συνέβαινε κάτι το φανταστικό. Τίποτα τέτοιο δεν νιώθω να γίνεται στα καταλανικά παραδοσιακά τραγούδια, ούτε και στα ισπανικά εδώ που τα λέμε (τα ισπανόφωνα δηλαδή, αν και οφείλω να πω ότι τα γνωρίζω λιγότερο και δεν θα τολμούσα να εκφράσω κάτι παραπάνω από μια γενική εντύπωση).

Χορεύοντας καταλανικό φαντάγκο. Χαρακτικό του 1806




Ας περάσουμε τώρα στα τραγούδια όπου αυτή η έλλειψη φαντασίας γίνεται περισσότερο αισθητή, μάλλον οδυνηρά αισθητή: τα του Κάτω Κόσμου και του Χάρου. Ο θάνατος στα δημοτικά μας είναι ο πραγματικός θάνατος, ο στεγνός και στυγνός όλεθρος. Πάμπολλα τα τραγούδια μας όπου ένας νέος, είτε πιστός αγαπητικός είτε αλαφρόμυαλος γλεντοκόπος, μαθαίνει ξαφνικά πως η καλή του ψυχορραγεί και τρέχει να προλάβει τα τελευταία της λόγια. Σ’ αυτές τις ιστορίες, όσο συγκινητικές κι αν είναι, ο θάνατος είναι απρόσωπος: κανένας Χάρος δεν υπάρχει, καβάλα στ’ άλογό του, να μάχεται σε μαρμαρένιο αλώνι ή να αρπάζει την κόρη από τα μαλλιά. Και για τον Κάτω Κόσμο τίποτε δεν μαθαίνουμε: κανένας αντρειωμένος να βουληθεί να βγει, καμία κόρη να πάρει την ευκαιρία, κανένας Χάρος κηπουρός να βάζει τις νιες για λεϊμονιές, τους νιους για κυπαρίσσια. Και τα μοιρολόγια, λιτά και λιγόλογα. Μαζευτήκαμε να τον ξαγρυπνήσουμε, είμαστε όλοι λυπημένοι, τον θάνατο δεν τον αποφεύγει κανείς. Αυτά. Σωστά μεν, αλλά και λίγο δυσκατάποτα από τη στεγνότητά τους.
Δεν θα ήθελα να αφήσω την εντύπωση στον υπομονετικό αναγνώστη πως ο σκοπός αυτού του άρθρου είναι να απαρνηθώ τα πάτρια και να συγκρίνω πάντα υπέρ της ελληνικής παράδοσης. Φαντασία, σε μας, υπάρχει άφθονη στον πλούσιο κόσμο του λαϊκού παραμυθιού, όπως και στα σκωπτικά τραγούδια, με τη μορφή της υπερβολής. Μελωδικότατοι, αξιοπρεπέστατοι και αλησμόνητοι στίχοι υπάρχουν και σε μας, όπως και σε όλες τις δημοτικές παραδόσεις του κόσμου, υποψιάζομαι. Σκοπός αυτού του άρθρου είναι απλώς να εκφράσω, με εντελώς προσωπικό τρόπο και άκρως επιφανειακές γνώσεις, τι του βρήκα, του ελληνικού δημοτικού, γιατί μου άρεσε αμέσως, γιατί δεν κουράζομαι, από τότε, να ασχολούμαι μ’ αυτό, έστω και μόνο στο επίπεδο του αματέρ. Εκείνα που με τράβηξαν συνθέτουν μια αγία τριάδα, ευκολονόητη αυτή: η ζωντάνια του μέσα στον σημερινό μετακοσμικό κόσμο, το αξιοπρεπέστατο βάδισμα του στίχου του και η αφθόνως πηγάζουσα δύναμη της φαντασίας του. Αυτά τα λίγα.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: