Το «Έχε γεια Παναγιά» και η παραδοσιακή μουσική στη σύγχρονη εποχή

Η Δόμνα Σαμίου
Η Δόμνα Σαμίου



Έχουν περάσει σχεδόν τριάντα χρόνια από τη συναυλία της Δόμνας Σαμίου στην Κωνσταντινούπολη, όπου συμμετείχα κι εγώ ως νεαρός φέρελπις μουσικός. Μερικά χρόνια νωρίτερα με είχε καλέσει η ίδια για να με γνωρίσει. Είχε μόλις πληροφορηθεί ότι υπάρχει στην Αθήνα ένας έφηβος που μελετάει πολίτικη λύρα, τη λύρα της Κωνσταντινούπολης δηλαδή. Θυμάμαι πολύ έντονα το ενδιαφέρον που έδειξε για την περίπτωσή μου όταν συναντηθήκαμε για πρώτη φορά, καθώς και την έκπληξή της όταν της απάντησα ότι δεν κατάγομαι από την Πόλη -απ’ όσο γνωρίζω. Έκτοτε, με καλούσε στις συναυλίες της όλο και συχνότερα, μέχρι που έγινα μόνιμο μέλος της ορχήστρας της. Το ρεπερτόριο των συναυλιών άλλαζε συχνά ανάλογα με την περίσταση, αλλά ο βασικός κορμός των τραγουδιών, ειδικά των μικρασιάτικων, έμενε σχεδόν πάντα ο ίδιος. Ξεχωριστή θέση ανάμεσά τους είχε το πολίτικο τραγούδι «Έχε γεια Παναγιά», το οποίο -τόσο λόγω του πανηγυρικού ρυθμικομελωδικού του χαρακτήρα όσο και του αποχαιρετιστήριου περιεχομένου της στιχουργικής επωδού-, είχε ήδη βρει, πριν ακόμα ενσωματωθώ στην ορχήστρα της, την ιδανική του θέση μέσα στην αλληλουχία των τραγουδιών: στο τέλος του μουσικού προγράμματος. Μετά την ολοκλήρωση των τριών στροφών του τραγουδιού, μάλιστα, συνδέαμε και ένα χασαποσέρβικο σε γρηγορότερο και διαρκώς επιταχυνόμενο ρυθμό, γεγονός που ενθουσίαζε πάντα το κοινό, που ξεσπούσε σύσσωμο σε ρυθμικά παλαμάκια.
Το «Έχε γεια Παναγιά» ήταν ένα από τα πολύ αγαπημένα τραγούδια της Δόμνας Σαμίου. Και έγινε πολύ δημοφιλές ύστερα από τη δική της ερμηνεία στον ομώνυμο δίσκο βινυλίου που εξέδωσε το 1974, όπου ήταν το πρώτο τραγούδι της Α΄ πλευράς του δίσκου. Ήταν άλλωστε το σήμα κατατεθέν των συναυλιών της. Και επικράτησε σταδιακά ως το κατεξοχήν φινάλε στην πλειονότητα των συναυλιών παραδοσιακής μουσικής, χορευτικών παραστάσεων και λοιπών εκδηλώσεων.
Μέσα σε αυτό κλίμα βρεθήκαμε στην Κωνσταντινούπολη. Η συναυλία πήγε πολύ καλά και, όπως ήταν αναμενόμενο, έκλεισε με το «Έχε γεια Παναγιά». Το κοινό μάς αντάμειψε με ένα παρατεταμένο χειροκρότημα και αποσυρθήκαμε στα παρασκήνια. Εκεί, μεταξύ άλλων, μας επισκέφθηκε για τα καθιερωμένα συγχαρητήρια και ο τότε πρωτοψάλτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου Λεωνίδας Αστέρης, ο οποίος είχε έναν φιλικό διάλογο με την Δόμνα Σαμίου γεμάτο εκατέρωθεν φιλοφρονήσεις. Έτυχε να βρίσκομαι πολύ κοντά τους και παρακολουθούσα με έντονο ενδιαφέρον αυτή τη συζήτηση. Κάποια στιγμή παρατήρησα ότι ο Λεωνίδας Αστέρης πλησίασε προς την Δόμνα Σαμίου με τρόπο που έδειχνε ότι ήθελε να της πει κάτι πιο προσωπικό, πιο εμπιστευτικό.
«Αυτό το τελευταίο τραγούδι, κυρία Σαμίου, είναι δικό μας, από εδώ, κωνσταντινοπολίτικο, ξέρετε. Αλλά εμείς εδώ δεν το λέμε “Έχε γεια Παναγιά” αλλά “Έχε γεια πάντα γεια”», της είπε χαμηλόφωνα με πολύ ευγενικό τρόπο, αν και στη δική μου αντίληψη ο τόνος της φωνής του πρόδιδε ότι δεν ήθελε να κάνει απλώς μια επισήμανση αλλά και να τονίσει, διακριτικά έστω, μια αστοχία, ένα λάθος.
«Τι μου λες βρε παιδί μου!», ήταν η αντίδραση της Δόμνας Σαμίου σε αυτή την αναπάντεχη πληροφορία. «Θα το κοιτάξω».
Στο ταξίδι της επιστροφής η Δόμνα Σαμίου επανέφερε το θέμα, ενημερώνοντας όλους τους μουσικούς για αυτό που της είχε πει ο Λεωνίδας Αστέρης το προηγούμενο βράδυ. Δεν έκρυβε τον προβληματισμό της. Λογικό ήταν. Μα ήταν ανάγκη να συμβεί σε αυτό το τραγούδι αυτή η αστοχία; Στο σήμα κατατεθέν; Ας ήταν σε όποιο άλλο τραγούδι ήθελε. Το συζητήσαμε όλοι μαζί το θέμα. Εγώ είπα ότι είναι πιο ωραίο το «Παναγιά» αλλά θυμάμαι ότι δεν έδωσε κανείς σημασία σε αυτό το σχόλιό μου. Οι πιο παλιοί είπαν ότι θα μπορούσε να είναι και «Παναγιά». Δικαιολογείται στο πλαίσιο της ποιητικής αδείας. Η Δόμνα Σαμίου συμφώνησε μαζί τους και αποτύπωσε αργότερα στις σημειώσεις της αυτή τη σκέψη: «...αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που ο ανώνυμος λαός αλλάζει κάτι το οποίο δεν του πάει καλά σ’ ένα τραγούδι».
Το νέο κυκλοφόρησε γρήγορα στους κύκλους των ανθρώπων που ασχολούνταν με την παραδοσιακή μουσική. Μιλάμε για μια εποχή κατά την οποία ήταν πολύ ισχυρές οι εμμονές αυτού του χώρου αναφορικά με το ανόθευτο της παραδοσιακής μουσικής, με την ορθότητα των επανεκτελέσεων των τραγουδιών σε σύγκριση με το πρωτογενές υλικό, τις παλαιότερες ή, ιδανικά, τις πρώτες ηχογραφήσεις και καταγραφές.
«Η Δόμνα Σαμίου έκανε λάθος!». «Έχε γεια πάντα γεια είναι το σωστό!» «Όχι Παναγιά, πάντα γεια θα το λέμε!», άκουγες δεξιά κι αριστερά, στις πρόβες, στις παραστάσεις και στις συναυλίες συγκροτημάτων, χορωδιών και χορευτικών ομάδων. Συχνά, μάλιστα, ήταν τόσο έντονη η επιθυμία και ο ζήλος των τραγουδιστών ή των χορωδιών να αποδείξουν ότι έχουν διορθώσει το σφάλμα, που τόνιζαν με υπερβολικό τρόπο τις λέξεις πάντα γεια, τόσο προσποιητά και έντονα που καταντούσε αστείο. Εμείς με τη Δόμνα Σαμίου συνεχίσαμε να λέμε «Παναγιά», όπως πάντα. Δεν τέθηκε άλλωστε ποτέ ζήτημα αλλαγής του στίχου. Γελούσαμε μάλιστα μεταξύ μας οι μουσικοί γιατί το «πάντα γεια», αν τονιστεί μόνο στο «γεια», κατά το «Παναγιά», μας θύμιζε το επίθετο ενός πολιτικού προσώπου για το οποίο έγραφαν διάφορα οι εφημερίδες της εποχής. Αισθανόμουν όμως ότι όλη αυτή η ιστορία είχε κατά βάθος πληγώσει το γόητρο και την περηφάνια της Δόμνας Σαμίου.
Λίγο καιρό αργότερα βρισκόμαστε καθισμένοι στο σαλόνι ενός στούντιο ηχογραφήσεων, στο διάλειμμα πρόβας για μια συναυλία του Διονύση Σαββόπουλου, όπου ήταν επίτιμη καλεσμένη η Δόμνα Σαμίου. Συζητούσαν οι δυο τους και εγώ, για άλλη μια φορά, παρακολουθούσα με έντονο ενδιαφέρον τη συζήτηση.

― Τι ωραία που είναι όλα αυτά τα τραγούδια που λες, Δόμνα! 
― Διονύση μου, δεν το έχεις μάθει μάλλον, μου είπαν ότι το «Έχε γεια Παναγιά», στην Πόλη, απ’ όπου είναι το τραγούδι, το λένε «Έχε γεια πάντα γεια» και όχι «Παναγιά».

Ο Διονύσης Σαββόπουλος σκέφτηκε για μερικά μόνο κλάσματα του δευτερολέπτου και της απάντησε αυτόματα και με απόλυτο τρόπο:

― Πιο ωραίο είναι το Παναγιά, Δόμνα.

Η Δόμνα Σαμίου έγνεψε συγκαταβατικά.

Ομολογώ πως με εντυπωσίασε η τόσο άμεση απάντηση του Διονύση Σαββόπουλου, κυρίως για το γεγονός ότι, όντας δημιουργός άλλωστε ο ίδιος, χρησιμοποίησε ως μόνο κριτήριο την αισθητική του ματιά στον στίχο, απαλλαγμένη από τις εμμονές και τις αγκυλώσεις των ανθρώπων του χώρου της παραδοσιακής μουσικής σχετικά με την πιστότητα της αναπαραγωγής των τραγουδιών. Λίγα λεπτά αργότερα, καθώς μπαίναμε ξανά στον χώρο του στούντιο για να συνεχίσουμε την πρόβα, διαισθάνθηκα ότι το κύρος της Δόμνας Σαμίου είχε πλέον αποκατασταθεί. Αυτή μου η διαίσθηση μετατράπηκε σε πεποίθηση αρκετά χρόνια αργότερα, όταν άκουσα μια παλιά, την πρώτη ίσως ηχογράφηση του τραγουδιού. Μια ηχογράφηση σε δίσκο γραμμοφώνου που έγινε στην Κωνσταντινούπολη το 1929. Εκεί, η κυρία Πιπίνα τραγουδάει ευκρινώς την επωδό «Έχε γεια Παναγιά». Στενοχωρήθηκα που δεν μπορούσα να μοιραστώ αυτό το νέο με τη Δόμνα Σαμίου. Μας είχε αφήσει λίγους μήνες νωρίτερα.

Και τίθεται το ερώτημα: Τελικά, ποιο είναι το σωστό; Το «Παναγιά» ή το «πάντα γεια»; Είναι προφανές ότι μια τέτοια αναζήτηση είναι μάταιη. Οι δύο παραλλαγές, εκτός από ποιητικά ορθές, είναι και τόσο ομόηχες που δικαιολογείται ακόμα και η εκ παραδρομής μετάβαση από τη μια στην άλλη, και αμφίδρομα. Το γεγονός ότι αποτυπώνεται μάλλον πρώτο χρονικά το «Παναγιά» στην παλιά ηχογράφηση της κυρίας Πιπίνας δεν ανατρέπει τον παραπάνω ισχυρισμό. Θα μπορούσε κάλλιστα να έχει γίνει και από αυτή την ίδια η μετάβαση από το «πάντα γεια» στο «Παναγιά». Εκ παραδρομής ή κατ’ επιλογήν.
Επιπλέον, το γεγονός ότι στην παλιά ηχογράφηση χρησιμοποιούνται διαφορετικά από τα σήμερα γνωστά δίστιχα, σε συνδυασμό με την πληροφορία ότι το μελωδικό περιεχόμενο του τραγουδιού ήταν πολύ δημοφιλές στους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης ως οργανικός χορευτικός σκοπός, φανερώνει ότι το τραγούδι έχει περάσει από διάφορα στάδια επεξεργασίας, πιθανώς και ασύνδετα μεταξύ τους. Γενικότερα πάντως, ήταν αρκετά συχνό το φαινόμενο να προστίθενται εκ των υστέρων στίχοι σε δημοφιλείς οργανικούς σκοπούς. Άλλωστε, ακόμα και οι βασικές μελωδίες του τραγουδιού, όπως αυτές ερμηνεύονται από τη φωνή και τα όργανα στην παλιά ηχογράφηση της κυρίας Πιπίνας, διαφέρουν σε αρκετά σημεία από την εκδοχή που επικρατεί σήμερα, σε βαθμό βέβαια που διατηρεί το τραγούδι αναγνωρίσιμο. Όλα τα παραπάνω είναι θεμελιώδη χαρακτηριστικά της προφορικότητας και συνηγορούν υπέρ της διαρκούς μικροεπεξεργασίας του μουσικοποιητικού υλικού από γενιά σε γενιά, στο πέρασμα του χρόνου. Χαρακτηριστικά που φανερώνουν μια ζωντανή παράδοση.

Μέσα στα τριάντα σχεδόν χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από εκείνη τη συναυλία στην Κωνσταντινούπολη μέχρι σήμερα, πολλά πράγματα έχουν αλλάξει στον χώρο της παραδοσιακής μουσικής. Η απενοχοποίηση της ενασχόλησης με τα παραδοσιακά όργανα και το δημοτικό τραγούδι ενίσχυσε το ενδιαφέρον πολλών νέων μουσικών να μελετήσουν τα ιδιώματα των ελληνικών και γειτονικών-συγγενικών μουσικών παραδόσεων. Η πιο σημαντική αλλαγή όμως είναι η συνειδητοποίηση ότι οι παραδόσεις δεν είναι κλειστές, στατικές και άκαμπτες, αλλά διαρκώς εξελισσόμενες. Ότι δεν υπάρχει απαραίτητα μία «σωστή» εκδοχή των πραγμάτων αλλά περισσότερες. Και ο καθένας είναι ελεύθερος να προτείνει εκδοχές μικροεπεξεργασίας του υλικού. Αυτή η ελευθερία λειτουργεί σαν βασικός πόλος έλξης των νέων μουσικών, οι οποίοι πλέον αισθάνονται ότι μπορούν να συνδεθούν άμεσα με τις παραδόσεις. Ότι συμμετέχουν δημιουργικά σε αυτή την εξελικτική διαδικασία. Ότι η μουσική αυτή δεν είναι μόνο παλιά και ιστορική, αλλά και εξίσου σύγχρονη. Ότι δεν είναι μόνο η μουσική των παππούδων τους αλλά είναι και η δική τους μουσική.
«Ναι αλλά δεν μπορεί να κάνει ο καθένας ό,τι θέλει», είχε πει φανερά εκνευρισμένη η αείμνηστη Δόμνα Σαμίου, όταν κάποτε ακούσαμε μια διασκευή ενός παραδοσιακού τραγουδιού. Προσωπικά, μου άρεσε αυτή η διασκευή, αλλά συμφώνησα μαζί της, κατανοώντας το γενικότερο σκεπτικό ενός ανθρώπου που μόχθησε όσο λίγοι για να καταγράψει τα παραδοσιακά τραγούδια και ανησυχεί για τη μελλοντική διαχείρισή τους από τους νεότερους.
Έχω την εντύπωση ότι αν ζούσε σήμερα η Δόμνα Σαμίου θα ήταν πιο διαλλακτική και μάλλον δεν θα ανησυχούσε τόσο, διότι θα έβλεπε πόσο έχει ενδυναμωθεί αριθμητικά και ποιοτικά η ομάδα των νέων μουσικών που μελετούν τις παραδόσεις με γνώση και σεβασμό στους παλιούς μαστόρους, αφήνοντας ταυτόχρονα και το προσωπικό τους αποτύπωμα, με τρόπο που δικαιολογεί τη διατύπωση ότι συνεχίζουν την παράδοση μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της μικροεπεξεργασίας και της διαρκούς εξέλιξής της.
Είναι εντυπωσιακά μεγάλος ο αριθμός των νέων ανθρώπων που λειτουργούν μέσα σε αυτό το πλαίσιο. Ειδικότερα αν συγκριθεί με τις προηγούμενες γενιές. Επιπλέον, σε αντίθεση με παλαιότερες εποχές, όταν στην πλειονότητά τους οι μουσικοί λειτουργούσαν αποκλειστικά με το ένστικτο, οι νέοι μουσικοί σήμερα, χάρη στην αναγνωρισμένα υψηλού επιπέδου μουσική αλλά και γενική εκπαίδευση που έχουν ως κεκτημένο, είναι ικανοί τόσο να αντιλαμβάνονται και να αναλύουν τα τεχνικά χαρακτηριστικά της μουσικής όσο και να τοποθετούν τον εαυτό τους στη θέση του εξωτερικού παρατηρητή, γεγονός που ισχυροποιεί την επίγνωση του δικού τους ρόλου σε κάθε περίπτωση. Για παράδειγμα, η διάκριση του ρόλου του μουσικού σε ένα τοπικό δρώμενο από αυτόν στη θεατρική σκηνή μιας συναυλίας. Και όλα αυτά, χωρίς να λησμονούν, να απαρνιούνται ή να υποτιμούν την προφορικότητα και τον ενστικτώδη τρόπο των παλαιότερων. Η προφορικότητα, άλλωστε, εξακολουθεί να είναι το βασικό εκπαιδευτικό εργαλείο εκμάθησης της παραδοσιακής μουσικής σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Η παρατήρηση της σημερινής ευρύτερης εικόνας της παραδοσιακής μουσικής, των φορέων της και όσων την αγαπούν και την παρακολουθούν, συμμετέχοντας ή μη, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι διανύει μια περίοδο ακμής. Ταυτόχρονα, και μια περίοδο επαναπροσδιορισμού, η οποία είναι μάλλον αναγκαία προκειμένου να διατηρήσει τα ζωτικά της χαρακτηριστικά στη σύγχρονη εποχή. Για παράδειγμα, είναι αξιοσημείωτο ότι στους αστικούς χώρους όπου εμφανίζονται συγκροτήματα παραδοσιακής μουσικής, δημιουργείται μέσω της συμμετοχής του νεανικού συνήθως κοινού, με χορό και με τραγούδι, ένα κλίμα πανηγυριού, ένα αστικό πανηγύρι, που προσομοιάζει στα βασικά του χαρακτηριστικά με τα πανηγύρια των κοινοτήτων της υπαίθρου. Σε άλλες περιπτώσεις συνδυάζονται παραδοσιακά μουσικά όργανα με ηλεκτρικά ή και ηλεκτρονικά όργανα. Είναι άγνωστο πού θα οδηγήσει αυτή η ζύμωση. Το βέβαιο είναι ότι στη σημερινή αστικοποιημένη και διασυνδεδεμένη κοινωνία, την ευθύνη της αποδοχής των προτεινόμενων αλλαγών, την οποία είχαν παλαιότερα οι ολιγομελείς κοινότητες της υπαίθρου, την έχουμε πλέον όλοι μας.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: