Το «Έχε γεια Παναγιά» και η παραδοσιακή μουσική στη σύγχρονη εποχή

Η Δόμνα Σαμίου
Η Δόμνα Σαμίου



Έχουν πε­ρά­σει σχε­δόν τριά­ντα χρό­νια από τη συ­ναυ­λία της Δό­μνας Σα­μί­ου στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, όπου συμ­με­τεί­χα κι εγώ ως νε­α­ρός φέ­ρελ­πις μου­σι­κός. Με­ρι­κά χρό­νια νω­ρί­τε­ρα με εί­χε κα­λέ­σει η ίδια για να με γνω­ρί­σει. Εί­χε μό­λις πλη­ρο­φο­ρη­θεί ότι υπάρ­χει στην Αθή­να ένας έφη­βος που με­λε­τά­ει πο­λί­τι­κη λύ­ρα, τη λύ­ρα της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης δη­λα­δή. Θυ­μά­μαι πο­λύ έντο­να το εν­δια­φέ­ρον που έδει­ξε για την πε­ρί­πτω­σή μου όταν συ­να­ντη­θή­κα­με για πρώ­τη φο­ρά, κα­θώς και την έκ­πλη­ξή της όταν της απά­ντη­σα ότι δεν κα­τά­γο­μαι από την Πό­λη -απ’ όσο γνω­ρί­ζω. Έκτο­τε, με κα­λού­σε στις συ­ναυ­λί­ες της όλο και συ­χνό­τε­ρα, μέ­χρι που έγι­να μό­νι­μο μέ­λος της ορ­χή­στρας της. Το ρε­περ­τό­ριο των συ­ναυ­λιών άλ­λα­ζε συ­χνά ανά­λο­γα με την πε­ρί­στα­ση, αλ­λά ο βα­σι­κός κορ­μός των τρα­γου­διών, ει­δι­κά των μι­κρα­σιά­τι­κων, έμε­νε σχε­δόν πά­ντα ο ίδιος. Ξε­χω­ρι­στή θέ­ση ανά­με­σά τους εί­χε το πο­λί­τι­κο τρα­γού­δι «Έχε γεια Πα­να­γιά», το οποίο -τό­σο λό­γω του πα­νη­γυ­ρι­κού ρυθ­μι­κο­με­λω­δι­κού του χα­ρα­κτή­ρα όσο και του απο­χαι­ρε­τι­στή­ριου πε­ριε­χο­μέ­νου της στι­χουρ­γι­κής επω­δού-, εί­χε ήδη βρει, πριν ακό­μα εν­σω­μα­τω­θώ στην ορ­χή­στρα της, την ιδα­νι­κή του θέ­ση μέ­σα στην αλ­λη­λου­χία των τρα­γου­διών: στο τέ­λος του μου­σι­κού προ­γράμ­μα­τος. Με­τά την ολο­κλή­ρω­ση των τριών στρο­φών του τρα­γου­διού, μά­λι­στα, συν­δέ­α­με και ένα χα­σα­πο­σέρ­βι­κο σε γρη­γο­ρό­τε­ρο και διαρ­κώς επι­τα­χυ­νό­με­νο ρυθ­μό, γε­γο­νός που εν­θου­σί­α­ζε πά­ντα το κοι­νό, που ξε­σπού­σε σύσ­σω­μο σε ρυθ­μι­κά πα­λα­μά­κια.
Το «Έχε γεια Πα­να­γιά» ήταν ένα από τα πο­λύ αγα­πη­μέ­να τρα­γού­δια της Δό­μνας Σα­μί­ου. Και έγι­νε πο­λύ δη­μο­φι­λές ύστε­ρα από τη δι­κή της ερ­μη­νεία στον ομώ­νυ­μο δί­σκο βι­νυ­λί­ου που εξέ­δω­σε το 1974, όπου ήταν το πρώ­το τρα­γού­δι της Α΄ πλευ­ράς του δί­σκου. Ήταν άλ­λω­στε το σή­μα κα­τα­τε­θέν των συ­ναυ­λιών της. Και επι­κρά­τη­σε στα­δια­κά ως το κα­τε­ξο­χήν φι­νά­λε στην πλειο­νό­τη­τα των συ­ναυ­λιών πα­ρα­δο­σια­κής μου­σι­κής, χο­ρευ­τι­κών πα­ρα­στά­σε­ων και λοι­πών εκ­δη­λώ­σε­ων.
Μέ­σα σε αυ­τό κλί­μα βρε­θή­κα­με στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Η συ­ναυ­λία πή­γε πο­λύ κα­λά και, όπως ήταν ανα­με­νό­με­νο, έκλει­σε με το «Έχε γεια Πα­να­γιά». Το κοι­νό μάς αντά­μει­ψε με ένα πα­ρα­τε­τα­μέ­νο χει­ρο­κρό­τη­μα και απο­συρ­θή­κα­με στα πα­ρα­σκή­νια. Εκεί, με­τα­ξύ άλ­λων, μας επι­σκέ­φθη­κε για τα κα­θιε­ρω­μέ­να συγ­χα­ρη­τή­ρια και ο τό­τε πρω­το­ψάλ­της του Οι­κου­με­νι­κού Πα­τριαρ­χεί­ου Λε­ω­νί­δας Αστέ­ρης, ο οποί­ος εί­χε έναν φι­λι­κό διά­λο­γο με την Δό­μνα Σα­μί­ου γε­μά­το εκα­τέ­ρω­θεν φι­λο­φρο­νή­σεις. Έτυ­χε να βρί­σκο­μαι πο­λύ κο­ντά τους και πα­ρα­κο­λου­θού­σα με έντο­νο εν­δια­φέ­ρον αυ­τή τη συ­ζή­τη­ση. Κά­ποια στιγ­μή πα­ρα­τή­ρη­σα ότι ο Λε­ω­νί­δας Αστέ­ρης πλη­σί­α­σε προς την Δό­μνα Σα­μί­ου με τρό­πο που έδει­χνε ότι ήθε­λε να της πει κά­τι πιο προ­σω­πι­κό, πιο εμπι­στευ­τι­κό.
«Αυ­τό το τε­λευ­ταίο τρα­γού­δι, κυ­ρία Σα­μί­ου, εί­ναι δι­κό μας, από εδώ, κων­στα­ντι­νο­πο­λί­τι­κο, ξέ­ρε­τε. Αλ­λά εμείς εδώ δεν το λέ­με “Έχε γεια Πα­να­γιά” αλ­λά “Έχε γεια πά­ντα γεια”», της εί­πε χα­μη­λό­φω­να με πο­λύ ευ­γε­νι­κό τρό­πο, αν και στη δι­κή μου αντί­λη­ψη ο τό­νος της φω­νής του πρό­δι­δε ότι δεν ήθε­λε να κά­νει απλώς μια επι­σή­μαν­ση αλ­λά και να το­νί­σει, δια­κρι­τι­κά έστω, μια αστο­χία, ένα λά­θος.
«Τι μου λες βρε παι­δί μου!», ήταν η αντί­δρα­ση της Δό­μνας Σα­μί­ου σε αυ­τή την ανα­πά­ντε­χη πλη­ρο­φο­ρία. «Θα το κοι­τά­ξω».
Στο τα­ξί­δι της επι­στρο­φής η Δό­μνα Σα­μί­ου επα­νέ­φε­ρε το θέ­μα, ενη­με­ρώ­νο­ντας όλους τους μου­σι­κούς για αυ­τό που της εί­χε πει ο Λε­ω­νί­δας Αστέ­ρης το προη­γού­με­νο βρά­δυ. Δεν έκρυ­βε τον προ­βλη­μα­τι­σμό της. Λο­γι­κό ήταν. Μα ήταν ανά­γκη να συμ­βεί σε αυ­τό το τρα­γού­δι αυ­τή η αστο­χία; Στο σή­μα κα­τα­τε­θέν; Ας ήταν σε όποιο άλ­λο τρα­γού­δι ήθε­λε. Το συ­ζη­τή­σα­με όλοι μα­ζί το θέ­μα. Εγώ εί­πα ότι εί­ναι πιο ωραίο το «Πα­να­γιά» αλ­λά θυ­μά­μαι ότι δεν έδω­σε κα­νείς ση­μα­σία σε αυ­τό το σχό­λιό μου. Οι πιο πα­λιοί εί­παν ότι θα μπο­ρού­σε να εί­ναι και «Πα­να­γιά». Δι­καιο­λο­γεί­ται στο πλαί­σιο της ποι­η­τι­κής αδεί­ας. Η Δό­μνα Σα­μί­ου συμ­φώ­νη­σε μα­ζί τους και απο­τύ­πω­σε αρ­γό­τε­ρα στις ση­μειώ­σεις της αυ­τή τη σκέ­ψη: «...αλ­λά δεν εί­ναι η πρώ­τη φο­ρά που ο ανώ­νυ­μος λα­ός αλ­λά­ζει κά­τι το οποίο δεν του πά­ει κα­λά σ’ ένα τρα­γού­δι».
Το νέο κυ­κλο­φό­ρη­σε γρή­γο­ρα στους κύ­κλους των αν­θρώ­πων που ασχο­λού­νταν με την πα­ρα­δο­σια­κή μου­σι­κή. Μι­λά­με για μια επο­χή κα­τά την οποία ήταν πο­λύ ισχυ­ρές οι εμ­μο­νές αυ­τού του χώ­ρου ανα­φο­ρι­κά με το ανό­θευ­το της πα­ρα­δο­σια­κής μου­σι­κής, με την ορ­θό­τη­τα των επα­νε­κτε­λέ­σε­ων των τρα­γου­διών σε σύ­γκρι­ση με το πρω­το­γε­νές υλι­κό, τις πα­λαιό­τε­ρες ή, ιδα­νι­κά, τις πρώ­τες ηχο­γρα­φή­σεις και κα­τα­γρα­φές.
«Η Δό­μνα Σα­μί­ου έκα­νε λά­θος!». «Έχε γεια πά­ντα γεια εί­ναι το σω­στό!» «Όχι Πα­να­γιά, πά­ντα γεια θα το λέ­με!», άκου­γες δε­ξιά κι αρι­στε­ρά, στις πρό­βες, στις πα­ρα­στά­σεις και στις συ­ναυ­λί­ες συ­γκρο­τη­μά­των, χο­ρω­διών και χο­ρευ­τι­κών ομά­δων. Συ­χνά, μά­λι­στα, ήταν τό­σο έντο­νη η επι­θυ­μία και ο ζή­λος των τρα­γου­δι­στών ή των χο­ρω­διών να απο­δεί­ξουν ότι έχουν διορ­θώ­σει το σφάλ­μα, που τό­νι­ζαν με υπερ­βο­λι­κό τρό­πο τις λέ­ξεις πά­ντα γεια, τό­σο προ­σποι­η­τά και έντο­να που κα­τα­ντού­σε αστείο. Εμείς με τη Δό­μνα Σα­μί­ου συ­νε­χί­σα­με να λέ­με «Πα­να­γιά», όπως πά­ντα. Δεν τέ­θη­κε άλ­λω­στε πο­τέ ζή­τη­μα αλ­λα­γής του στί­χου. Γε­λού­σα­με μά­λι­στα με­τα­ξύ μας οι μου­σι­κοί για­τί το «πά­ντα γεια», αν το­νι­στεί μό­νο στο «γεια», κα­τά το «Πα­να­γιά», μας θύ­μι­ζε το επί­θε­το ενός πο­λι­τι­κού προ­σώ­που για το οποίο έγρα­φαν διά­φο­ρα οι εφη­με­ρί­δες της επο­χής. Αι­σθα­νό­μουν όμως ότι όλη αυ­τή η ιστο­ρία εί­χε κα­τά βά­θος πλη­γώ­σει το γό­η­τρο και την πε­ρη­φά­νια της Δό­μνας Σα­μί­ου.
Λί­γο και­ρό αρ­γό­τε­ρα βρι­σκό­μα­στε κα­θι­σμέ­νοι στο σα­λό­νι ενός στού­ντιο ηχο­γρα­φή­σε­ων, στο διά­λειμ­μα πρό­βας για μια συ­ναυ­λία του Διο­νύ­ση Σαβ­βό­που­λου, όπου ήταν επί­τι­μη κα­λε­σμέ­νη η Δό­μνα Σα­μί­ου. Συ­ζη­τού­σαν οι δυο τους και εγώ, για άλ­λη μια φο­ρά, πα­ρα­κο­λου­θού­σα με έντο­νο εν­δια­φέ­ρον τη συ­ζή­τη­ση.

― Τι ωραία που εί­ναι όλα αυ­τά τα τρα­γού­δια που λες, Δό­μνα! 
― Διο­νύ­ση μου, δεν το έχεις μά­θει μάλ­λον, μου εί­παν ότι το «Έχε γεια Πα­να­γιά», στην Πό­λη, απ’ όπου εί­ναι το τρα­γού­δι, το λέ­νε «Έχε γεια πά­ντα γεια» και όχι «Πα­να­γιά».

Ο Διο­νύ­σης Σαβ­βό­που­λος σκέ­φτη­κε για με­ρι­κά μό­νο κλά­σμα­τα του δευ­τε­ρο­λέ­πτου και της απά­ντη­σε αυ­τό­μα­τα και με από­λυ­το τρό­πο:

― Πιο ωραίο εί­ναι το Πα­να­γιά, Δό­μνα.

Η Δό­μνα Σα­μί­ου έγνε­ψε συ­γκα­τα­βα­τι­κά.

Ομο­λο­γώ πως με εντυ­πω­σί­α­σε η τό­σο άμε­ση απά­ντη­ση του Διο­νύ­ση Σαβ­βό­που­λου, κυ­ρί­ως για το γε­γο­νός ότι, όντας δη­μιουρ­γός άλ­λω­στε ο ίδιος, χρη­σι­μο­ποί­η­σε ως μό­νο κρι­τή­ριο την αι­σθη­τι­κή του μα­τιά στον στί­χο, απαλ­λαγ­μέ­νη από τις εμ­μο­νές και τις αγκυ­λώ­σεις των αν­θρώ­πων του χώ­ρου της πα­ρα­δο­σια­κής μου­σι­κής σχε­τι­κά με την πι­στό­τη­τα της ανα­πα­ρα­γω­γής των τρα­γου­διών. Λί­γα λε­πτά αρ­γό­τε­ρα, κα­θώς μπαί­να­με ξα­νά στον χώ­ρο του στού­ντιο για να συ­νε­χί­σου­με την πρό­βα, διαι­σθάν­θη­κα ότι το κύ­ρος της Δό­μνας Σα­μί­ου εί­χε πλέ­ον απο­κα­τα­στα­θεί. Αυ­τή μου η διαί­σθη­ση με­τα­τρά­πη­κε σε πε­ποί­θη­ση αρ­κε­τά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, όταν άκου­σα μια πα­λιά, την πρώ­τη ίσως ηχο­γρά­φη­ση του τρα­γου­διού. Μια ηχο­γρά­φη­ση σε δί­σκο γραμ­μο­φώ­νου που έγι­νε στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη το 1929. Εκεί, η κυ­ρία Πι­πί­να τρα­γου­δά­ει ευ­κρι­νώς την επω­δό «Έχε γεια Πα­να­γιά». Στε­νο­χω­ρή­θη­κα που δεν μπο­ρού­σα να μοι­ρα­στώ αυ­τό το νέο με τη Δό­μνα Σα­μί­ου. Μας εί­χε αφή­σει λί­γους μή­νες νω­ρί­τε­ρα.

Και τί­θε­ται το ερώ­τη­μα: Τε­λι­κά, ποιο εί­ναι το σω­στό; Το «Πα­να­γιά» ή το «πά­ντα γεια»; Εί­ναι προ­φα­νές ότι μια τέ­τοια ανα­ζή­τη­ση εί­ναι μά­ταιη. Οι δύο πα­ραλ­λα­γές, εκτός από ποι­η­τι­κά ορ­θές, εί­ναι και τό­σο ομό­η­χες που δι­καιο­λο­γεί­ται ακό­μα και η εκ πα­ρα­δρο­μής με­τά­βα­ση από τη μια στην άλ­λη, και αμ­φί­δρο­μα. Το γε­γο­νός ότι απο­τυ­πώ­νε­ται μάλ­λον πρώ­το χρο­νι­κά το «Πα­να­γιά» στην πα­λιά ηχο­γρά­φη­ση της κυ­ρί­ας Πι­πί­νας δεν ανα­τρέ­πει τον πα­ρα­πά­νω ισχυ­ρι­σμό. Θα μπο­ρού­σε κάλ­λι­στα να έχει γί­νει και από αυ­τή την ίδια η με­τά­βα­ση από το «πά­ντα γεια» στο «Πα­να­γιά». Εκ πα­ρα­δρο­μής ή κα­τ’ επι­λο­γήν.
Επι­πλέ­ον, το γε­γο­νός ότι στην πα­λιά ηχο­γρά­φη­ση χρη­σι­μο­ποιού­νται δια­φο­ρε­τι­κά από τα σή­με­ρα γνω­στά δί­στι­χα, σε συν­δυα­σμό με την πλη­ρο­φο­ρία ότι το με­λω­δι­κό πε­ριε­χό­με­νο του τρα­γου­διού ήταν πο­λύ δη­μο­φι­λές στους κα­τοί­κους της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης ως ορ­γα­νι­κός χο­ρευ­τι­κός σκο­πός, φα­νε­ρώ­νει ότι το τρα­γού­δι έχει πε­ρά­σει από διά­φο­ρα στά­δια επε­ξερ­γα­σί­ας, πι­θα­νώς και ασύν­δε­τα με­τα­ξύ τους. Γε­νι­κό­τε­ρα πά­ντως, ήταν αρ­κε­τά συ­χνό το φαι­νό­με­νο να προ­στί­θε­νται εκ των υστέ­ρων στί­χοι σε δη­μο­φι­λείς ορ­γα­νι­κούς σκο­πούς. Άλ­λω­στε, ακό­μα και οι βα­σι­κές με­λω­δί­ες του τρα­γου­διού, όπως αυ­τές ερ­μη­νεύ­ο­νται από τη φω­νή και τα όρ­γα­να στην πα­λιά ηχο­γρά­φη­ση της κυ­ρί­ας Πι­πί­νας, δια­φέ­ρουν σε αρ­κε­τά ση­μεία από την εκ­δο­χή που επι­κρα­τεί σή­με­ρα, σε βαθ­μό βέ­βαια που δια­τη­ρεί το τρα­γού­δι ανα­γνω­ρί­σι­μο. Όλα τα πα­ρα­πά­νω εί­ναι θε­με­λιώ­δη χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της προ­φο­ρι­κό­τη­τας και συ­νη­γο­ρούν υπέρ της διαρ­κούς μι­κρο­ε­πε­ξερ­γα­σί­ας του μου­σι­κο­ποι­η­τι­κού υλι­κού από γε­νιά σε γε­νιά, στο πέ­ρα­σμα του χρό­νου. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά που φα­νε­ρώ­νουν μια ζω­ντα­νή πα­ρά­δο­ση.

Μέ­σα στα τριά­ντα σχε­δόν χρό­νια που έχουν με­σο­λα­βή­σει από εκεί­νη τη συ­ναυ­λία στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη μέ­χρι σή­με­ρα, πολ­λά πράγ­μα­τα έχουν αλ­λά­ξει στον χώ­ρο της πα­ρα­δο­σια­κής μου­σι­κής. Η απε­νο­χο­ποί­η­ση της ενα­σχό­λη­σης με τα πα­ρα­δο­σια­κά όρ­γα­να και το δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι ενί­σχυ­σε το εν­δια­φέ­ρον πολ­λών νέ­ων μου­σι­κών να με­λε­τή­σουν τα ιδιώ­μα­τα των ελ­λη­νι­κών και γει­το­νι­κών-συγ­γε­νι­κών μου­σι­κών πα­ρα­δό­σε­ων. Η πιο ση­μα­ντι­κή αλ­λα­γή όμως εί­ναι η συ­νει­δη­το­ποί­η­ση ότι οι πα­ρα­δό­σεις δεν εί­ναι κλει­στές, στα­τι­κές και άκαμ­πτες, αλ­λά διαρ­κώς εξε­λισ­σό­με­νες. Ότι δεν υπάρ­χει απα­ραί­τη­τα μία «σω­στή» εκ­δο­χή των πραγ­μά­των αλ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρες. Και ο κα­θέ­νας εί­ναι ελεύ­θε­ρος να προ­τεί­νει εκ­δο­χές μι­κρο­ε­πε­ξερ­γα­σί­ας του υλι­κού. Αυ­τή η ελευ­θε­ρία λει­τουρ­γεί σαν βα­σι­κός πό­λος έλ­ξης των νέ­ων μου­σι­κών, οι οποί­οι πλέ­ον αι­σθά­νο­νται ότι μπο­ρούν να συν­δε­θούν άμε­σα με τις πα­ρα­δό­σεις. Ότι συμ­με­τέ­χουν δη­μιουρ­γι­κά σε αυ­τή την εξε­λι­κτι­κή δια­δι­κα­σία. Ότι η μου­σι­κή αυ­τή δεν εί­ναι μό­νο πα­λιά και ιστο­ρι­κή, αλ­λά και εξί­σου σύγ­χρο­νη. Ότι δεν εί­ναι μό­νο η μου­σι­κή των παπ­πού­δων τους αλ­λά εί­ναι και η δι­κή τους μου­σι­κή.
«Ναι αλ­λά δεν μπο­ρεί να κά­νει ο κα­θέ­νας ό,τι θέ­λει», εί­χε πει φα­νε­ρά εκνευ­ρι­σμέ­νη η αεί­μνη­στη Δό­μνα Σα­μί­ου, όταν κά­πο­τε ακού­σα­με μια δια­σκευή ενός πα­ρα­δο­σια­κού τρα­γου­διού. Προ­σω­πι­κά, μου άρε­σε αυ­τή η δια­σκευή, αλ­λά συμ­φώ­νη­σα μα­ζί της, κα­τα­νο­ώ­ντας το γε­νι­κό­τε­ρο σκε­πτι­κό ενός αν­θρώ­που που μό­χθη­σε όσο λί­γοι για να κα­τα­γρά­ψει τα πα­ρα­δο­σια­κά τρα­γού­δια και ανη­συ­χεί για τη μελ­λο­ντι­κή δια­χεί­ρι­σή τους από τους νε­ό­τε­ρους.
Έχω την εντύ­πω­ση ότι αν ζού­σε σή­με­ρα η Δό­μνα Σα­μί­ου θα ήταν πιο διαλ­λα­κτι­κή και μάλ­λον δεν θα ανη­συ­χού­σε τό­σο, διό­τι θα έβλε­πε πό­σο έχει εν­δυ­να­μω­θεί αριθ­μη­τι­κά και ποιο­τι­κά η ομά­δα των νέ­ων μου­σι­κών που με­λε­τούν τις πα­ρα­δό­σεις με γνώ­ση και σε­βα­σμό στους πα­λιούς μα­στό­ρους, αφή­νο­ντας ταυ­τό­χρο­να και το προ­σω­πι­κό τους απο­τύ­πω­μα, με τρό­πο που δι­καιο­λο­γεί τη δια­τύ­πω­ση ότι συ­νε­χί­ζουν την πα­ρά­δο­ση μέ­σα στο ευ­ρύ­τε­ρο πλαί­σιο της μι­κρο­ε­πε­ξερ­γα­σί­ας και της διαρ­κούς εξέ­λι­ξής της.
Εί­ναι εντυ­πω­σια­κά με­γά­λος ο αριθ­μός των νέ­ων αν­θρώ­πων που λει­τουρ­γούν μέ­σα σε αυ­τό το πλαί­σιο. Ει­δι­κό­τε­ρα αν συ­γκρι­θεί με τις προη­γού­με­νες γε­νιές. Επι­πλέ­ον, σε αντί­θε­ση με πα­λαιό­τε­ρες επο­χές, όταν στην πλειο­νό­τη­τά τους οι μου­σι­κοί λει­τουρ­γού­σαν απο­κλει­στι­κά με το έν­στι­κτο, οι νέ­οι μου­σι­κοί σή­με­ρα, χά­ρη στην ανα­γνω­ρι­σμέ­να υψη­λού επι­πέ­δου μου­σι­κή αλ­λά και γε­νι­κή εκ­παί­δευ­ση που έχουν ως κε­κτη­μέ­νο, εί­ναι ικα­νοί τό­σο να αντι­λαμ­βά­νο­νται και να ανα­λύ­ουν τα τε­χνι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της μου­σι­κής όσο και να το­πο­θε­τούν τον εαυ­τό τους στη θέ­ση του εξω­τε­ρι­κού πα­ρα­τη­ρη­τή, γε­γο­νός που ισχυ­ρο­ποιεί την επί­γνω­ση του δι­κού τους ρό­λου σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση. Για πα­ρά­δειγ­μα, η διά­κρι­ση του ρό­λου του μου­σι­κού σε ένα το­πι­κό δρώ­με­νο από αυ­τόν στη θε­α­τρι­κή σκη­νή μιας συ­ναυ­λί­ας. Και όλα αυ­τά, χω­ρίς να λη­σμο­νούν, να απαρ­νιού­νται ή να υπο­τι­μούν την προ­φο­ρι­κό­τη­τα και τον εν­στι­κτώ­δη τρό­πο των πα­λαιό­τε­ρων. Η προ­φο­ρι­κό­τη­τα, άλ­λω­στε, εξα­κο­λου­θεί να εί­ναι το βα­σι­κό εκ­παι­δευ­τι­κό ερ­γα­λείο εκ­μά­θη­σης της πα­ρα­δο­σια­κής μου­σι­κής σε όλες τις βαθ­μί­δες της εκ­παί­δευ­σης.
Η πα­ρα­τή­ρη­ση της ση­με­ρι­νής ευ­ρύ­τε­ρης ει­κό­νας της πα­ρα­δο­σια­κής μου­σι­κής, των φο­ρέ­ων της και όσων την αγα­πούν και την πα­ρα­κο­λου­θούν, συμ­με­τέ­χο­ντας ή μη, οδη­γεί στο συ­μπέ­ρα­σμα ότι δια­νύ­ει μια πε­ρί­ο­δο ακ­μής. Ταυ­τό­χρο­να, και μια πε­ρί­ο­δο επα­να­προσ­διο­ρι­σμού, η οποία εί­ναι μάλ­λον ανα­γκαία προ­κει­μέ­νου να δια­τη­ρή­σει τα ζω­τι­κά της χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά στη σύγ­χρο­νη επο­χή. Για πα­ρά­δειγ­μα, εί­ναι αξιο­ση­μεί­ω­το ότι στους αστι­κούς χώ­ρους όπου εμ­φα­νί­ζο­νται συ­γκρο­τή­μα­τα πα­ρα­δο­σια­κής μου­σι­κής, δη­μιουρ­γεί­ται μέ­σω της συμ­με­το­χής του νε­α­νι­κού συ­νή­θως κοι­νού, με χο­ρό και με τρα­γού­δι, ένα κλί­μα πα­νη­γυ­ριού, ένα αστι­κό πα­νη­γύ­ρι, που προ­σο­μοιά­ζει στα βα­σι­κά του χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά με τα πα­νη­γύ­ρια των κοι­νο­τή­των της υπαί­θρου. Σε άλ­λες πε­ρι­πτώ­σεις συν­δυά­ζο­νται πα­ρα­δο­σια­κά μου­σι­κά όρ­γα­να με ηλε­κτρι­κά ή και ηλε­κτρο­νι­κά όρ­γα­να. Εί­ναι άγνω­στο πού θα οδη­γή­σει αυ­τή η ζύ­μω­ση. Το βέ­βαιο εί­ναι ότι στη ση­με­ρι­νή αστι­κο­ποι­η­μέ­νη και δια­συν­δε­δε­μέ­νη κοι­νω­νία, την ευ­θύ­νη της απο­δο­χής των προ­τει­νό­με­νων αλ­λα­γών, την οποία εί­χαν πα­λαιό­τε­ρα οι ολι­γο­με­λείς κοι­νό­τη­τες της υπαί­θρου, την έχου­με πλέ­ον όλοι μας.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: