Ένα μοιρολόι και μια ρομαντική μπαλάντα: «Γιατί είναι μαύρα τα βουνά» και «Το Εξωτικό» του Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε

Γιατί είναι μαύρα τα βουνά

Γιατί είναι μαύρα τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα;
Μήν’ άνεμος τα πολεμά, μήνα βροχή τα δέρνει;
Κι ούδ’ άνεμος τα πολεμά, κι ουδέ βροχή τα δέρνει,
μόνε διαβαίνει ο Χάροντας με τους αποθαμένους.
Σέρνει τους νιους από μπροστά, τους γέροντες κατόπι,

τα τρυφερά παιδόπουλα στη σέλα αραδιασμένα.
Παρακαλούν οι γέροντες, κι οι νέοι γονατίζουν,
και τα μικρά παιδόπουλα τα χέρια σταυρωμένα:
«Χάρε μου, διάβ’ από χωριό, κάτσε σε κρύα βρύση,
να πιουν οι γέροντες νερό, κι οι νιοι
να λιθαρίσουν,
και τα μικρά παιδόπουλα λουλούδια να μαζώξουν.
Ανεί διαβώ ν-από χωριό, αν από κρύα βρύση,
έρχονται οι μάνες για νερό, γνωρίζουν τα παιδιά τους,
γνωρίζονται τ' αντρόγενα και χωρισμό δεν έχουν.


Albert Sterner, «Tο ξωτικό», περ. 1910
Albert Sterner, «Tο ξωτικό», περ. 1910



ΓIOXAN BOΛΦΓKANΓK ΦON ΓKAITE

Το Εξωτικό

Ποιος τα μεσάνυχτα καβαλικεύει;
Είν’ ο πατέρας με το παιδί·
το ’χει στα στήθια του και το χαϊδεύει
και κάπου σκύβει και το φιλεί.

— Παιδί μου, τι έκρυψες το πρόσωπό σου;
— Δε βλέπεις τ’ άγριο το ξωτικό,
πατέρα; πέρασε απ’ το πλευρό σου·
— Τα νέφια απλώνονται εις το νερό.

— Παιδί μου, έλα στη συντροφιά μου,
μ’ αρέσ’ η όψις σου η δροσερή,
περίσσια λούλουδα έχ’ η οχθιά μου,
κι έχ’ η μητέρα μου στολή χρυσή.

— Ακούς, πατέρα μου, ακούς τι λέει;
Με θέλει σύντροφο το ξωτικό·
— Παιδί μου, ησύχασε, τ’ αέρι κλαίει
σ’ άγριο χαμόδενδρο, θάμνο ξερό.

— Παιδί μου, έλα τι σε τρομάζει;
θα ’χεις τις κόρες μου για συντροφιά,
που όταν τη λίμνη μας νύχτα σκεπάζει,
χορεύουν εύθυμες στην αμμουδιά.

— Πατέρα, κοίταξε· δε βλέπεις πέρα,
σαν να χορεύουνε οι κορασιές;
— Παιδί μου, βλέπω απ’ τον αέρα,
κουνιούνται πένθιμα γριές ιτιές.

— Μ’ αρέσει η όψη σου, χρυσό μου αστέρι,
μα συ δεν έρχεσαι· σε παίρνω εγώ...
— Πατέρα, άπλωσε το άγριο χέρι,
πατέρα, μ’ έπνιξε το ξωτικό.

Τρέμει ο πατέρας του και τ’ άλογό του
κεντά και χάνεται σαν αστραπή·
φθάνει στη θύρα του... ωιμέ το γιο του
κρύο στον κόρφο του, νεκρό κρατεί.

[ μτφρ. Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος (Ζαν Μορεάς)]


Ένα από τα πιο γνωστά μοιρολόγια της δημοτικής μας ποίησης, η παραλογή Γιατί είναι μαύρα τα βουνά, την οποία μπορεί κανείς να τη βρει σε διαφορετικές παραλλαγές, φέρνει στο νου τη γνωστή ρομαντική μπαλάντα του Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε Το εξωτικό (Der Erlkönig, Ο βασιλιάς των ξωτικών). Το ποίημα αυτό μελοποιήθηκε το 1815 από τον νεαρό Φραντς Σούμπερτ, που απέδωσε μοναδικά την ένταση και το δραματικό στοιχείο στους δύο συντελεστές, στη φωνή και το πιάνο. Αξίζει να ακούσει κανείς το τραγούδι (Lied) όπως ερμηνεύεται από τον σπουδαίο Γερμανό βαρύτονο Dietrich Fischer-Dieskau, με τον Gerald Moore στο πιάνο, το 1958


αλλά και τη μελοποίηση του Carl Loewe, με τον ίδιο βαρύτονο:


Το δημοτικό τραγούδι, οι παραδόσεις και οι μύθοι εμπνέουν τον Γκαίτε και μάλιστα το θέμα του ποιήματος Το εξωτικό, που γράφτηκε το 1782, στηρίζεται στον γερμανικό μύθο για το κακό ξωτικό που ζει στον Μέλανα Δρυμό και παρασύρει παιδιά στον θάνατο. Χαρακτηριστικός είναι ο ρυθμός των στίχων που «απεικονίζει» την αγωνία, δημιουργεί τον ήχο των οπλών του αλόγου που τρέχει, ρυθμός ο οποίος αποδίδεται μοναδικά στο έργο του Φραντς Σούμπερτ.
Είναι γνωστό ότι ο Γκαίτε[1] ήρθε σε επαφή με ορισμένα δημοτικά τραγούδια λόγω της γνωριμίας του, στη λουτρόπολη Βισμπάντεν, με τον συλλέκτη δημοτικών τραγουδιών βαρόνο Βέρνερ φον Χαξτχάουζεν, και μάλιστα ότι από αυτά ξεχώρισε το μοιρολόι Γιατί είναι μαύρα τα βουνά. Λίγο μετά το 1815, στη Φρανκφούρτη, ο Γκαίτε, σε ένα από τα γνωστά φιλολογικά σαλόνια που διοργάνωνε, ενώπιον λογίων και ζωγράφων, μίλησε για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι και το χαρακτήρισε λαϊκό, δραματικό, επικό αλλά και λυρικό, όπως άλλωστε είχε τονίσει προηγουμένως και σε επιστολή του προς τον γιο του Αύγουστο. Νωρίτερα, σε ομιλία του στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, εξέφρασε την άποψη ότι οι παραστάσεις του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού είναι πρωτότυπες και για να υποστηρίξει την άποψή του, χρησιμοποίησε ως παράδειγμα την εικόνα των «δύο βουνών που μαλώνουν», κυρίως όμως επέμεινε στην παρουσίαση των σκηνών του τραγουδιού Γιατί είναι μαύρα τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα.
Ο συλλέκτης Βέρνερ φον Χαξτχάουζεν, ο οποίος διέθετε μια πλούσια συλλογή δημοτικών τραγουδιών, όσο ζούσε αυτοεξόριστος λόγω των Ναπολεόντειων πολέμων, στο Λονδίνο, και ασκούσε το ιατρικό επάγγελμα, συνάντησε ασθενείς Έλληνες ναυτικούς που τραγουδούσαν δημοτικά τραγούδια, τα οποία τον εντυπωσίασαν και γι’ αυτό τα κατέγραψε. Συνέχισε να τα καταγράφει και αργότερα, όταν βρέθηκε το 1814 στη Βιέννη, όπου γνώρισε τον Θεόδωρο Μανούσο, που τον βοήθησε να συγκεντρώσει πολλά δημοτικά τραγούδια, τα οποία είχε ακούσει από τη γιαγιά του.
Η συλλογή με τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια του Χαξτχάουζεν εκδόθηκε το 1935, ενώ, πολύ νωρίτερα, είχε προηγηθεί η έκδοση του πρώτου τόμου της δίτομης συλλογής του Κλωντ Φωριέλ Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, το 1824-1825. Με πηγή το έργο του Φωριέλ, ο Γερμανός ρομαντικός ποιητής Wilhelm Müller (1794-1824), γνωστός για τις ποιητικές συλλογές του Die schöne Müllerin και Die Winterreise, οι οποίες μελοποιήθηκαν από τον Φραντς Σούμπερτ, μετέφρασε ελληνικά δημοτικά τραγούδα και τα εξέδωσε το 1825, στη Λειψία, σε δύο τόμους, με τον τίτλο Τραγούδια ρωμαϊκά.
Το θέμα και των δύο έργων, του δημοτικού τραγουδιού και του ποιήματος Το εξωτικό, είναι ο θάνατος. Η ρομαντική μπαλάντα, το είδος στο οποίο ανήκει το ποίημα του Γκαίτε, έλαβε τη μορφή της από τη λαϊκή μπαλάντα, η οποία σ’ εμάς είναι γνωστή ως παραλογή. Πρόκειται για τραγούδι που αφηγείται με δραματικό τρόπο ένα και μόνο επεισόδιο.
Ο αναγνώστης παρατηρεί σε αυτά σημαντικά χαρακτηριστικά της δημοτικής ποίησης, όπως είναι η χρήση άσκοπων ερωτημάτων, καθώς περιέχουν και την απάντηση ή τη βεβαιότητα της κατάστασης, ακόμα και με τη χρήση της επανάληψης του αρνητικού «ουδέ», των κομβικών επαναλήψεων (άνεμος, βροχή, πολεμά, δέρνει, γνωρίζουν/γνωρίζονται, πατέρα, παιδί μου, ακούς) που σηματοδοτούν τη συναισθηματική φόρτιση, των υπερβολών και των υπερφυσικών δυνατοτήτων με την υιοθέτηση παράλογων και εξωλογικών στοιχείων, των τολμηρών προσωποποιήσεων, καθώς τα έμψυχα και τα άψυχα έχουν φωνή και λόγο, παθαίνουν και συμμερίζονται, συμπάσχουν και δρουν. Η φύση συμμετέχει ενεργά στη δράση του ολοκληρωμένου επεισοδίου, αντανακλώντας τις συνθήκες μέσα στις οποίες κινούνται και αισθάνονται τα πρόσωπα: χαρά, φόβο, αγωνία, λύπη. Ο διάλογος και στις δύο περιπτώσεις, στο δημοτικό τραγούδι και στο ποίημα του Γκαίτε, αλλά και οι προσωποποιήσεις, όπως «τα βουνά που στέκουν βουρκωμένα» και «τ’ αέρι κλαίει», δηλώνουν τη συναισθηματική ένταση και τη συνειδητοποίηση μιας ακραίας στιγμής, του επερχόμενου και αναπόφευκτου θανάτου, του «θριάμβου της φθοράς», από τον οποίο δεν εξαιρούνται ούτε οι νέοι ούτε τα παιδιά, καθώς όλοι και όλα υπόκεινται στον νόμο της αποσύνθεσης και του οριστικού τέλους.
Στο δημοτικό τραγούδι η απάντηση στα ερωτήματα δίνεται μέσω των εικόνων στις οποίες αποτυπώνεται η αναπόφευκτη πραγματικότητα. Κι εδώ με τον στίχο «τα τρυφερά παιδόπουλα στη σέλα αραδιασμένα» υπονοείται ότι τα παιδιά είναι πάνω σε άλογο -αυτό που τρέχει σαν τον χρόνο-, όπως και στο ποίημα του Γκαίτε, στο οποίο, μάλιστα, ο Χάροντας αποκαλεί «παιδί μου» το αγόρι. Η προσφώνηση αυτή προκαλεί σύγχυση, αφού μπορεί να ταυτιστεί ο ίδιος ο πατέρας με τον Χάροντα, εκείνος που δίνει ζωή με αυτόν που την αφαιρεί, με την αντίφαση που ενυπάρχει στη φύση: δημιουργία και φθορά. Το νερό, η κρύα βρύση στη μία περίπτωση, η οποία ταυτίζεται με τη ζωή, η λίμνη στην άλλη, που όμως βρίσκεται στον άχρονο τόπο, υποδηλώνουν τις δύο όμοιες αλλά και διαφορετικές ταυτοχρόνως πλευρές της πραγματικότητας, η οποία παραπέμπει στην αναγνώριση πως ό,τι γεννιέται πεθαίνει.
Πουθενά, στα δύο ποιήματα, δεν συναντώνται δηλώσεις, μόνο μεταφορές προσωποποιήσεις και συνδηλώσεις, με την εικονοποιία να δημιουργεί αρμονική σχέση, σχέση αποδοχής του αναπόφευκτου, μεταξύ του εικονιζόμενου και του αναγνώστη, μολονότι και στις δύο περιπτώσεις η παράκληση να αποφευχθεί το μοιραίο γίνεται με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο. Στο δημοτικό τραγούδι ζητείται να περάσει ο Χάρος από την κρύα βρύση για να πιουν οι γέροντες νερό και οι νέοι να λιθαρίσουν, να παίξουν δηλαδή με τις πέτρες, και τα παιδιά να μαζέψουν λουλούδια. Στο ποίημα του Γκαίτε, το παιδί, που είναι άρρωστο και φοβάται, απευθύνεται με αγωνία στον πατέρα και ζητεί τη βοήθειά του για να σωθεί από το βέβαιο τέλος που αισθάνεται ότι πλησιάζει. Τα σημάδια, ωστόσο, κρατούν τον γονιό μακριά από την πραγματικότητα, εφόσον δεν μπορεί να αποδεχτεί τη δυσάρεστη αλήθεια, με αποτέλεσμα να καθησυχάζει το παιδί του με λόγια τρυφερά. Παράλληλα, η απόρριψη του μοιραίου υποδηλώνεται με τους τελευταίους στίχους, στο τραγούδι Γιατί είναι μαύρα τα βουνά, και ιδιαιτέρως με τον ακροτελεύτιο, στον οποίο φαίνεται ότι οι ζωντανοί δεν συμβιβάζονται με την απώλεια των αγαπημένων τους, με αυτήν την παράλογη αλλά αδήριτη πραγματικότητα.
Οι τολμηρές εικόνες και το εξωπραγματικό ή παράλογο στοιχείο αποτυπώνουν μοναδικά και στο δημοτικό τραγούδι αλλά και στο ποίημα του Γκαίτε την αντίφαση της ζωής, την αγωνία της ύπαρξης αλλά και το εφήμερο της ομορφιάς, τη ματαιότητα εντέλει των πραγμάτων.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: