Το '21 πηγή εμπνεύσεως

Ο Ζ. Παπαντωνίου ζωγραφισμένος από τον Κ. Παρθένη (δεκαετία του 1920). Εθνική Πινακοθήκη
Ο Ζ. Παπαντωνίου ζωγραφισμένος από τον Κ. Παρθένη (δεκαετία του 1920). Εθνική Πινακοθήκη



Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου για τον Κλωντ Φωριέλ



Πρώτος ο Γάλλος φιλόλογος και ιστορικός Κλωντ Φωριέλ (1772-1844) εξέδωσε ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Το 1824-1825, στο Παρίσι. Στην καρδιά της Επανάστασης. Καταλληλότερη στιγμή δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Ο εμφύλιος είχε κάμψει τον φιλελληνισμό και, πολύ χειρότερα, εξέθετε την ίδια την Επανάσταση στον κίνδυνο της συντριβής της. Το δίτομο έργο του Φωριέλ προσέφερε νέα πνοή στο φιλελληνικό κίνημα αλλά και νέο περιεχόμενο.
Στα περίφημα Προλεγόμενά του, ο Φωριέλ, που δεν ταξίδεψε ποτέ στην Ελλάδα, μετά δε την έκδοση των Ελληνικών δημοτικών τραγουδιών δεν ξαναασχολήθηκε με οτιδήποτε ελληνικό, εγκαλεί τους λόγιους της Ευρώπης που «δεν μιλούν για την Ελλάδα παρά για να θρηνήσουν τον χαμό του αρχαίου της πολιτισμού». Αντίθετα, τους νέους Έλληνες «δεν τους λογάριασαν καθόλου, ή αν μίλησαν γι' αυτούς, το έκαμαν στα πεταχτά μονάχα, και για να τους χαρακτηρίσουν φυλή τιποτένια, ξεπεσμένη σε σημείο που να αξίζει μόνο την περιφρόνηση, ή τη λύπηση των καλλιεργημένων ανθρώπων».*
Η έκδοση του Φωριέλ είναι ένα σπουδαίο φιλολογικό γεγονός αλλά, ταυτόχρονα, και μια απαράμιλλη συμβολή στον αγώνα των Ελλήνων. Σπάνιες φορές η λέξη «οφειλή» κυριολεκτεί όσο εδώ. Οφειλή των Ελλήνων απέναντι στον Φωριέλ, των εξεγερμένων το 1821 αλλά και των απογόνων τους – εις το διηνεκές. Αυτό ένιωσε ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου το 1824, στα εκατό χρόνια της σημαδιακής έκδοσης. Και έγραψε στην εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος, στις 25 Μαρτίου, το κείμενο που αναδημοσιεύουμε εδώ (στο μονοτονικό, για τεχνικούς λόγους).
Το άρθρο του Καρπενησιώτη λογοτέχνη και δημοσιογράφου μού το υπέδειξε ο φίλος Κωνσταντίνος Τσιώλης, αφιερωμένος ιστοριοδίφης, που μου το έστειλε και φωτογραφημένο. Τον ευχαριστώ θερμά και από εδώ.

Παντελής Μπουκάλας

*Βλ. Claude Fauriel, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, τόμ. Α΄: Η έκδοση του 1824-1825, εκδοτική επιμέλεια Αλέξης Πολίτης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1999, σ. 17. Ο δεύτερος τόμος της συγκεκριμένης έκδοσης περιέχει Ανέκδοτα κείμενα, κριτικά υπομνήματα, παράρτημα και επίμετρα. Περίπου μισόν αιώνα νωρίτερα είχε εκδοθεί ο τόμος Claude Fauriel, Δημοτικά τραγούδια της συγχρόνου Ελλάδος, εισαγωγή Νίκος Α. Βέης (Bees), μετάφραση Απ. Δ. Χατζηεμμανουήλ, Χ. Τερζόπουλος – Ν. Νίκας, Αθήνα 1955.


Το '21 πηγή εμπνεύσεως

Εύκολον είνε να εννοηθή ο αντίκτυπος που είχεν εις την Ευρωπαϊκήν φιλολογίαν η επανάστασις του ’21. Εις την επανάστασιν αυτήν το αετόπουλο της ρωμαντικής ποιήσεως ευρήκε την τροφήν που του εδυνάμωνε τα φτερά και το ωδηγούσε να πετάξη επάνω από τους κρημνούς και τας αβύσσους. Ο ρωμαντισμός, η φιλολογία της εποχής εκείνης, εγεννήθη ολίγα χρόνια προ του ελληνικού κινήματος. Ήτον η προσωπική τέχνη. Ορμητική, καθώς η φαντασία που ήτο το στοιχείον της, διαλαλούσε το ανικανοποίητον του ατόμου, τα δικαιώματα της φαντασίας επί της λογικής, την κούρασιν της ανθρωπίνης ψυχής από τας διαψεύσεις, τον πόθον της θρησκείας, την δίψαν του μυστηρίου και του απείρου.
Αλλά θεμελιώδες επίσης γνώρισμα του ρωμαντισμού ήτο η έλξις του προς το μακρυνόν, εν τόπω και χρόνω, προς το ασυνήθιστον και το θαυμάσιον. Την έλξιν αυτήν με μία λέξιν ωνόμασαν εξωτισμόν. Δίψα μακρυνών τόπων, εντρύφησις εις την αλλοτροπίαν της μορφής των και των ηθών των, οξύ ενδιαφέρον για το «τοπικόν χρώμα», πάθος για την δημοτικήν ποίησιν και για τα συνολικά κατορθώματα λαών νέων που έρχονται να πάρουν την θέσιν των εις την ηθικήν και την ιστορίαν. Επομένως η λέξις «φιλελληνισμός» των εποχών εκείνων μίαν σημασίαν κυρίως έχει: την συγκίνησιν και την ζωτικότητα που ησθάνθη η ρωμαντική ποίησις από μίαν εθνικήν εξέγερσιν αφθονούσαν εις τα ανωτέρω στοιχεία, όπως η ελληνική. Ο ενθουσιασμός που εγέννησεν εις την Ευρώπην το ένδοξον κίνημα του μικρού λαού έθρεψε και δυνάμωσε την νέαν ποιητικήν σχολήν.
Ο μικρός λαός που τιτανομαχεί, οι χωριάτες και οι θαλασσινοί του που αναπηδούν έξαφνα στρατηγοί και ναύαρχοι, οι Κανάρηδες που ανάβουν τα φοβερά πυροτεχνήματα της δικαιοσύνης επάνω από τα κατεστραμμένα μαύρα νησιά, έγιναν το προσφιλές μοτίβο του ρωμαντισμού.
Λυρικοί ποιηταί, καλοί και μέτριοι, τραγουδούν την Ελλάδα, γύρω στον Ουγκώ και τον Λαμαρτίνον. Αλλά το μεγάλο γεγονός ήτο η έκδοσις των «Δημοτικών τραγουδιών της Ελλάδος» από τον Γάλλον Φωριέλ, στα 1824. Τότε πραγματικώς είδεν η Ευρώπη ποιος λαός είχε σηκωθή κατά της ασιατικής Αυτοκρατορίας. «Τι κατάπληξις!» γράφει για το βιβλίον αυτό ένας ιστορικός. «Τι σεισμός για τις φαντασίες! Τι απρόοπτες αποκαλύψεις εξωτισμού! Όλα πραγματικώς είνε νέα σ’ αυτόν τον λαόν. Τοπεία, ήθη, ενδυμασίες, γιορτές, γάμοι, κηδείες, τραγούδια. Ο φιλελληνισμός ανανέωσε την τέχνην. Της έδωσε τη ζωή, το φως, την ευμορφιά».
Η δίψα του ρωμαντισμού ήτο ν’ αποκαλύπτη λαούς. Για τούτο εχρειάζοντο άνθρωποι κατάλληλοι, όπως ο Κλαύδιος Φωριέλ. Γνωρίζει μόνον εκείνος που μπορεί ν’ αγαπήση. Για να μελετηθή ένας λαός χρειάζεται βαθύ συναίσθημα συμπαθείας, ωδηγημένον από ειδικήν αντοχήν εις την γλωσσομάθειαν και από τα εφόδια εκείνων που συνδυάζουν τον ποιητήν μαζύ και τον επιστήμονα. Ο Φωριέλ ήτον ο τύπος τέτοιου ερευνητού. Έζησε τας νεκράς και ζωντανάς γλώσσας. Εγνώριζε τα σανσκριτικά. Κατώρθωσε να γίνη τέλειος γνώστης της Γερμανικής, της Ιταλικής, της Ισπανικής, της Προβηγκιανής, της Νεοελληνικής. Πριν ασχοληθή με την Ελλάδα είχε δημοσιεύσει πλήθος μελετών και μεταφράσεων, μεταξύ των οποίων είνε η μελέτη του για τον Δάντην και την Ιταλικήν φιλολογίαν και η ιστορία της Προβηγκιανής φιλολογίας. Εύκολον είνε να εννοηθή με τι δισταγμούς ένας τέτοιος επιστήμων απεφάσισε να παρουσιάση εις το Γαλλικόν κοινόν τους δύο του τόμους για την δημοτικήν ποίησιν της Ελλάδος. Η ενθάρρυνσις και η συμβουλή του φίλου του Κοραή, η εξονύχισις των κειμένων μαζί του, η ακούραστος έρευνα που έκαμε ο Φωριέλ του Ελληνικού λαού, εργασία για την οποίαν μαρτυρεί ο μνημειώδης πρόλογός του, έδωσαν την γαλήνην εις την επιστημονικήν συνείδησίν του και το έργον του είδε το φως, θαυμαστός καρπός κριτικής εργασίας και αφοσιώσεως.
Με συγκίνησιν αναφέρει, εκτός του Κοραή, μερικά ονόματα άλλων συνεργατών του, αγαθών Ελλήνων του εξωτερικού, που για πρώτην και τελευταίαν φοράν είδαν δημοσιευμένον το όνομά των εις επιστημονικόν έργον, διότι του προσέφεραν απλώς την βοήθειαν της μητρικής των γλώσσης. Ονομάζονται Κλωνάρης, Μακρής, Μαυρομμάτης, Τριαντάφυλλος. Και πόσοι άλλοι άγνωστοι Έλληνες να υπήρξαν τάχα συνεργάται του, ταπεινοί μετανάσται, τραγουδισταί της λαϊκής μας ποιήσεως, τους οποίους συνήντησε «στα χάνια της Κωνσταντινουπόλεως και της Οδησσού», εκεί όπου έτρεχεν ο προφορικός αυτός θησαυρός της ποιήσεως και της μελωδίας!
Εκατό χρόνια πέρασαν ακριβώς από το 1824, το έτος της εκδόσεως των ελληνικών τραγουδιών του Φωριέλ, και το έργον του δεν έχασε τίποτε εις νεότητα και αλήθειαν. Το βιβλίον αυτό εδημιούργησε το ρεύμα των εθνικών φιλολογιών εις την Ευρώπην. Αυτό εσημείωσε την εμφάνισιν του «φολκλόρ».
Χαρακτηριστικόν είνε ότι η συλλογή, μέσα εις τόσα ανώνυμα έργα της ελληνικής ψυχής, περιλαμβάνει και ένα προσωπικόν έργον, τα ποιήματα του Ρήγα του Φεραίου. Τόσον είνε αλήθεια ότι μερικά έργα δια την κοινωνικήν σημασίαν και την έκτασιν που λαμβάνουν χάνουν εντελώς τον προσωπικόν των χαρακτήρα και διαλύονται εις την μεγάλην δημοτικήν θάλασσαν, εις την κοινήν λυρικήν συνείδησιν, την οποίαν εδημιούργησαν, ή τουλάχιστον απήχησαν. «Στα 1817», διηγείται ο Φωριέλ, «ένας φίλος μου Έλλην εταξείδευεν εις την Μακεδονίαν, συνοδευόμενος από Έλληνα καλόγερον. Σε κάποιο μαγαζί όπου στάθηκαν να ξεκουρασθούν τους έκαμε κατάπληξιν η εμφάνισις ενός νεαρού Ηπειρώτου που υπηρετούσεν εκεί. Θαυμαστής κορμοστασιάς νέος, εργάτης, με το στήθος, τα μπράτσα και τα πόδια γυμνά, με την υπερήφανη ευμορφιά του, ήτον ένα εναρμόνισμα ευγραμμίας και δυνάμεως. Εκύτταζε προσεκτικά τους δύο ξένους, και ρώτησε τον πρώτον. – Ξέρεις γράμματα; –Ναι του απήντησεν εκείνος. Το παιδί τον παρεκάλεσε τότε να βγουν έξω σ’ ένα χωράφι περιτοιχισμένο. Το ακολούθησε. Εκάθησαν σε μια πέτρα. Ο νέος Ηπειρώτης έχωσε το χέρι του στο στήθος κι έβγαλε μια φυλλάδα κρεμασμένην με σπάγγο από το λαιμό του. Εζήτησε από τον ξένον να διαβάση μεγαλοφώνως. Ήσαν στίχοι του Ρήγα… Ο ξένος εδιάβαζε. Όταν σήκωσε τα μάτια στον νέον Ηπειρώτην τον είδεν αγνώριστον. Το πρόσωπόν του είχεν ανάψει. Τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι από τα μάτια του. – Για πρώτη φορά τ’ ακούς αυτά; ερώτησεν ο ξένος. – Όχι, απήντησεν ο νέος, κάθε φορά που περνά γραμματισμένος από δω, ζητώ και μου τα διαβάζει.
Το επεισόδιον αυτό που διηγείται ο Φωριέλ αρκεί να δικαιολογήση την θέσιν που έλαβαν τα τραγούδια του Φεραίου μέσα εις το βιβλίον εκείνο της εθνικής ψυχής.
Εύκολον είνε να φαντασθώμεν την επιρροήν του βιβλίου εις την πολυτάραχον και νεανικήν ακόμη ψυχήν του 19ου αιώνος. Όπως η σπουδή των εθνικών φιλολογιών και ο φιλελληνισμός είνε δημιούργημα της εργασίας του Φωριέλ. Είνε η συγκίνησις από την ηθικήν ωραιότητα ενός λαού. Ο κόσμος είδεν εις τα Δημοτικά Τραγούδια της Ελλάδος τα αθάνατα ηθικά στοιχεία που σχηματίζουν τας ραψωδίας και τας κοινωνίας, εκφρασμένα εις ασύγκριτον μορφήν, με συντομίαν και με αυστηρότητα μοναδικήν εις την λαϊκήν ποίησιν όλου του κόσμου. Είδε μίαν νέαν Ελλάδα, σκορπισμένον έπος ενός σκορπισμένου έθνους, του οποίου η ενότης την στιγμήν εκείνην συνετελείτο εναντίον όλων των εχθρικών δυνάμεων. Τι άλλο εχρειάζετο για να φλογίση την νέαν τότε ρωμαντικήν σχολήν; Με την αποκάλυψιν μιας νέας λαϊκής ποιήσεως, και τόσο μεγάλης, ενός τοπικού χρώματος τόσον ζωηρού, ο ρωμαντισμός ησθάνθη να ικανοποιείται η ηθική του δίψα, το συναίσθημα του θαυμασμού, η ορμή της φαντασίας του, ο πόθος του για το φανταστικόν και το μυστηριώδες.
Ικανοποιείτο ακόμη η έλξις του προς την «εικόνα». Ακαταμάχητος τάσις για την σχολήν αυτήν που είχε κτυπήσει την λογικήν. Ο ρωμαντισμός απεμακρύνθη από τας ιδέας, και διψούσε για εικόνας. Κυνηγούσε την λάμψιν και το χρώμα στην ζωήν των συγχρόνων λαών, Ιταλών, Ισπανών, βορείων Ευρωπαίων. Εθέλγετο από την έξαρσιν και την υπερβολήν. Εις το πρόγραμμά του τέλος ήτο η συμφιλίωσις του ιδεώδους και της ζωής. Και εις τα ελληνικά τραγούδια εύρισκε κάποιαν ικανοποίησιν αυτής της διαθέσεως. Ήσαν η ποίησις και η πραγματικότης μαζί.

«Η αναλογία που υπάρχει μεταξύ του συναισθήματος των Κλεφτών και του πνεύματος των αγνώστων τραγουδιστών της Κλεφτουριάς», λέγει ο Φωριέλ, «με κάμνει να πιστεύσω πως οι ποιηταί αυτοί θα μπορούσαν να πολεμήσουν καθώς οι κλέφτες και οι πολεμισταί θα ήσαν ικανοί να τραγουδήσουν καθώς εκείνοι». Αυτή ήτο η επιρροή του βιβλίου. Οι τουρκομάχοι ζητούσαν την ελευθερίαν των από την Ευρώπην. Αλλά δεν εφαντάστηκαν ποτέ τι προσέφεραν οι ίδιοι στην Ευρώπην. Δεν ζυγίζονται ποτέ αι ηθικαί υπηρεσίαι.
Η μεγάλη και φλογερά σχολή του 19ου αιώνος, ο ρωμαντισμός, από τον Μπάυρον ως τον μέτριον ποιητήν, είνε βαθύτατα επηρεασμένη από την ελληνικήν Επανάστασιν. Ο φιλελληνισμός υπήρξε παράγων της ευρωπαϊκής τέχνης του 19ου αιώνος, και τον φιλελληνισμόν τον εδημιούργησε κυρίως η μετάφρασις των τραγουδιών μας από τον Φωριέλ, «σεισμός για τις φαντασίες». Εφάνη στα 1824. Συμπληρώνονται εκατό χρόνια. Δεν θα έπρεπε να εορτάσωμεν και αυτό το ιωβηλαίον, αφού όλα συνέχονται;

ΖΑΧ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: