Τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια και η παραδοσιακή θρησκευτικότητα του λαού

Γιώργος Σικελιώτης, «Τα κάλαντα», 1962. Συλλογή Μουσείου Μπενάκη
Γιώργος Σικελιώτης, «Τα κάλαντα», 1962. Συλλογή Μουσείου Μπενάκη




___________________
Η     Π Ε Ρ Ι Π Τ Ω Σ Η     Τ Ω Ν     Κ Α Λ Α Ν Τ Ω Ν     Τ Ο Υ     Δ Ω Δ Ε Κ Α Η Μ Ε Ρ Ο Υ

___________________

Το φαινόμενο της παραδοσιακής θρησκευτικής συμπεριφοράς, καθώς διέπει και χαρακτηρίζει ολόκληρο το πολιτισμικό σύστημα μιας κοινότητας, αντανακλάται και στις διάφορες μορφές του έντεχνου λαϊκού λόγου, είτε με τη μορφή θρησκευτικών παραδόσεων και τραγουδιών είτε με τη μορφή απηχήσεων σε άλλα είδη της τέχνης του λόγου, όπως οι παροιμίες και τα παραμύθια. Σημαντική ωστόσο πυκνότητα στοιχείων παραδοσιακής θρησκευτικής συμπεριφοράς υπάρχει στα κείμενα των δημοτικών τραγουδιών, καθώς αυτά πραγματικά διαχέονται σε πολλές από τις κατηγορίες τους. Σε όσα ακολουθούν, ενδεικτικά, θα ασχοληθούμε με τα τελετουργικά τραγούδια του ετήσιου εορτολογικού κύκλου, και ιδίως με τα κάλαντα των εορτών του Δωδεκαημέρου.
Ο Νικόλαος Πολίτης, κατατάσσοντας, το 1914, τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια, προέβλεψε ιδιαίτερες κατηγορίες, υπό τους τίτλους Κάλαντα (αρ. 8) και Βαΐτικα (αρ. 9), για να ταξινομήσει τα τραγούδια που χρησιμοποιούνταν σε εθιμικές, αγερμικής κατά κανόνα φύσης, εκδηλώσεις του ετήσιου εορτολογικού κύκλου.[1] Πρόκειται για τραγούδια που εντάσσονται στα έθιμα των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς, των Θεοφανείων, της 1ης Μαρτίου, του Σαββάτου του Λαζάρου κ.λπ., και τα οποία ο Στίλπων Κυριακίδης, περίπου μια δεκαετία μετά, τα ενσωμάτωσε στην ευρύτερη κατηγορία των τραγουδιών των «συναφών προς εορτάς και έθιμα»[2], και τα οποία αργότερα εξετάστηκαν ξανά από τη Μαρία Μιχαήλ-Δέδε.[3] Αναφέρω, για παράδειγμα, ενδεικτικά δύο τέτοια τραγούδια, ένα λαζαρικό, από χωριά του Μπουρνόβα της Σμύρνης,[4] και ένα της γνωστής κατηγορίας του Θρήνου της Παναγίας, που έχει μελετηθεί επισταμένα από τον Bertrand Bouvier.[5] 
Στην περίπτωση του Θρήνου της Παναγίας μάλιστα διαπιστώνεται και μια πρώτη σχέση με τη λειτουργική ζωή, καθώς αυτός απαγγέλλεται στον ναό κατά τη Μεγάλη Παρασκευή, ή και τη Μεγάλη Πέμπτη, στα ενδιάμεσα των επαλλήλων ακολουθιών, ενώ τα λαζαρικά τραγούδια ανήκουν σε ένα ευρύτερο εθιμικό πλαίσιο, καθώς συνοδεύουν εξωεκκλησιαστικά (με τη λατρευτική έννοια) έθιμα, που όμως υπάγονται οργανικά στο σύνολο της παραδοσιακής θρησκευτικής συμπεριφοράς. Και στις δύο, πάντως, περιπτώσεις οι επιδράσεις από τη λόγια εκκλησιαστική γλώσσα είναι έντονες, γεγονός που παρατηρείται και στα υπόλοιπα κείμενα της ίδιας κατηγορίας (κάλαντα κ.λπ.).
Εδώ, όπως και στην αρχή αναφέρθηκε, δεν θα ασχοληθούμε με τα σαρακοστιανά, τα λαζαρικά,[6] τα μεγαλοβδομαδιάτικα και εν γένει τα εθιμικά και τελετουργικά δημοτικά τραγούδια του ετήσιου εορτολογικού κύκλου, για τα οποία αρκετή και επαρκής είναι ήδη η υπάρχουσα βιβλιογραφία. Θα διατυπώσουμε μόνο ορισμένες παρατηρήσεις σχετικές με τα κάλαντα των τριών μεγάλων εορτών του Δωδεκαημέρου, όπως αυτά διαχρονικά έφτασαν μέχρι τις μέρες μας, ως αποτυπώσεις της παραδοσιακής θρησκευτικής συμπεριφοράς και της νεωτερικής λαϊκής θρησκευτικότητας των Ελλήνων.
Μια προσεκτική ματιά στους στίχους των τραγουδιών ς της εν λόγω κατηγορίας αποδεικνύει ότι αυτά χαρακτηρίζονται από πολύ μεγαλύτερη πολυμορφία από όση κανείς θα περίμενε αρχικά· από την άλλη πλευρά, το φαινόμενο της θρησκευτικής ποίησης, που περιλαμβάνει επίσης ορισμένα εκτενή στιχουργήματα ή ρίμες, ψυχωφελή αλφαβητάρια,[7] λαϊκές προσευχές και κατηχητικά ποιήματα, μέρος των οποίων κατατάσσεται συνήθως στα παιδικά τραγούδια, αν και αισθητικά υποβαθμίστηκε από τον Στίλπωνα Κυριακίδη, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και μαρτυρεί για την παραδοσιακή θρησκευτική συμπεριφορά, γι’ αυτό και χρειάζεται μια νέα, επισταμένη και συνολική ερμηνευτική αντιμετώπιση. Το ίδιο συμβαίνει και με τα πολυπληθή θρησκευτικά στοιχεία που βρίσκονται σε άλλες κατηγορίες δημοτικών τραγουδιών (επικλήσεις αγίων, αναφορές σε αντιλήψεις, μνείες λατρευτικών πρακτικών κ.λπ.) και τα οποία χρειάζονται μεθοδική συγκέντρωση και κατάταξη, ώστε να αξιοποιηθούν από τη σχετική λαογραφική έρευνα.
Η Ελληνική Λαογραφία κατέγραψε και μελέτησε τα κάλαντα, καθώς σχετίζονταν και με τις γιορτές του ετήσιου εορτολογικού κύκλου. Πολλά σχετικά κείμενα έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά και εφημερίδες, ενώ έχουν περιληφθεί σε ανθολογίες δημοτικών τραγουδιών, ενίοτε δε υπάρχουν και ορισμένες μελέτες για αυτά.[8] Σε κάθε περίπτωση, τα κάλαντα ενσωματώνονται στο εθιμικό περιβάλλον τους, και συνήθως δεν μελετώνται αυτόνομα ως ποιητικά κείμενα, δεδομένου ότι θεωρούνται από τους μελετητές μειωμένης ποιητικής αξίας, ακόμη κι αν αυτό δεν διατυπώνεται ξεκάθαρα και με σαφήνεια.
Η άμεση και οργανική σχέση των τραγουδιών αυτών με το εθιμικό και τελετουργικό πλαίσιο και η ουσιαστική σημασία της συνεκτίμησης του τελευταίου κατά τη μελέτη τους προσφέρει, νομίζω, σημαντικές ερμηνευτικές προοπτικές για τα δημοτικά τραγούδια που σχετίζονται με την παραδοσιακή θρησκευτική συμπεριφορά. Αυτό έχει διαπιστωθεί ήδη από τη σχετική βιβλιογραφία, καθώς μελετητές όπως ο Βάλτερ Πούχνερ έδειξαν με σαφήνεια τις θεματολογικές συγγένειες ανάμεσα στα ελληνικά κάλαντα και στα αντίστοιχα των λαών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.[9] 
Μπορεί στις περιπτώσεις αυτές οι στίχοι συχνά να μην ταυτίζονται, το εθιμικό περιβάλλον όμως είναι πάντοτε παρόμοιο, οι εορτολογικές στιγμές συγκρίσιμες και οι ευετηρικές προσδοκίες συμβατές στην παράδοση των βαλκανικών λαών. Κι αυτό οδηγεί τελικά σε παρόμοιου περιεχομένου κείμενα, με την περιγραφή των θρησκευτικών γεγονότων που εορτάζονται, και με τη διατύπωση τελετουργικών ευχών στην διαβατήρια περίσταση κάθε εορτής.
Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι έντονα διαβατήριο χαρακτήρα είχε, στον παλαιότερο αγροτοκτηνοτροφικό λαϊκό πολιτισμό, όχι μόνο το Δωδεκαήμερο συνολικά, αλλά και η κάθε γιορτή του ξεχωριστά: σε μια εποχή που έλειπε η επιστήμη και η πρόσληψη της φύσης ήταν μαγική και συνειρμική, οι ευχές στις κρίσιμες ώρες των «περασμάτων» ήταν πολύτιμα δώρα, που θεωρούνταν ότι εισακούγονταν από τα χθόνια πνεύματα, τα οποία λόγω της οριακής περιόδου είχαν κατακλύσει τον «Πάνω Κόσμο». Τα κάλαντα λοιπόν λειτουργούσαν με τον τρόπο αυτό στη λαϊκή συνείδηση και την εορταστική τελετουργική πρακτική, κι αυτό τα καθιστούσε κοσμαγάπητα.
Το πέρασμα στην εποχή της νεωτερικότητας, όπως και στη συνέχεια θα καταδειχθεί, στέρησε μεν από τα κάλαντα αυτή την πτυχή της κοινωνικής σημασίας τους, καθώς όμως διατηρήθηκε η συνείδηση της εορταστικής χρήσης τους, σε συνδυασμό με την ενδιάθετη νοσταλγία των ημερών, αυτά διατηρήθηκαν, σε άλλο όμως κοινωνικό, πολιτισμικό και τελετουργικό περιβάλλον. Στις μέρες μας τα κάλαντα έχουν πλήρως εκκοσμικευθεί, υπό την έννοια ότι δεν υφίσταται η παλαιά αίσθηση της ιερότητάς τους και της μαγικοθρησκευτικής λειτουργικότητάς τους, συνεχίζουν όμως να αποτελούν αναπόσπαστα «εορταστικά σύμβολα», υπό την έννοια ότι είναι πλήρως αναγνωρίσιμα ως οργανικά κομμάτια του εορτασμού του Δωδεκαημέρου, σε ένα περιβάλλον απομαγευμένο και αποϊεροποιημένο, κοινωνικού πλέον χαρακτήρα και ψυχαγωγικού σκοπού. Και αυτές είναι οι συνθήκες εντός των οποίων αναπαράγονται και λειτουργούν σήμερα.
Από την άλλη πλευρά, η συμβολική γλώσσα των συγκεκριμένων τραγουδιών, όπως διατηρείται ως τις μέρες μας, παρουσιάζει λ.χ. αντιστοιχίες με τη συμβολική γλώσσα των εθίμων που συνοδεύουν, αφού ως οργανικό σύνολο εντάσσονται στην παραδοσιακή λειτουργικότητα της κοινωνίας, όπου δομές και μορφές υπάρχουν και ενεργοποιούνται μέσα σε ένα συμβολικό και τελετουργικό πλαίσιο, όχι καθαυτές αλλά στην τελετουργική και χρηστική τους συνάρτηση. Γι’ αυτό και συχνά βλέπουμε γλωσσικές παρανοήσεις στην απόδοσή τους (π.χ. και δεν μας καταδέχεται αντί του αρχικού και ορθού Άρχοντες το κατέχετε, που ωστόσο είχε σχέση με παλαιότερες κοινωνικές δομές), που αντικατοπτρίζουν αυτήν ακριβώς την μεταβολή, και τον συνακόλουθο μετασχηματισμό της κοινωνίας μας από παραδοσιακή σε νεωτερική – ενίοτε δε και μετανεωτερική.
Τα κάλαντα, που ήδη προαναφέρθηκαν, παρουσιάζουν ενδιαφέρον κυρίως ως εκφράσεις των βαθύτερων προσδοκιών και αιτημάτων του λαϊκού ανθρώπου, αφού αποτελούν λαϊκά θρησκευτικά τραγούδια, που κατά κύριο λόγο ψάλλονται από αγερμούς παιδιών στα σπίτια, κατά την παραμονή κάποιας μεγάλης θρησκευτικής εορτής, προπάντων δε κατά τις εορτές του Δωδεκαημέρου και τις παραμονές τους. Πρόκειται για κείμενα απλά, ευχετικά και περιγραφικά των εορτολογικών στιγμών, κοσμαγάπητα και ευρέως διαδομένα, που απασχολούν τη λαογραφική μελέτη και αποτελούν συνήθως αγαπημένο θέμα των σχετικών εθνογραφικών περιγραφών και καταγραφών.
Ως γνωστόν, με τη γιορτή των Χριστουγέννων ξεκινά μια περίοδος εορτασμού δώδεκα ημερών, το γνωστό Δωδεκαήμερο, που τελειώνει με τον εορτασμό των Θεοφανίων. Στις παραμονές των εορτών που σηματοδοτούν το Δωδεκαήμερο (Χριστούγεννα, Περιτομή του Χριστού – του αγίου Βασιλείου, Φώτα) ψάλλονται τα κάλαντα από μικρές ομάδες, κυρίως παιδιών. Η σκηνή της εκτέλεσής τους είναι γνωστή και ιδιαιτέρως οικεία στο λαό: παραμονή Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και Θεοφανείων, από το πρωί, τα παιδιά και οι έφηβοι γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι, τραγουδώντας τα σχετικά κάλαντα και λαμβάνοντας αντίστοιχα φιλοδωρήματα.[10]  
Όταν τελειώσουν εύχονται «και εις έτη πολλά» ή «χρόνια πολλά» και η νοικοκυρά τούς δίνει ένα συμβολικό χρηματικό ποσό για τον κουμπαρά τους. Παλαιότερα, κυρίως στα χωριά, οι νοικοκυρές φίλευαν τα παιδιά με παραδοσιακά γλυκίσματα, αμύγδαλα ή φρούτα. Στην εποχή μας οι χρηματικές αμοιβές έχουν μονοπωλήσει την όλη τελετουργία, ως αποτέλεσμα του έντονου και μονοδιάστατου εκχρηματισμού της κοινωνίας μας, ο οποίος έχει κυριαρχήσει ακόμη και στις περιπτώσεις των τελετουργικών αμοιβών σε εθιμικές συμβολικές επιτελέσεις.
Τα κάλαντα ψάλλονται κυρίως από παιδιά αλλά και από ώριμους άνδρες, είτε μεμονωμένα είτε κατά ομάδες που περιέρχονται οικίες, καταστήματα και δημόσιους χώρους, με τη συνοδεία του πατροπαράδοτου σιδερένιου τριγώνου αλλά ενίοτε και άλλων μουσικών οργάνων (φυσαρμόνικας, ακορντεόν, τύμπανου κ.λπ.). Κύριος σκοπός των τραγουδιών αυτών, από την πλευρά των επιτελεστών, μετά τις αποδιδόμενες ευχές είναι το φιλοδώρημα είτε σε χρήματα είτε παλαιότερα σε προϊόντα, τρόφιμα και καρπούς, όπως προαναφέρθηκε.
Πολλές φορές μάλιστα, όταν δεν υπήρχε φιλοδώρημα ή ήταν ευτελές, τα παιδιά συνέχιζαν με πολύ δυνατή φωνή έξω από την οικία δίστιχα σκωπτικά, επαναλαμβανόμενα: «Αφέντη μου στην κάπα σου χίλιες χιλιάδες ψείρες, άλλες γεννούν, άλλες κλωσούν κι άλλες αυγά μαζώνουν»! Σχετική με αυτό είναι και η παρασκευή στη Βέροια κουλούρας που ονομαζόταν «κολλίκι», ή «κουλιαντίνα» στη Σιάτιστα, γι’ αυτό και οι καλαντιστές ονομάζονταν «Κουλουράδες» ή «Φωτάδες», αφού συνήθως τους φιλοδωρούσαν με αυτή την κουλούρα.
Τα κάλαντα αποτελούν συνδυασμό θρησκευτικής έμμετρης αφήγησης και τελετουργικής διατύπωσης ευγονικών και διαβατήριων ευχών: ξεκινούν κυρίως με χαιρετισμό, στη συνέχεια αναγγέλλουν τη μεγάλη χριστιανική εορτή που φτάνει και καταλήγουν σε ευχές. Ο μεγάλος αριθμός των διαφόρων παραλλαγών οδήγησε να διακρίνονται σε αστικά και τοπικά ή παραδοσιακά. Στα χριστουγεννιάτικα κάλαντα έχουν καταμετρηθεί περισσότερες από τριάντα παραλλαγές μόνο στον ελλαδικό χώρο.[11] Σήμερα εκτός των παραπάνω έχουν εισαχθεί και διάφορα αγγλοσαξονικά χριστουγεννιάτικα τραγούδια, μερικά των οποίων έχουν και μεταγλωττιστεί στην ελληνική, και χρησιμοποιούνται αναλόγως.
Ας δούμε ορισμένα στοιχεία για τη καταγωγή και τη διαχρονική πορεία τους: οι Πατέρες της Εκκλησίας κατά τους βυζαντινούς χρόνους απαγόρευαν ή απέτρεπαν το έθιμο των καλάντων, ως καταγόμενο από τις ρωμαϊκές εορτές των Καλενδών που είχε καταδικάσει η ϛ΄ Οικουμενική Σύνοδος το 680 μ. Χ., αποκαλώντας τους συμμετέχοντες σε αυτό «Μηναγύρτες», σύμφωνα με πληροφορία που διασώζει ο Ιωάννης Τζέτζης (Χιλιάδων ΙΓ΄, στ. 246 κ.εξ.).[12] Ετυμολογικά η λέξη κάλαντα προέρχεται από τη λατινική calendae, που σημαίνει νεομηνία.
Από την αρχαιότητα έχουν διασωθεί κείμενα παρόμοια με τα σημερινά κάλαντα, με παινέματα για τον «αφέντη» του σπιτιού και για την ευημερία του νοικοκυριού, όπως λ.χ. η ψευδοομηρική Ειρεσιώνη,[13] με τη λαϊκή ασφαλώς καταγωγή και προέλευσή της. Αυτά τα τραγουδούσαν κατά κύριο λόγο παιδιά, σε διαβατήριες θρησκευτικές γιορτές και εορτολογικές περιστάσεις, όπως οι Καλένδες, κρατώντας ένα ομοίωμα καραβιού για τον θεό Διόνυσο. Κάποιες φορές κρατούσαν και ένα κλαδί ελιάς ή δάφνης, στο οποίο κρεμούσαν τις προσφορές των νοικοκύρηδων. Από το 2ο μισό του 2ου αι π. Χ. κάλαντα τραγουδούσαν όταν γιορταζόταν η αρχή του νέου χρόνου, τις πρώτες μέρες του Ιανουαρίου.
Σύμφωνα με μια παράδοση, η Ρώμη σώθηκε από τρεις αδελφούς, τον Κάλανδο, τον Νόννο και τον Ειδό, που ανέλαβαν να θρέψουν τους κατοίκους της. Ο πρώτος για το χρονικό διάστημα δώδεκα ημερών που ονομάστηκε «Καλένδαι», ο δεύτερος για τις επόμενες δέκα μέρες, που τις είπαν «Νόνναι» και ο τρίτος για τις τελευταίες οκτώ, τις «Ειδούς». Με το πέρασμα του χρόνου οι δύο γιορτές επισκιάστηκαν από την πρώτη και έτσι έμεινε η γιορτή των Καλενδών ως μεγάλη εορτή, ενώ οι άλλες δύο ξεχάστηκαν πολύ πριν από την εμφάνιση των χριστιανικών εορτών. Και αυτό συνεχίστηκε και κατά τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, οπότε τα κάλαντα δημιουργήθηκαν μέσα από την ανάγκη υπενθύμισης του περιεχομένου των εορτών και των συνηθειών που σχετίζονταν με αυτές,[14] και επιβίωσαν, με νέο εν μέρει περιεχόμενο, και στον χριστιανικό κόσμο. 

Τα μορφολογικά στοιχεία των καλάντων παραπέμπουν σε εκείνα των δημοτικών τραγουδιών τόσο στη μουσική όσο και στα λόγια. Οι στίχοι τους εξιστορούν τα θρησκευτικά γεγονότα των ημερών (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Θεοφάνεια) με λεξιλόγιο λόγιο αλλά και λαϊκό. Η μουσική που τα συνοδεύει είναι απλή και ευχάριστη, ποικίλλει όμως ανά περιοχή, υιοθετώντας στοιχεία από την υπάρχουσα εκεί παράδοση. Τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα διηγούνται τη γέννηση του Χριστού και την επίσκεψη των μάγων στη φάτνη του.
Υπάρχουν διάφορες κατά τόπους παραλλαγές των χριστουγεννιάτικων καλάντων, στα οποία συχνά βρίσκουμε συμβολισμούς γεωργικής και κτηνοτροφικής ευγονίας. Τα κάλαντα αυτά, πέρα από το βασικό θέμα τους, επαινούν το σπίτι και την οικογένεια, με ευχές και επαίνους για το νοικοκυριό και την ευημερία του. Οι ευχές αυτές έχουν μάλιστα ιδιαίτερη σημασία για τη μελέτη του λαϊκού πολιτισμού, καθώς αντανακλούν και αποτυπώνουν τις κοινωνικά αποδεκτές και επιθυμητές αρετές, οι οποίες πρέπει να χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους, στο πλαίσιο της παραδοσιακής κοινότητας, άρα προσδιορίζουν κοινωνικούς ρόλους και πολιτισμικές ταυτότητες.[15] 
Συνεπώς μέσα από τα κείμενα των καλάντων διαφόρων ελληνικών περιοχών προβάλλονται τόσο οι αποδεκτές κοινωνικές και ηθικές αξίες όσο και τα πρότυπα ομορφιάς και κοινωνικής ζωής, δράσης και οργάνωσης. Όλα αυτά με τη μορφή επαίνων, που ουσιαστικά λειτουργούσαν ως τελετουργικές ευχές για την παραδοσιακή κοινωνία.[16] Είναι εν προκειμένω απολύτως ενδεικτικό το γεγονός ότι σήμερα, που οι κοινωνικές αξίες και προσδοκίες έχουν σαφώς διαφοροποιηθεί, τραγουδιέται μόνο το πρώτο μέρος, που αφορά τα υμνούμενα θρησκευτικά γεγονότα, και όχι το δεύτερο, που ενδιαφέρει ερευνητικά, αλλά ακούγεται εντελώς παρωχημένο για τους σύγχρονους ακροατές των καλάντων.

Στα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς πάλι υμνείται το πέρασμα από τον βαρύ χειμώνα στην επερχόμενη άνοιξη, αλλά και η προσωπικότητα του αγίου Βασιλείου, τόσο ως αγίου των γραμμάτων και της εκπαίδευσης όσο και ως ζευγολάτη και καλλιεργητή, σε ορισμένες περιπτώσεις, Στο πρώτο μέρος των καλάντων αυτών, στις δύο πρώτες στροφές γίνεται αναφορά στην έλευση του καινούριου χρόνου και στη γέννηση του Χριστού. Στο δεύτερο μέρος υμνείται ο άγιος Βασίλειος ως προστάτης των νέων και των γραμμάτων, αλλά και ως γεωργός και καλλιεργητής. Όπως είναι γνωστό, η εορτή του αγίου Βασιλείου καθιερώθηκε από τους πρώτους χριστιανούς την 1η Ιανουαρίου, ουσιαστικά ως αντικατάσταση της παλαιότερης γιορτής των Καλενδών, δεδομένου ότι η ημερομηνία αυτή συμπίπτει με τον θάνατο του αγίου Βασιλείου την 1η Ιανουαρίου 379.
Ο άγιος Βασίλειος ενσαρκώνει για τον λαό το πνεύμα του νέου έτους. Στα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς περιγράφεται ως ζευγολάτης[17] αλλά και μορφωμένος οδοιπόρος που έρχεται από τη μακρινή Καισάρεια, βαστάει χαρτί και καλαμάρι, αλλά παρ’ όλα αυτά οι χωρικοί τού ζητούν να κάτσει να φάει και να τραγουδήσει. Εκείνος αρνείται, λέγοντας ότι δεν γνωρίζει παρά μόνο γράμματα. Ακουμπά τότε το ραβδί του και εκείνο θαυματουργικά ανθίζει. Η διήγηση για το ραβδί που ανθίζει υπάρχει ήδη από την αρχαιότητα, αλλά και σε βιβλικές παραδόσεις,[18] συμβολίζοντας την αναγέννηση και την αναβλαστική δύναμη της φύσης, η οποία εδώ συνδυάζεται με τη γνώση, τη σοφία και την αλήθεια που προέρχεται από την χριστιανική πίστη.
Όπως και στην περίπτωση των Χριστουγέννων έτσι και εδώ έχουμε μια πληθώρα από διαφορετικές τοπικές παραλλαγές του βασικού κειμένου των καλάντων.[19] Να σημειωθεί εδώ ότι σε ορισμένες πληθυσμιακές ομάδες τα κάλαντα έχουν, μεταξύ άλλων στοιχείων του παλαιότερου «παραδοσιακού» πολιτισμού, πλήρως συμβολοποιηθεί, καθώς έχουν συνδυαστεί με μνήμες και ιστορικές περιπέτειες. Έτσι, για παράδειγμα, στους Ποντίους τα κάλαντα έχουν τον χαρακτήρα υπογράμμισης και ενίσχυσης της συλλογικής μνήμης και της πολιτιστικής - προσφυγικής ταυτότητας, γι’ αυτό και τους αποδίδεται ξεχωριστή σημασία.[20] 
Συνδυάζονται με άλλα δωδεκαημερίτικα έθιμα, συχνά τραγουδιούνται από νέους και νέες που έχουν ντυθεί με την παραδοσιακή ενδυμασία του Πόντου, όπως και αυτή συμβολοποιημένη χρησιμοποιείται σήμερα, ενώ κάποτε συνδυάζονται με παραστατικές μορφές λαϊκών δρωμένων και του λαϊκού ποντιακού θεάτρου, όπως οι δωδεκαημερίτικες ευγονικές και ευετηρικές παραστάσεις των «Μωμόγερων».
Με τον τρόπο αυτό, τα κάλαντα συνδέονται, όπως άλλωστε και πολλά άλλα στοιχεία του παλαιότερου αγροτοκτηνοτροφικού λαϊκού πολιτισμού, με τη διατήρηση της προσφυγικής μνήμης και την αναπαραγωγή της στις σημερινές κοινότητες. Συνδέονται δηλαδή με την διατήρηση συμβολοποιημένων στοιχείων του λαϊκού πολιτισμού, προς τα οποία συναρτάται η συλλογική μνήμη και ταυτότητα. Σε κρίσιμες και οριακές στιγμές τα στοιχεία αυτά αναπαράγονται και επαναβεβαιώνονται, καθώς συμβαίνει λ.χ. και στον τρόπο που διαχειρίζονται την πολιτιστική τους κληρονομιά γενικότερα οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, ιδιαίτερα δε οι Καππαδόκες, με τους πολλούς και δραστήριους συλλόγους τους.
Και βέβαια, τα κάλαντα αυτά αποκτούν και τελετουργική διάσταση, καθώς τραγουδιούνται από ομίλους παιδιών στα σπίτια, σε μια περίσταση οριακή και διαβατήρια, κρίσιμη για τον παραδοσιακό άνθρωπο, καθώς οριοθετεί το πέρασμα σε μια νέα χρονική περίοδο. Έτσι άλλωστε λειτουργούν και τα παινέματα των ανθρώπων, του σπιτιού και της οικογένειας, ως ευχές τελετουργικές σε κρίσιμες και διαβατήριες στιγμές του ετήσιου εορτολογικού κύκλου. Γι’ αυτό και είναι μεγάλη όχι μόνο η ποικιλία τους, αλλά και η περιγραφικότητα, η λυρικότητα και η ζωντάνια των υπερβολικών ενίοτε, αλλά πάντοτε επιθυμητών περιγραφών τους.[21] 
Τέλος, την παραμονή των Φώτων ψάλλονται τα κάλαντα που αναφέρονται στη βάπτιση του Χριστού. Κυρίαρχο λαϊκό θέμα της εορτής αυτής είναι η τέλεση του Μεγάλου Αγιασμού, με τον οποίο ο ιερέας ραντίζει τα σπίτια για να φύγουν οι καλικάντζαροι, και να μεταδοθεί η θεϊκή ευλογία σε ανθρώπους και νοικοκυριά, ενώ στις αγροτοκτηνοτροφικές περιοχές ραντίζουν ακόμα τα χωράφια και τις στάνες τους για να είναι εύφορα την καινούρια χρονιά. Στην αγιαστική και κατά βάση υδρολατρική αυτή εορτή των Θεοφανείων, μεγάλη τοπική ποικιλία, τόσο σε περιγραφές όσο και σε παινέματα των μελών της οικογένειας συναντούμε στα κάλαντα της ημέρας[22], που κλείνουν ουσιαστικά το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων.
Όπως προαναφέρθηκε, κυρίαρχο στοιχείο στην περίοδο του Δωδεκαημέρου είναι η εορταστική ατμόσφαιρα που μεταδίδεται και μέσω των καλάντων. Στις μέρες μας βεβαίως μειώνονται οι «καλαντιστές» που κυκλοφορούν στα σπίτια, ενώ στα αστικά κέντρα, στο πλαίσιο ενός νεωτερικού τρόπου ζωής, τα κάλαντα τείνουν να εξελιχθούν σε εποχική κερδοφόρα επιχείρηση. Παρ’ όλα αυτά, στην ελληνική παράδοση θεωρούνται από τα πλέον αντιπροσωπευτικά έθιμα του Δωδεκαημέρου, καθώς κρατούν τον ευχετικό, οριακό και διαβατήριο χαρακτήρα τους, αποτελώντας όχι μόνο πηγή θρησκευτικής πληροφόρησης, αλλά κυρίως μορφές ευπρόσδεκτων ευετηρικών τελετουργιών, που επέζησαν από τον αγροτικό χώρο στο αστικό περιβάλλον των πόλεων.[23] 
Όπως και παραπάνω είπαμε, επιβιώνουν και σήμερα τα κάλαντα των εορτών του Δωδεκαημέρου, στον αστικής υφής νεωτερικό λαϊκό πολιτισμό, έχουν όμως απολέσει κατά κανόνα τον τελετουργικό χαρακτήρα τους και έχουν πάρει τη μορφή μιας φολκλοριστικού τύπου διαδικασίας διαχείρισης του παλαιότερου πολιτισμικού αποθέματος. Τραγουδιούνται σε ιδιώτες ή σε επίσημους και πρόσωπα με πολιτικές ή πολιτειακές θέσεις, είτε από ομίλους παιδιών και νέων που αποσκοπούν στη συγκέντρωση χρημάτων είτε από συλλόγους εθνοτοπικούς και πολιτιστικούς.[24]  
Τραγουδιούνται επίσης σε τηλεοπτικά προγράμματα, σε σχολεία και σε δημόσιους χώρους, αλλά και σε συναυλίες εορταστικές, καθώς αποτελούν απολύτως αναγνωρίσιμα εορταστικά σύμβολα της περιόδου του Δωδεκαημέρου. Προβάλλονται μάλιστα συχνά ως οι πλέον χαρακτηριστικές δωδεκαημερίτικες εθιμικές και τελετουργικές εκφράσεις, και μεταδίδονται στις επόμενες γενιές, που αγαπούν τα κάλαντα και σπεύδουν να τα τραγουδήσουν σε κάθε ανάλογη εορτολογική περίσταση.[25] 
Για τους λόγους αυτούς τα κάλαντα αποτελούν περιπτώσεις δημοτικών τραγουδιών με ιδιαίτερη σημασία για τη μελέτη της αποτύπωσης της παραδοσιακής θρησκευτικής συμπεριφοράς σε είδη του έντεχνου λαϊκού λόγου. Κι αυτό επειδή στην περίπτωσή τους διαγράφεται τόσο η διαχρονία όσο και η συγχρονία του είδους και του περιεχομένου τους. Και βέβαια επειδή συνδυάζουν τις προαιώνιες μαγικοθρησκευτικές δοξασίες και τελετουργικές πρακτικές των ανθρώπων με τη σύγχρονη εκκοσμικευμένη μετεξέλιξή τους σε φαινόμενα περισσότερο κοινωνικά, με ψυχαγωγικό μάλλον παρά με ιερό - κοσμικό σκοπό.
Η πορεία αυτή, όπως παραπάνω περιγράφεται, αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα των συνολικών εξελίξεων στον τομέα της παραδοσιακής λαϊκής θρησκευτικότητας. Μια πορεία από την υπερφυσική και την κοσμογονική θεώρηση στο αποϊεροποιημένο και το κοινωνικό στοιχείο, όπως έχει παγιωθεί πλέον στις μέρες μας, και διαπιστώνεται σε όλες σχεδόν τις μορφές των ποικίλων νεωτερικών και μετανεωτερικών τελετουργιών.[26] Μια διαδρομή στην οποία η κοινωνικότητα και η ψυχαγωγία υπερτερούν της τελετουργικότητας και της επιδίωξης της ευγονίας και της ευετηρίας, και στην οποία αρχέγονες τελετουργικές επιτελέσεις δίνουν τη θέση τους σε νεωτερικές και μετανεωτερικές θεαματικές και θεατρικές φολκλοριστικές αναπαραστάσεις.
Αυτήν ακριβώς τη μετάπλαση των παλαιότερων δεδομένων διαπιστώνουμε, τηρουμένων των αναλογιών, στις αλλαγές των καλάντων του Δωδεκαημέρου, για τις οποίες έγινε λόγος παραπάνω. Μια τάση που σχετίζεται με την αλλαγή της υλικής βάσης επί της οποίας επικάθεται ως εποικοδόμημα ο λαϊκός πολιτισμός, αλλαγή στις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, η οποία δεν μπορεί παρά να επιδράσει άμεσα και καθοριστικά και πάνω στις πολιτισμικές δομές και εκφάνσεις που στηρίζονται σε αυτήν, και προς τις οποίες βρίσκεται σε συνεχή διαλεκτική σχέση αλληλεπίδρασης. Και αυτή είναι η εξελικτική πορεία που διαπιστώνεται στα κάλαντα και τις σχετικές με αυτά τελετουργίες, αντικαθρεπτίζοντας τη γενικότερη αλλαγή των πολιτισμικών προτύπων και συνθηκών της εποχής μας, στο πεδίο του λαϊκού πολιτισμού.
Σε αυτήν την εξέλιξη από τις αρχέγονες διαβατήριες και ευγονικές τελετουργίες έως τις αποϊεροποιημένες σύγχρονες εκδηλώσεις της μεταμοντέρνας ανθρώπινης συλλογικής θρησκευτικότητας, που διαγράφονται ευκρινέστατα στην περίπτωση των καλάντων, μπορεί να εγγραφεί συνολικά η πορεία των λαϊκών τελετουργικών δρωμένων, από το παρελθόν –σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα την αρχαιότητα– ώς το παρόν μας. Κι αυτό αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα πορίσματα της σχετικής έρευνας, που παρουσιάζει μεγάλες ερμηνευτικές και αναλυτικές δυνατότητες.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: