Ας υποθέσουμε ότι πηγαίνετε σε πανηγύρι στο Ζαγόρι

Ας πά­ρου­με ένα όχι και τό­σο υπο­θε­τι­κό σε­νά­ριο.

Κυρια­κή πρωί, 15 Αυ­γού­στου. Η πα­ρέα συ­να­ντιέ­ται έτοι­μη να ξε­κι­νή­σει για την προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νη εκ­δρο­μή στο Ζα­γό­ρι. Απο­τε­λεί­ται από τρία ζευ­γά­ρια με πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κές κοι­νω­νι­κές κα­τα­βο­λές. Άλ­λος εί­ναι επι­χει­ρη­μα­τί­ας, άλ­λος εί­ναι στη δια­φή­μι­ση, άλ­λος εί­ναι ερ­γά­της σε βιο­μη­χα­νία κλπ. Το μό­νο τους κοι­νό εί­ναι ότι όλοι έλ­κουν την κα­τα­γω­γή τους από την επαρ­χία αλ­λά γεν­νή­θη­καν και με­γά­λω­σαν στην πό­λη.
Δεν έχουν κα­μία σχέ­ση με την πα­ρα­δο­σια­κή μου­σι­κή. Το αντί­θε­το μά­λι­στα. Τους προ­κα­λεί δυ­σφο­ρία και πλή­ξη όταν την ακούν.
Πρώ­τη στά­ση για κα­φέ σε ένα μι­κρό κα­φε­νείο. Το ρα­διό­φω­νο εί­ναι συ­ντο­νι­σμέ­νο στη συ­χνό­τη­τα που εκ­πέ­μπει το «Ρά­διο Ηπει­ρώ­της». Ο κα­φές γί­νε­ται τσί­που­ρο και η πα­ρέα αρ­χί­ζει να ευ­θυ­μεί. Με­τά από λί­γο ζη­τούν από τον ιδιο­κτή­τη να αλ­λά­ξει τη μου­σι­κή ή –ακό­μη κα­λύ­τε­ρα– να την κλεί­σει τε­λεί­ως. Έτσι θα μπο­ρέ­σουν απε­ρί­σπα­στοι να ολο­κλη­ρώ­σουν –με­γα­λο­φώ­νως πια– τη συ­ζή­τη­ση που έχουν αρ­χί­σει για τις τε­λευ­ταί­ες πο­λι­τι­κές εξε­λί­ξεις.
Με­τά από λί­γη ώρα ανα­χω­ρούν για τον τε­λι­κό προ­ο­ρι­σμό τους, που εί­ναι ένα μι­κρό χω­ριό στο κε­ντρι­κό Ζα­γό­ρι, όπου έχουν μά­θει ότι γί­νε­ται πα­νη­γύ­ρι. Δεν έχουν ιδέα πε­ρί τί­νος πρό­κει­ται αλ­λά εί­ναι μια κα­λή ευ­και­ρία να πε­ρά­σουν με ιδιαί­τε­ρο τρό­πο την πρώ­τη μέ­ρα της άδειάς τους.
Φτά­νο­ντας στον προ­ο­ρι­σμό τους, κα­τα­λα­βαί­νουν ότι και πολ­λοί άλ­λοι εί­χαν την ίδια ιδέα μ’ αυ­τούς, για­τί ο χώ­ρος εί­ναι γε­μά­τος. Βρί­σκουν ένα μι­κρό τρα­πέ­ζι και βο­λεύ­ο­νται, με τα επό­με­να τσί­που­ρα να έρ­χο­νται γρή­γο­ρα στο τρα­πέ­ζι. Πε­ρι­μέ­νουν να αρ­χί­σει η ορ­χή­στρα που ήδη έχει πά­ρει τη θέ­ση της στο κέ­ντρο της πλα­τεί­ας.
Βέ­βαια δεν ήταν αυ­τό ακρι­βώς που πε­ρί­με­ναν. Όλοι οι μου­σι­κοί εί­ναι νέ­οι, κα­λο­ντυ­μέ­νοι, μά­λι­στα ένα από τα όρ­γα­να, που δεν ξέ­ρουν πώς ακρι­βώς λέ­γε­ται, το παί­ζει μια πα­νέ­μορ­φη κο­πέ­λα. «Πε­ρί­ερ­γο» σκέ­φτο­νται από μέ­σα τους. Ήταν σί­γου­ροι πως μό­νο κά­τι γρα­φι­κοί ηλι­κιω­μέ­νοι παί­ζουν αυ­τή τη μου­σι­κή.
Η πρώ­τη νό­τα ακού­γε­ται από την κο­πέ­λα που παί­ζει αυ­τό το όρ­γα­νο που μοιά­ζει με χο­ντρό μπου­ζού­κι. Εί­ναι ένας μο­νό­το­νος ήχος χα­μη­λής συ­χνό­τη­τας. Μπά­σος που λέ­με. Αμέ­σως με­τά ξε­κι­νά­ει το κλα­ρί­νο –αυ­τό το ήξε­ραν– με έναν ελεύ­θε­ρο αυ­το­σχε­δια­σμό, και αυ­τό στα χα­μη­λά, στα μπά­σα ας πού­με, που σου προ­κα­λεί θλί­ψη.
Όλη η πλα­τεία ησυ­χά­ζει και πα­ρα­κο­λου­θεί την έναρ­ξη του γλε­ντιού. Τι γλέ­ντι θα εί­ναι αυ­τό, ανα­ρω­τιού­νται οι φί­λοι μας, που ξε­κι­νά­ει έτσι; Για­τί δεν ξε­κι­νά­νε με κά­τι χα­ρού­με­νο; Κά­να­με τό­σο δρό­μο για να πλα­κω­θεί η ψυ­χή μας;
Ένας ευ­γε­νι­κό­τα­τος κύ­ριος από το δι­πλα­νό τρα­πέ­ζι, που κα­τά­λα­βε τους προ­βλη­μα­τι­σμούς τους, σπεύ­δει να βοη­θή­σει. «Το πρώ­το τρα­γού­δι εί­ναι για αυ­τούς που δεν εί­ναι πια μα­ζί μας» λέ­ει και ξα­να­κά­θε­ται στη θέ­ση του.
«Σή­κω Μα­ριό­λα από τη γη» ξε­κι­νά­ει το τρα­γού­δι και οι φί­λοι μας αρ­χί­ζουν να ακού­νε με δια­φο­ρε­τι­κό τρό­πο. Ει­κό­νες από αγα­πη­μέ­νους τους αν­θρώ­πους και μνή­μες αρ­χί­ζουν να ξε­πη­δούν από μέ­σα τους, χω­ρίς να μπο­ρούν να ελέγ­ξουν το συ­ναί­σθη­μα που αρ­χί­ζει να τους κα­τα­κλύ­ζει. Και όχι μό­νο δεν μπο­ρούν να το ελέγ­ξουν αλ­λά δεν μπο­ρούν ού­τε να το κα­τα­νο­ή­σουν. Δεν εί­ναι θλί­ψη, ού­τε λύ­πη. Δεν εί­ναι χα­ρά αλ­λά αφή­νει μια πο­λύ ωραία αί­σθη­ση.
«Ίσως και μ’ ανα­στή­σεις» τε­λειώ­νει το τρα­γού­δι και ο κό­σμος χει­ρο­κρο­τεί. Οι φί­λοι μας κοι­τούν ο ένας τον άλ­λον και συ­νει­δη­το­ποιούν πως από ένα ση­μείο και με­τά όλοι τους έκλαι­γαν.
Τι ήταν αυ­τό που άλ­λα­ξε από τη στά­ση στο κα­φε­νείο; Πώς εί­ναι δυ­να­τόν να ένιω­σαν τό­σο δυ­να­τά πρω­τό­γνω­ρα συ­ναι­σθή­μα­τα από ένα και μό­νο τρα­γού­δι; Πώς θα εξε­λισ­σό­ταν η πρώ­τη μέ­ρα των ανέ­με­λων δια­κο­πών τους, όταν τους πή­ραν τα κλά­μα­τα από το πρώ­το τρα­γού­δι;
Ο κα­τα­λύ­της ήταν ο άν­θρω­πος του δι­πλα­νού τρα­πε­ζιού που έθε­σε το πλαί­σιο. Που φώ­τι­σε το τρα­γού­δι δια­φο­ρε­τι­κά και έδει­ξε τον πραγ­μα­τι­κό του ρό­λο. Και η μου­σι­κή, που, σμι­λε­μέ­νη από τα χέ­ρια ολό­κλη­ρων γε­νε­ών μου­σι­κών, δεν έχει πλέ­ον κα­μία γω­νία. Κα­τα­φέρ­νει να διεισ­δύ­σει στο ασυ­νεί­δη­το και να κά­νει αυ­τό που η λο­γι­κή πολ­λές φο­ρές αδυ­να­τεί. Κά­θαρ­ση. Αυ­τή εί­ναι για μέ­να η λέ­ξη.
Ας ξα­να­γυ­ρί­σου­με λί­γο στο πα­νη­γύ­ρι.
Με­τά από αρ­κε­τή ώρα που ο κό­σμος χο­ρεύ­ει χέ­ρι - χέ­ρι πια­σμέ­νος σε έναν τε­ρά­στιο κύ­κλο γύ­ρω από τον πλά­τα­νο, με την ορ­χή­στρα να βρί­σκε­ται στη μέ­ση, κά­ποιοι απο­φα­σί­ζουν να βγά­λουν την μπλού­ζα τους και να μπουν στον χο­ρό. Η πρά­ξη τους προ­κά­λε­σε τα αρ­νη­τι­κά σχό­λια των φί­λων μας. Για­τί τώ­ρα το κά­νουν αυ­τό; Επί­δει­ξη; Έλ­λει­ψη σε­βα­σμού;
Ο τύ­πος από το δι­πλα­νό τρα­πέ­ζι ξα­να­κά­νει την εμ­φά­νι­σή του και λέ­ει με συ­νω­μο­τι­κό ύφος: «Εάν νο­μί­ζε­τε ότι ο σκο­πός του πα­νη­γυ­ριού εί­ναι το γλέ­ντι και ο χο­ρός μό­νο, εί­στε γε­λα­σμέ­νοι». Για άλ­λη μια φο­ρά τα λό­για του ξύ­πνη­σαν μέ­σα τους πολ­λές απο­ρί­ες.
Τι; Δεν ήρ­θαν όλοι εδώ για να χο­ρέ­ψουν και να ξε­σκά­σουν;
«Ο απώ­τε­ρος σκο­πός του πα­νη­γυ­ριού εί­ναι η συγ­χώ­ρε­ση, γι’ αυ­τό, συμ­βο­λι­κά, μπαί­νουν γυ­μνοί στον χο­ρό. Για να δεί­ξουν ότι εί­ναι έτοι­μοι να συγ­χω­ρέ­σουν και να συγ­χω­ρε­θούν».
Και­νού­ριο σοκ, και­νού­ριες απο­ρί­ες, και­νού­ρια συ­ναι­σθή­μα­τα.
Ένα δρώ­με­νο τό­σο συ­νη­θι­σμέ­νο σαν λέ­ξη (πα­νη­γύ­ρι), τό­σο πα­λιό και τό­σο απρό­σμε­να οι­κείο, να φα­νε­ρώ­νει ξαφ­νι­κά πό­σο σπου­δαί­ες
έν­νοιες εμπε­ριέ­χει.
Συγ­χώ­ρε­ση, μνή­μη, κά­θαρ­ση, μέ­θε­ξη.
Και δεν τε­λειώ­σα­με ακό­μη.
Ας ξα­να­πά­με στην πλα­τεία.
Κά­ποια στιγ­μή ένας αρ­κε­τά ηλι­κιω­μέ­νος κύ­ριος προ­χω­ρεί προς την ορ­χή­στρα και δί­νει δια­κρι­τι­κά με­ρι­κά χρή­μα­τα στον τρα­γου­δι­στή, ψι­θυ­ρί­ζο­ντάς του κά­τι στο αυ­τί. Εκεί­νος τού γνέ­φει κα­τα­φα­τι­κά και συ­νε­χί­ζει τη δου­λειά του. Όταν τε­λεί­ω­σε το τρα­γού­δι που έπαι­ζε η ορ­χή­στρα και ο κό­σμος άδεια­σε την πλα­τεία για να κα­θί­σει στα τρα­πέ­ζια, ο τρα­γου­δι­στής έγνε­ψε στον ηλι­κιω­μέ­νο κύ­ριο και άρ­χι­σε να τρα­γου­δά έναν και­νού­ριο σκο­πό. Ένα με­ρα­κλί­δι­κο τσά­μι­κο. Κα­νείς όμως δεν ση­κώ­θη­κε να χο­ρέ­ψει. Οι φί­λοι μας απο­ρούν ξα­νά. Για­τί ξαφ­νι­κά δεν χο­ρεύ­ει κα­νέ­νας;
Και πά­λι την απά­ντη­ση την έδω­σε ο δι­πλα­νός τους κύ­ριος. «Η πα­ραγ­γε­λιά εί­ναι με­γά­λη υπό­θε­ση. Αυ­τός που ζή­τη­σε το τρα­γού­δι και το πλή­ρω­σε πρέ­πει να ση­κω­θεί πρώ­τος. Εάν δεν ση­κω­θεί, δεν χο­ρεύ­ει άλ­λος, εκτός αν τους πα­ρα­χω­ρή­σει το δι­καί­ω­μα».
Και όντως, έτσι έγι­νε. Μια πα­ρέα νε­α­ρών πή­ραν πρώ­τα την άδειά του κι έπει­τα ση­κώ­θη­καν και χό­ρε­ψαν πα­νέ­μορ­φα αυ­τόν τον λε­βέ­ντι­κο χο­ρό.
Κώ­δι­κας. Σε­βα­σμός. Άλ­λες δύο έν­νοιες.
Θα μπο­ρού­σα να γρά­ψω πά­ρα πολ­λά αλ­λά για να μην κά­νω κα­τά­χρη­ση του χώ­ρου που μου δό­θη­κε θα στα­μα­τή­σω εδώ την όχι και τό­σο φα­ντα­στι­κή ιστο­ρία μου και θα προ­σπα­θή­σω να σας πω για­τί έβα­λα κά­ποιες λε­πτο­μέ­ρειες σ’ αυ­τήν.

Ανέ­φε­ρα στην αρ­χή ότι οι φί­λοι μας εί­ναι όλοι με­γα­λω­μέ­νοι σε αστι­κό πε­ρι­βάλ­λον. Η πα­ρά­δο­ση γε­νι­κό­τε­ρα αλ­λά και η πα­ρα­δο­σια­κή μου­σι­κή ει­δι­κό­τε­ρα δεν έχουν φυ­σι­κή θέ­ση μέ­σα στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά τους, σε αντί­θε­ση με αυ­τό που συμ­βαί­νει στην επαρ­χία, όπου με­γά­λο κομ­μά­τι αυ­τού που ονο­μά­ζου­με πα­ρά­δο­ση εί­ναι ζώ­σα πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Πα­ρ’ όλα αυ­τά, στην κυτ­τα­ρι­κή τους μνή­μη όλες αυ­τές οι ει­κό­νες και τα συ­ναι­σθή­μα­τα υπάρ­χουν σε λαν­θά­νου­σα κα­τά­στα­ση. Και όταν κά­τι την πυ­ρο­δο­τή­σει, έρ­χο­νται στην επι­φά­νεια.
Για να συμ­βεί όμως αυ­τό πρέ­πει να εί­μα­στε έτοι­μοι. Η πα­ρα­δο­σια­κή μου­σι­κή εί­ναι εκεί και μας πε­ρι­μέ­νει να ετοι­μα­στού­με. Μό­νο τό­τε θα μας φα­νε­ρώ­σει το με­γα­λείο της, για­τί μό­νο τό­τε θα εί­μα­στε ικα­νοί να το δια­χει­ρι­στού­με και να μην το κα­κο­ποι­ή­σου­με. Δεν εί­ναι κα­θό­λου τυ­χαίο ότι μό­λις ο κα­τα­λύ­της μας φώ­τι­σε δια­φο­ρε­τι­κά το ίδιο υπο­κεί­με­νο (το τρα­γού­δι), οι φί­λοι μας το βί­ω­σαν τε­λεί­ως δια­φο­ρε­τι­κά. Και η αλή­θεια εί­ναι πως μό­νο τό­τε έχει αξία.
Σαν μου­σι­κός, εί­χα σχέ­ση με την πα­ρα­δο­σια­κή μου­σι­κή πολ­λά χρό­νια αλ­λά μέ­σα σε ένα πε­ρι­βάλ­λον που, όπως εκ των υστέ­ρων κα­τά­λα­βα, το μό­νο συ­ναί­σθη­μα που μου προ­κα­λού­σε ήταν μια γλυ­κα­νά­λα­τη αστι­κή νο­σταλ­γία. Πο­λύ αρ­γό­τε­ρα κα­τα­νό­η­σα το τε­ρά­στιο ει­δι­κό της βά­ρος.
Ανέ­φε­ρα ότι τα μέ­λη της ορ­χή­στρας της ιστο­ρί­ας μας εί­ναι νέα παι­διά. Ανέ­φε­ρα επί­σης ότι εί­ναι κα­λο­ντυ­μέ­να. Κα­νέ­να από τα δύο δεν το εί­πα στην τύ­χη. Αυ­τή τη στιγ­μή θε­ω­ρώ ότι οι νέ­οι μου­σι­κοί έχουν πο­λύ πιο συ­νει­δη­τή σχέ­ση με την πα­ρά­δο­ση απ’ ό,τι εί­χα­με εμείς. Και σί­γου­ρα έχουν πο­λύ υψη­λό επί­πε­δο τε­χνι­κής. Αυ­τό τούς βοη­θά να μπο­ρούν να εκτε­λούν σχε­τι­κά εύ­κο­λα ακό­μη και πο­λύ δύ­σκο­λα δε­ξιο­τε­χνι­κά κομ­μά­τια.
Εί­μαι πά­ντως λί­γο επι­φυ­λα­κτι­κός σε ένα στοι­χείο που κα­τ’ εμέ εί­ναι πο­λύ ση­μα­ντι­κό αλ­λά απαι­τεί εξαι­ρε­τι­κή εξει­δί­κευ­ση. Εν­νοώ την εκτέ­λε­ση το­πι­κών ρε­περ­το­ρί­ων. Δυ­στυ­χώς υπάρ­χει μια τά­ση «πα­νελ­λη­νι­κο­ποί­η­σης» του ρε­περ­το­ρί­ου. Αυ­τό πά­ντα συ­νέ­βαι­νε αλ­λά σε πο­λύ μι­κρό βαθ­μό. Για να το πω απλά, ένας μου­σι­κός από την Ήπει­ρο δεν θα έπαι­ζε πο­τέ θρα­κιώ­τι­κα, αφε­νός για­τί δεν υπήρ­χε λό­γος, μιας και εξυ­πη­ρε­τού­σε τις ανά­γκες της το­πι­κής του κοι­νό­τη­τας, και αφε­τέ­ρου για­τί δεν μπο­ρού­σε να τα απο­δώ­σει σω­στά. Πο­λύ λί­γοι πα­λιοί μου­σι­κοί εί­χαν πα­νελ­λή­νια εμ­βέ­λεια.
Σή­με­ρα, επει­δή το τε­χνι­κό επί­πε­δο έχει βελ­τιω­θεί πο­λύ, αυ­τοί οι πε­ριο­ρι­σμοί δεν υπάρ­χουν και σχε­δόν όλοι παί­ζουν τα πά­ντα. Θα μου πεις, και τι κα­κό έχει αυ­τό; Πι­στεύω ότι εκλεί­πουν εκεί­να τα πο­λύ λε­πτά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά στην εκτέ­λε­ση που κά­νουν τη δια­φο­ρά. Υπάρ­χει κίν­δυ­νος να χα­θεί όλη αυ­τή η λε­πτο­δου­λειά που έχει γί­νει με το πέ­ρα­σμα του χρό­νου και δί­νει τις πολ­λές απο­χρώ­σεις των το­πι­κών ρε­περ­το­ρί­ων. Αυ­τό, κα­τά συ­νέ­πεια, θα συμ­βεί και στους ακρο­α­τές. Θα πά­ψουν να ανα­γνω­ρί­ζουν τα ιδιαί­τε­ρα το­πι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά των μου­σι­κών ιδιω­μά­των. Αυ­τό εί­ναι κά­τι που το δια­πι­στώ­νω όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο τε­λευ­ταία, ει­δι­κά με­τά τη με­γά­λη δη­μο­φι­λία που έχουν απο­κτή­σει πολ­λά νε­α­νι­κά σχή­μα­τα που παί­ζουν πα­ρα­δο­σια­κή μου­σι­κή.
Στην ίδια αυ­τή συν­θή­κη φο­βά­μαι πως υπάρ­χει ακό­μη ένας κίν­δυ­νος. Απει­λεί­ται να χα­θεί ο κώ­δι­κας του γλε­ντιού που ανέ­φε­ρα στην αρ­χή. Πι­στεύω ότι τα πα­ρα­δο­σια­κά τρα­γού­δια χά­νουν με­γά­λο μέ­ρος του βά­θους τους όταν χρη­σι­μο­ποιού­νται μό­νο για χο­ρευ­τι­κή εκτό­νω­ση. Με απλά λό­για, εί­ναι σαν να οδη­γείς πόρ­σε και την πας μό­νο με πρώ­τη τα­χύ­τη­τα.
Και μιας και μι­λώ για τον χο­ρό, ας έρ­θου­με στο «κα­λο­ντυ­μέ­να». Αυ­τό το έγρα­ψα για να δεί­ξω ότι ο τρό­πος που αντι­με­τω­πί­ζε­ται σή­με­ρα η πα­ρά­δο­ση από τα νέα παι­διά εί­ναι απαλ­λαγ­μέ­νος από τα γρα­φι­κά και πολ­λές φο­ρές κα­κό­γου­στα φολ­κλο­ρι­κά στοι­χεία. Δεν ανα­πα­ρά­γουν απλώς. Φέρ­νουν την πα­λιά μου­σι­κή στο σή­με­ρα, με τους κιν­δύ­νους βέ­βαια που υπάρ­χουν, όπως ανέ­φε­ρα πιο πριν.
Θα κλεί­σω με την πε­ποί­θη­ση ότι η πα­ρα­λα­βή της πα­ρά­δο­σης, η ανά­κτη­σή της μάλ­λον, εί­ναι σή­με­ρα πε­ρισ­σό­τε­ρο συ­νει­δη­τή, πο­λύ λι­γό­τε­ρο τυ­πο­λα­τρι­κή και σί­γου­ρα ακο­μπλε­ξά­ρι­στη.

Τε­λι­κά, δεν κα­τά­φε­ραν να μας «ξε­βλα­χέ­ψουν» οι αυ­το­χει­ρο­τό­νη­τοι πο­λι­τι­σμι­κοί παι­δο­νό­μοι μας.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: