Το δημοτικό τραγούδι χθες και σήμερα και η λειτουργία της ομάδας

(Αρχείο Γ.Β. Μονεμβασίτη)
(Αρχείο Γ.Β. Μονεμβασίτη)

Χιλιάδες παιδιά κάθε χρόνο σπουδάζουν μουσική στην Ελλάδα. Τώρα πλέον και παραδοσιακή μουσική, που μπήκε πρόσφατα στα προγράμματα σπουδών των ωδείων. Μέχρι πρότινος το αντικείμενο της δημοτικής-παραδοσιακής μουσικής επίσημα και τακτικά διδάσκονταν μόνο σε Μουσικά Σχολεία και στα Πανεπιστήμια της Μακεδονίας και των Ιωαννίνων.
Κάποιες από τις κατηγορίες των δημοτικών τραγουδιών τις διατηρούμε με έναν τρόπο ζωντανές και σήμερα, με την έννοια ότι συνεχίζουν να ακούγονται, μόνο που έχει αφαιρεθεί ο λειτουργικός τους ρόλος. Τα μοιρολόγια τα λέμε πάνω στο πάλκο, το ίδιο και τα νανουρίσματα ή τα ταχταρίσματα. Τις καντάδες επίσης, και πάει λέγοντας. Τις περισσότερες φορές με ευφάνταστες ενορχηστρώσεις και εντυπωσιακές ερμηνείες. Μοιάζει ανησυχητικός ο υπερβάλλων ζήλος για έκθεση και έκφραση, η επιθυμία ταύτισης με τα τραγούδια, που φτάνει σε βαθμό να μιλάμε για λογοκρισία όσων δεν εκφράζουν εμάς ή τη γενιά μας. Οι τραγουδιστές, παίρνοντας πατριωτικά την επιτέλεση, θεωρούν πολλές φορές απαραίτητο να συγκινηθούν για να συγκινήσουν, λες και παίρνουν το βάρος στις πλάτες τους. Το βάρος των χρόνων και της ιστορίας που κουβαλούν τα τραγούδια. Το βάρος μιας ολόκληρης εποχής που εκφράζεται μέσα από τη δημοτική ποίηση. 


Στην πραγματικότητα είμαστε απλώς το μέσο, το δοχείο που μεταφέρει τα τραγούδια. Οφείλουμε λοιπόν να είμαστε καθαρά δοχεία. Να εξαφανίσουμε τον εαυτό μας, ώστε τα τραγούδια να εμφανιστούν ει δυνατόν αναλλοίωτα. Και δεν μιλώ για τους σκοπούς αλλά για τους στίχους των τραγουδιών, ακόμα κι αν αυτά απαντούν παραλλαγμένα από περιοχή σε περιοχή, σύμφωνα με τις καταγραφές και τις ηχογραφήσεις που έχουμε στα χέρια μας.
Λείπει το τραγούδι από τη ζωή των ανθρώπων. Λείπει ο ενεργητικός τους ρόλος μέσα σε αυτήν. Στη συντριπτική πλειονοτητά μας είμαστε ακροατές, λες και δικαίωμα στο τραγούδι το έχουν μόνο οι επαγγελματίες. Το τραγούδι είναι μια φυσιολογική διαδικασία και μια πράξη ελευθερίας, και δικαίωμα σε αυτό έχουν όλοι ανεξαιρέτως. Οι άνθρωποι όμως τρέπονται να τραγουδήσουν, νιώθουν εκτεθειμένοι. Αυτολογοκρίνονται πριν προλάβουν καν οι άλλοι να τους κρίνουν. Μιλάμε αλλά δεν τραγουδάμε. Περπατάμε μα δεν χορεύουμε. Ίσως πρόκειται για έλλειψη ελευθερίας. Ίσως το τραγούδι έχει τοποθετηθεί σε κάποιο υψηλό βάθρο και αφαιρέθηκε η αυτονόητη πρόσβαση όλων σε αυτό.


Ένα από τα διαμάντια της μουσικής παράδοσης του τόπου μας είναι το πολυφωνικό τραγούδι, που απαντά στην Ήπειρο, τα Επτάνησα, στον Βώλακα Δράμας (στα διφωνικά τραγούδια) και στην Κάρπαθο. Όλα τους ξεχωριστά και υπέροχα.
Αυτό που δεν διδάσκεται στα σχολεία και στα ωδεία είναι η λειτουργία της ομάδας. Η κοινή αγάπη. Η αναγκαία συμβίωση.
Το πολυφωνικό τραγούδι δεν είναι εύκολη υπόθεση. Στα χρόνια που διανύουμε το δημοτικό τραγούδι είναι αποκομμένο από την κοινότητα, μολονότι το κοινοτικό πλαίσιο είναι αναπόσπαστο κομμάτι του. Το ομαδικό τραγούδι, όπως το πολυφωνικό, απαιτεί τριβή και χρόνο με τους ανθρώπους, ωστόσο πολλοί νομίζουν ότι το μόνο που χρειάζεται είναι σπουδές και προσωπική μελέτη. Με τα μέλη της ομάδας σου δεν πρέπει μόνο να τραγουδάς. Πρέπει να γελάσεις μαζί τους και να κλάψεις. Να φας μαζί τους, να διαφωνήσεις, να μοιραστείς, να ζήσεις.
Μια πετυχημένη τραγουδιστική ομάδα αποτελείται από άτομα με ανοιχτή καρδιά. Όχι από απαραίτητα εξαιρετικές φωνές, αλλά από φωνές που θυσιάζουν το εγώ για το εμείς. Ένα εμείς που εμπεριέχει όλα τα εγώ και τα μετουσιώνει σε έναν αυτόνομο οργανισμό, ικανό να σαρώσει ό, τι βρει μπροστά του. Μια τέτοια ομάδα αποτελείται από άτομα που περισσότερο από τη φωνή τους ακούνε τη σχέση της με τις υπόλοιπες φωνές, τις συνηχήσεις που δημιουργούνται, γιατί αυτές δονούν και τους ακροατές. Το να συγκινεί και να εμπνέει ένας άνθρωπος είναι μεγάλο. Το να το συνδημιουργεί μια ομάδα ανθρώπων είναι σπουδαίο.
Οι τραγουδιστικές ομάδες θεμελιώνονται στην αλληλεγγύη. Τα μέλη τους ενθαρρύνονται και εμψυχώνονται συνεχώς από την ομάδα, καθώς συνδέονται με τους άλλους αλλά και με τον ίδιο τους τον εαυτό και επαναπροσδιορίζουν τα σημαντικά.

Είναι μοναδική η αίσθηση του συντονισμού, όταν επιτυγχάνεται η ένωση των φωνών προς χάριν τού «μαζί». Το δημοτικό τραγούδι, σαν ζωντανός οργανισμός που είναι, μεταμορφώνεται συνεχώς, όχι μόνο μουσικά και γλωσσικά. Εξυπηρετεί πλέον άλλους σκοπούς. Ενσωματώνεται σε μια κοινωνία που δεν την εκφράζει πια σε όλες τις εκφάνσεις της, κι αυτό είναι αξιοπερίεργο μα και γοητευτικό. Παιδιά μαθαίνουν να τραγουδούν σε μια γλώσσα που δεν την άκουσαν ποτέ να μιλιέται. Να χορεύουν σε πλατείες πόλεων ή σε χορευτικές εκδηλώσεις, κι ας μην έχουν πάει ποτέ σε πανηγύρι.
Το ομαδικό τραγούδι είναι αποκαλυπτικό και θεραπευτικό. Η γενιά μου δεν έχει βίωμα. Έχει όμως πρόσβαση σε πλήθος πληροφοριών. Μέσα από παλαιότερα ακούσματα και από διηγήσεις ανακαλύπτουμε έναν κόσμο που μένει νοσταλγικά γοητευτικός. Και όταν πάμε να προσεγγίσουμε αυτόν τον κόσμο με μια προσομοίωσή του ή με μια νεότερη εκδοχή του, μέσα μας ανοίγονται ορίζοντες που λες και κυλούσαν στο αίμα μας. Τόσο γνώριμοι μοιάζουν.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: