Δάσκαλος, ερευνητής, γραφιάς: σκηνές από τον βίο και το έργο του Αλέξη Πολίτη

Δάσκαλος, ερευνητής, γραφιάς: σκηνές από τον βίο και το έργο του Αλέξη Πολίτη

Παρά τη συμφιλίωση με τη φθορά και την απώλεια που φέρνει η μέση ηλικία, ο αποχαιρετισμός στον δάσκαλό μου φαίνεται αδιανόητος. Συναντηθήκαμε σε τέσσερις κύκλους σπουδών, τον είχα επόπτη σε τρεις. Σε προπτυχιακό του μάθημα, στο πρώτο έτος, μελετήσαμε το πιο απρόβλεπτο θέμα σε εκείνο το λαμπρό πανεπιστήμιο της Κρήτης, τέλη της ανέφελης δεκαετίας του 1990, με τα τόσα ιερά τέρατα της φιλολογίας και της ιστορίας: τους στίχους από τα τραγούδια του Διονύση Σαββόπουλου. Σε μεταπτυχιακό του, πιο οικείος πλέον, με έγνοια για τις ευάλωτες φοιτήτριες και τους φοιτητές, οπαδός κάθε αναθεώρησης του προγράμματος σπουδών προς τα σύγχρονα γράμματα, μας προέτρεπε με φυσικότητα και τον χαρακτηριστικό του τόνο: «γιατί δεν πάτε στη βιβλιοθήκη του Στρατή Τσίρκα στον Κοκκιναρά, να κρεμάσουμε και ένα βιβλιαράκι στον ιστότοπο του ΕΚΕΒΙ»; Ή πάλι πρότεινε να ασχοληθούμε με έναν λογοτέχνη που καθόλου δεν του ταίριαζε, τον Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο, γιατί είχε ψωμί η έρευνα και ενδιαφέρον η εποχή του. Στο μαξιμαλιστικό διδακτορικό μου για τις λογοτεχνικές μεταφράσεις ενός αιώνα, μέσα στην κρίση ―ιδέα δική του και του σπουδαίου Πάνου Μουλλά―, η εποπτεία του ήταν καθοριστική: γενναιόδωρος και ανοιχτός όσο ποτέ, εναλλάσσοντας απροϋπόθετη εμπιστοσύνη με διαρκή έλεγχο, αυστηρότητα και ενθουσιασμό, δυσφορία για το χάος και πίστη στο εγχείρημα. Αμαρτία μου ότι δεν πρόλαβε την έκδοση, ότι θα του αφιερωθεί in memoriam. Με το μεταδιδιδακτορικό μου πάλι, το 2020 προέκυψε μια ευπρόσδεκτη νέα μαθητεία σε ώριμη ηλικία, αναγκαίο μα ωραίο καταφύγιο γενιών της κρίσης, με το διαρκές του ενδιαφέρον για την αφώτιστη ζωή και τους ξεχασμένους καταλόγους των εκδοτικών οίκων. Ο δάσκαλος άνοιξε το παραθυράκι των λαϊκών εκδόσεων του Μεσοπολέμου προς τον λόγιο και λαϊκό Γαλαξία, εκείνος ήταν ο μυστικοσύμβουλός μου, όταν στήναμε τη μεγάλη έκθεση για την πολιτιστική μεταπολίτευση στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Μόλις λίγες μέρες πριν από την ξαφνική τελευτή του, μιλούσαμε για ένα βιβλιαράκι, καρπό συνεργασίας, για μια ιστορία εκδοτικών οίκων και καταλόγων του 20ού αιώνα.

Ο Αλέξης Πολίτης ήταν πάντα ανοιχτός σε νέες προτάσεις και προκλήσεις, νιώθοντας πως, όσο το πανεπιστήμιο χάνει δυνάμεις και η διδασκαλία αφορά όλο και λιγότερους, τόσο πιο αναγκαία γίνεται η έμφαση στην έρευνα και η χάραξη νέων δρόμων. Όλα όσα δίδασκε και μας έλεγε ήταν απολύτως ιδιοσυγκρασιακά, μα ταυτόχρονα πειστικά, ερεθιστικά, εύληπτα, γόνιμα. Ο δάσκαλος δεν έμενε μόνο δάσκαλος, ήταν κυρίως ερευνητής και συγγραφέας πολύτιμων έργων (Η ανακάλυψη των δημοτικών τραγουδιών και τα πυκνά Ρομαντικά Χρόνια, γεμάτα ιδέες και σχήματα, φέγγουν ακόμα).

Η αφετηρία του ήταν εντελώς αντισυμβατική. Ούτε άριστος κλασικός φιλόλογος ήταν, ούτε είχε σχεδιάσει πανεπιστημιακή διαδρομή. Διαμορφώθηκε επιστημονικά στο Παρίσι, με την επίνευση του Κ. Θ. Δημαρά και με την ανακάλυψη αρχείων του Φωριέλ, έδωσε το πρώτο στίγμα του με τον σημαντικό και σταθερά παρόντα Μνήμονα, στην ιδρυτική του ομάδα (με τον Χρήστο Λούκο, τον Τριαντάφυλλο Σκλαβενίτη, τον Κώστα Λάππα κ.ά.), ωρίμασε και άκμασε στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, μετέχοντας στα περίφημα σεμινάρια της Σύρου τα καλοκαίρια. Παρότι η πανεπιστημιακή θητεία δεν υπήρξε αυτοσκοπός ―κάθε άλλο―, η παρουσία του στα αμφιθέατρα είχε κάτι εντελώς μοναδικό. Ας μας έλεγαν τότε οι κυρίαρχες φοιτητικές παρατάξεις πως «ο Πολίτης είναι δύσκολος» και «κάνει παλιά θέματα». Είχε μια γοητευτική μεταδοτικότητα, την ώρα της παράδοσης, μετακινούμενος πάνω κάτω στο αμφιθέατρο (η λογική ex cathedra του ήταν ξένη) και μια σπάνια ικανότητα να στύβει τα κείμενα, που ξαφνικά φωτίζονταν αλλιώς και αποκτούσαν βάθος (είτε ήταν δημοτικό τραγούδι είτε το «Κανονάκι του Σαββόπουλου, το «Carmen Seculare» ή ξένα ποιήματα ποιητικής). Μοίραζε εξαρχής ολοκληρωμένο το συνοπτικό σχέδιο σημειώσεων, αξίωνε να αναζητούμε ευρύτερη βιβλιογραφία, εχθρός καθώς ήταν του μοναδικού συγγράμματος, περίμενε διάδραση και προσοχή, και όχι μηχανική αναπαραγωγή των λεγομένων του. Και, φυσικά πρότεινε σχήματα, ανιχνεύοντας μύθους και προκαλώντας αντιδράσεις, μιλώντας για το Κρυφό σχολειό, τον χορό του Ζαλόγγου και τα αλλοιωμένα δημοτικά τραγούδια. Απορώντας με τον ελληνικό αντιδυτικισμό («έχετε προσέξει ότι λέμε ακόμα ο τάδε πάει στην Ευρώπη, λες και δεν είμαστε μέρος της;»), στον οποίο αντιστάθηκε γενναία το 2015, με την υπογραφή του, γιατί ήταν και άνθρωπος της πράξης. Και φωτίζοντας ελάσσονες μορφές των γραμμάτων, σημαντικών μαρτύρων και διαμεσολαβητών.

Ήταν και τα άλλα τρυφερά χαρακτηριστικά του. Η ωφέλιμη αυτοαναίρεση σε παραδόσεις, συνεργασίες και κλήσεις («αμάν, φλυαρήσαμε πάλι»), με απρόβλεπτες και πάντα ζουμερές παρεκβάσεις. Η έμφαση στην πρωτογενή έρευνα, στη γλωσσική επεξεργασία, στη σαφήνεια. Η αγάπη για τις λίγες λέξεις, με ύφος λιτό, προσωπικό, χωρίς εκζήτηση και πλατειασμούς. Και η νεοτερική πίστη του στην τεχνολογία, στη διάδραση, στο ψηφιακό περιεχόμενο, στη νέα εκδοχή γραφής. Αν και γεννημένος τη χρονιά που τέλειωσε ο πόλεμος, αντιλήφθηκε εγκαίρως τις δυνατότητες του διαδικτύου και πέρασε από τη μέθοδο των δελτίων που μας μάθαινε, δεμένων με σπάγγο και τοποθετημένων σε παπουτσοθήκες, στη σύλληψη, τον εμπλουτισμό και την ανάδειξη της περίφημης Ανέμης, της ψηφιακής βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Κρήτης, εδώ και είκοσι χρόνια, και στη διαρκή ηλεκτρονική επικοινωνία και ανταλλαγή κειμένων.

Παράλληλα, μέσα και κυρίως έξω από τις αίθουσες, ξεχώριζε η μοναδική του απλότητα, μιαν αμεσότητα που αιφνιδίαζε («θέλει κανείς να τον πετάξω στην πόλη για να μην περιμένει λεωφορείο», ρωτούσε τους απορημένους φοιτητές). Σανδάλια, ψάθινο καπέλο και πόλο μπλουζάκια. Μεζεδοπωλεία, με όσπρια ή λαδερά, ή σουβλάκια και χύμα κρασί. Άφιλτρα τσιγάρα ως πριν από λίγα χρόνια (σήμα μιας γενιάς) και μηχανάκι. Αγάπη για τη θάλασσα, τα χόρτα (τα μάζευε με μανία και ξεχώριζε τις διάφορες απίθανες εκδοχές χλωρίδες της Κρήτης), για ταπεινά παλιατζίδικα και σκονισμένους πάγκους (όπου πάντα κάτι έβρισκε και σου το χάριζε με παιδικό ενθουσιασμό, αν νόμιζε πως σε ενδιαφέρει), για τη μαγειρική με ταπεινά υλικά και τα μαστορέματα Έδειχνε διαρκές ενδιαφέρον (πώς αλλιώς;) για τον ημερήσιο Τύπο, την επικαιρότητα, την πολιτική, τον πλανήτη. Επαναλάμβανε φράσεις του Δημαρά, ιστορίες από το Παρίσι και ανέκδοτα της Επανάστασης. Δυσφορούσε εμφανώς με την εύκολη ψυχαγωγία και οτιδήποτε τον έβγαζε από τον κόσμο της ανάγνωσης και της κουβέντας: σινεμά, μουσική, θέατρο δεν έδειχνε να τον απασχολούν ιδιαίτερα, παρότι η γενική παιδεία του ήταν εξόχως γερή. Σε κάθε απίθανο σημείο του ρεθυμνιώτικου σπιτιού τους, με την Αγγέλα και την Άλκη, υπήρχαν βιβλία.

Η ευγένεια και η ανθρώπινη πλευρά του πήγαιναν πακέτο με την επιστημονική αυστηρότητα και τις κοφτές επισημάνσεις. Είχε εμμονές και πείσματα, μα και μεγάλη ζέση να ακούει νέες φωνές. Αντιστεκόταν στη θεωρία και στις τάσεις του συρμού, συνδέοντας την εμμονή στην πρωτογενή έρευνα με τη βεβαιότητα ότι στο χώρο των νεοελληνικών σπουδών οι ερευνητικοί ορίζοντες είναι απεριόριστοι. Διάβαζε γρήγορα και προσεκτικά οτιδήποτε δημοσιεύαμε ή ετοιμάζαμε για δημοσίευση (ακόμα θυμάμαι τα κείμενά μου να στενάζουν από τις σημειώσεις του, με ποικίλα σχόλια σε διάφορα χρώματα).

Δεν σταμάτησε ως την τελευταία του μέρα να γράφει. Λίγες εβδομάδες πριν σχολίαζε με χαρά τα podcast της Εθνικής Βιβλιοθήκης, για τη μεγάλη έκθεση της Μεταπολίτευσης που πρόλαβε να δει. Κοντά στα (αλίμονο, τελευταία) στρογγυλά του γενέθλια των ογδόντα, δημοσίευσε ένα βιβλιαράκι του με Παραλογές, στις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, τον εκδοτικό οίκο που μας χάρισε το μεγαλύτερο κομμάτι της παραγωγής του. Ο Αλέξης Πολίτης ήταν ο τελευταίος μιας γενιάς που έφτασε ώριμη στο πανεπιστήμιο, με ευρύτερες γνώσεις. Ήταν ο πιο παραγωγικός και πολυδιάστατος νεοελληνιστής (εν ευρεία εννοία, όπως έλεγε). Δεν αποζήτησε δημόσια παράσημα, δεν αξιοποίησε το όνομά του για αλλότριους λόγους, δεν ενέδωσε ποτέ στον ναρκισσισμό της αυτοπροβολής, σε επίδειξη εξουσίας, ενδοπανεπιστημιακές ίντριγκες, απρόκλητες ευθείες επιθέσεις, παρότι είχε ισχυρές αντιρρήσεις για πρόσωπα και πράγματα. Δεν εξέπεμπε τίποτα προσποιητό ή βαρύ. Είχε, όμως, κάτι βαθιά συγκινητικό ο τρόπος που εστίαζε στην έρευνα και στα παράγωγά της, πώς συνδύαζε τη φιλολογία με την ιστορία, με στοιχεία λαογραφίας και ανθρωπολογίας. Αγαπούσε τα απομνημονεύματα και τα χειρόγραφα, την ποίηση του Μάτσα και τα τραγούδια του Σαββόπουλου.

Δεν θα του άρεσαν, βέβαια, του δασκάλου, οι μεταφυσικές ελπίδες για συναντήσεις σε άλλους κόσμους, ούτε θα πίστευε πως κάπως κάποτε ο Άδης θα πικραινόταν, ούτε θα ευχαριστιόταν λόγια μελίρρυτα και εγκωμιαστικά, μα αυτά, τώρα που έφυγε ο άνθρωπος και μένει το έργο, προκύπτουν αυθόρμητα. Γιατί, μαζί με τον Αλέξη σαν να ξεφτίζει οριστικά η εποχή του εντύπου, των βιβλιοθηκών, της προσεκτικής ανάγνωσης, της ισχύος του πανεπιστημίου, της φθίνουσας δύναμης των ανθρωπιστικών σπουδών. Η απώλεια είναι πιο σκληρή, όταν συνειδητοποιείς ότι δεν είναι κλισέ η φράση για δυσαναπλήρωτα κενά και αναντικατάστατους ανθρώπους. Θα μείνουν τα βιβλία και τα άρθρα του, οι υποθέσεις εργασίες του, τα ψηφιακά δελτία του, οι συνεργάτες, οι μαθήτριες και οι μαθητές του. Θα λείπει όμως πάντα η ζεστή φωνή του, η προθυμία του, η ερευνητική του γενναιοδωρία και η περιέργειά του.

Η επανανακάλυψη και η αναπλαισίωση των εγχειρημάτων του δεν θα είναι υποχρέωση. Θα είναι επιλογή. Ακόμα και τώρα, στο μεγάλο Τίποτα επιστραμμένος απ’ τη ζωή, θα συνεχίσει να μας μαθαίνει γράμματα και να μας ακολουθεί σε ό,τι, αισθητά μικρότερο και στενότερο, παλεύουμε να βρούμε και να αναδείξουμε. Το έργο και τα ίχνη τέτοιων δασκάλων δεν είναι φθαρτά ή θνητά, μα η συνειδητοποίηση της οριστικής απουσίας της παρουσίας του Αλέξη Πολίτη είναι και θα παραμείνει αβάσταχτη. Η ανάμνησή του θα είναι έντονη και απλωμένη σε πολλές γενιές και ειδικεύσεις, μα όταν την αγγίζουμε, με ευγνωμοσύνη, θα πονούμε.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: