Ίσαρης

Ο Αλέξανδρος Ίσαρης
Ο Αλέξανδρος Ίσαρης


Απρίλιος του 1979. Νεοσύλλεκτος μόλις ολίγων ημερών στο στρατόπεδο της Καλαμάτας, επιβάτης επαρχιακής αμαξοστοιχίας ―μαζί με πεντε-έξι ακόμη ταλαίπωρα φαντάρια― οδεύουμε συνοδεία τυχαίου αγροίκου λοχία προς Τρίπολη. Προορισμός το εκεί 411 Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Προσωπικός μου στόχος να αναγορευθώ Βοηθητικός Γιώτα Τέσσερα, όπερ οι γιατροί εδέησαν να υιοθετήσουν και να πιστοποιήσουν.

Είμαστε όρθιοι στον διάδρομο του βαγονιού χαζεύοντας μελαγχολικά το εξαίσιο αρκαδικό τοπίο υπό την ράθυμη ρυθμική υπόκρουση τροχών επί τροχιάς. Αραιοκατοικημένη η διαδρομή προσπερνάει εκ του μακρόθεν ορεινούς οικισμούς ή και διασχίζει ενίοτε μικρούς σιδηροδρομικούς σταθμούς. Ο αέρας μού φυσάει το πρόσωπο από το ανοιχτό παράθυρο του τραίνου, τα μάτια μου βλεφαρίζουν καθώς προσπαθούν να εστιάσουν στο βάθος στην πινακίδα του επόμενου σταθμού. Την πλησιάζουμε, είναι πια ευανάγνωστη. Διαβάζω εμβρόντητος: ΙΣΑΡΙ.

Είναι η δεύτερη φορά που διασταυρώνομαι μ' αυτή την λέξη. Τοπωνύμιο; όνομα; κραυγή; ιαχή; Αδυνατώ να την ετυμολογήσω, εξάλλου δεν με απασχολεί μήτε το επιχειρώ. Με συνδέει ακαριαία με την πρώτη φορά που το συγκεκριμένο ίνδαλμα εντυπώθηκε αμετάκλητα στην μνήμη μου.

Ήταν, νομίζω, το 1975. Και ήταν, σίγουρα, στον «Κοχλία», την γκαλερί του Κώστα Λαχά. Και ήταν μια ομαδική έκθεση Θεσσαλονικέων ζωγράφων που, στα 23 μου τότε, φοιτητή ακόμη της αρχιτεκτονικής στην Γαλλία, αλλά και έκτοτε, μού έχει αφήσει βαθύ ίχνος. Ίσως δεν τους θυμάμαι όλους, πάντως σίγουρα ήταν ο Παύλος Βασιλειάδης, ο Χάρης Καμπουρίδης, ο Ξάνθιππος Βύσιος και ο Αλέξανδρος Ίσαρης (για δες, τρεις κιόλας μάς άφησαν). Θυμάμαι αρκετά καλά και τα έργα τους. Περισσότερο από όλους πάντως θυμάμαι τον Ίσαρη. Το σύμπλεγμα του ουρανοκατέβατου ονόματός του και των εξωπραγματικών του έργων εκείνης της έκθεσης εγκατέστησαν μέσα μου μιαν ενιαία, αδιαίρετη και ανεξίτηλη «ιδέα», την οντότητα «Ίσαρης». Θα μπορούσα σχεδόν να τα αναπαραστήσω εκείνα τα σχέδια με μαύρη μελάνη, ίσως και σε κάποια σημεία με ολίγο κόκκινο ή πορτοκαλί, εκείνα τα συνονθυλεύματα σωμάτων, μελών, οργάνων, πανίδας και χλωρίδας, ύλης οργανικής και ιλύος ανόργανης, γραμμών, μορφών, δυνάμεων, παλμών.

Σ' εκείνη την έκθεση στου «Λαχά», αδοκίμαστος σχεδόν ακόμη εγώ, κοιτούσα αυτούς τους τριαντάρηδες φτασμένους καλλιτέχνες με δέος, κάπου εκεί στο βάθος της αίθουσας να μιλούν μεταξύ τους ή με διανοούμενους επισκέπτες με όρους που δεν έπιανα και με αναφορές σε ιδέες που μού ήταν ξένες ή δυσνόητες. Το επίπεδο της τέχνης τους αντανακλούσε ήδη την πείρα τους στο πεδίο, την αυθεντία των διαβημάτων τους, τον μακρύ δρόμο που ευελπιστούσα να διανύσω κάποτε για να πλησιάσω την στάθμη τους.




Η οντότητα «Ίσαρης» απόμακρη, δυσπρόσιτη, επιβλητική, μυστηριώδης, ρίζωσε μέσα μου με την μορφή εκείνων των έργων με τα δυσεξήγητα συμπλέγματα και όσες φορές έκτοτε, πάνω από 40 χρόνια πλέον, η μνήμη μου ανασύρει το όνομά του, το εικονογραφεί εξακολουθώντας να τα θαυμάζει. Δεν θυμάμαι να έχουμε συναντηθεί. Ούτε τότε, ούτε αργότερα μετά την αποδημία του εις Αθήνας. Παρέμεινε έτσι για μένα, παρότι έτυχε ―πολύ πιο όψιμα― να συνομιλήσουμε τηλεφωνικώς, μια προσωπικότητα ομιχλώδης, κλειστή, σχεδόν ερμητική. Που πάντως, με ποικίλους τρόπους, υπενθύμιζε την ποιοτική του ύπαρξη με την πολλαπλότητα των ενεργημάτων του, συχνά ως κορυφαίος μεταφραστής ή ως βαθυστόχαστος ποιητής και, συχνότερα ακόμη υποτροπιάζων ως όλο και πιο επιδραστικός ζωγράφος.

Το «κλίμα» που ανέδιδαν εκείνα τα έργα του ’75 στον «Κοχλία» δεν το «πρόδωσε» η εξέλιξη του Ίσαρη στην ζωγραφική. Το «απογείωσε» θά 'λεγα μάλλον παρόλο τον υποχθόνιο τροπισμό της «ισαρικής» παρόρμησης που έδειχνε να το διαπνέει. Η είσοδος του χρώματος στην παλέτα του, η πηγαία και νομοτελειακή αναγωγή του στην τέχνη των Ελλήνων και της Αναγέννησης, η βύθισή του στους κόσμους των Proust, Mann, Musil, Handke, Broch, Bernhard και τόσων άλλων κορυφαίων Ευρωπαίων ποιητών και συγγραφέων πολλούς από τους οποίους μετέφρασε εντρυφώντας στον στοχασμό τους, η ανασκαφή και διερεύνηση του πλούτου της ίδιας της δικής του γλώσσας, ο εμβαπτισμός του στο αβυσσαλέο σύμπαν της εικονογραφίας των καιρών μας, εκ παραλλήλου και με την συγγενή και ανυπέρβλητη ροπή του Ίσαρη προς την σωματικότητα μονοδρόμησαν ψυχαναγκαστικά μαζί όσο και λυτρωτικά το χέρι του και το μυαλό του προς το εικονιστικό του οικοδόμημα.

Τα έργα του Αλέξανδρου Ίσαρη, όλα τους σχεδόν αναπαραστάσεις φανταστικών κόσμων, ευλόγως και ευχερώς αναγιγνώσκονται ως οργανωμένα στην δομή τους, στην εικαστική τους σύνταξη και γραμματική τους. Η μαεστρία στην οργάνωση της κατασκευής τους, η ζωγραφική επίδοση του ιδιότυπου ταλέντου του, το αντικείμενο του περιεχομένου τους, οι ευθείες ή υπαινικτικές παραπομπές σε αναγνωρίσιμα ή όχι μοτίβα της θρησκείας, της μυθολογίας ή της ιστορίας της τέχνης, η επίμονη και πανταχού παρούσα στα έργα του αναπαράσταση του σώματος, μερών του ή ιστών του, όπως και οι ποικίλοι συνειρμοί που μπορεί να πυροδοτούνται από την θέαση των συνδυασμών τους, κανένα εκ των ως άνω ούτε και όλα μαζί δεν υπήρξαν αυτοσκοπός της τέχνης του. Υπηρετώντας τα σε ύψιστο επίπεδο τα στρατολογούσε και τα τιθάσευε στην δική του «υπηρεσία». Και, όπως και για κάθε βιβλίο που μετέφραζε, για κάθε ποίημα που γεννούσε, έτσι και για τα ζωγραφίσματά του, το πραγματικό του επίτευγμα ήταν η όσο το δυνατό βαθύτερη και εμμονική βύθιση στην καρδιά της πλοκής τους, η παραισθησιογόνος φυγή στην εκτέλεση της χειρώνακτος οικοδόμησης του πονήματος, η ηδονιστική, οργασμική σχεδόν, απτική τριβή του με τα υλικά, τα εργαλεία και το σταδιακό μορφικό τους αποτύπωμα στο δέρμα του υποστρώματος και εν τέλει στην ψυχή του.

Η ζωγραφική του Ίσαρη ήταν περισσότερο από κάθε τι άλλο προσωπική του υπόθεση. Όσο και ο λόγος και η γραφή του, με όποιον τρόπο κι αν τον εκδήλωσε. Όλα τα λεξιλόγια στην υπηρεσία του. Ο χρόνος που διέθεσε στην δική τους υπηρεσία, μακρύς, βασανιστικός ή λυτρωτικός, πολύς αλλά ποτέ αρκετός, αλλά και ο χρόνος που τού διατέθηκε, αλίμονο φειδωλά κι αυτός σε τούτη την ζωή, επενδύθηκε με σέβας, με αφοσίωση, με επιμονή και καρτερία, με πάθος ερωτικό σχεδόν, καθ' ολοκληρίαν, συνειδητά ή υποσυνείδητα, για την ατομική του ανάταση και ευδαιμονία. Αν εκ παραλλήλου συνέβη, στιγμιαία έστω, τα έργα του να καταστήσουν ευδαίμονες και κάποιους ή όλους τους αποδέκτες της ζωγραφικής του, παράπλευρο όφελος μόνον για τον Ίσαρη υπήρξε τούτο από την πείσμονα και αφοσιωμένη κατάδυσή του στα άδυτα του εαυτού του. Του εαυτού που περιείχε τον κόσμο όλο.

Συνέβη, όπως και για το σύνολο σχεδόν των σπουδαστών αρχιτεκτονικής της γεννιάς του Ίσαρη, να ενδιαφερθεί κι εκείνος και να εξοικειωθεί και με το «λεξιλόγιο» της Φωτογραφίας. Οι δυνατότητες, τεχνικές, οπτικές, χημικές του συγκεκριμένου μέσου, ειδικά εκείνες τις δεκαετίες του εκδημοκρατισμού της φωτογραφίας και μάλλον περισσότερο μέσα από την φάση της κατ' ιδίαν εμφάνισης και της εκτύπωσης της ασπρόμαυρης φωτογραφίας, τον καταγοήτευσαν, τον συνεπήραν και του επέτρεψαν να πειραματιστεί επικουρικά παράλληλα με τα εικαστικά του εγχειρήματα. Αφενός αξιοποίησε την δυνατότητα να διαμορφώνει μόνος του, με φωτογραφίες που τραβούσε ο ίδιος, εικόνες ή σπαράγματα εικόνων που ενσωμάτωνε ποικιλοτρόπως στα ζωγραφικά του έργα, αφετέρου άφησε τον εαυτό του να παρασυρθεί με ενθουσιασμό σε συλλογή ερεθισμάτων και σχολιασμών είτε του κόσμου που τον περιέβαλε είτε απεικασμάτων του ιδιωτικού του περιβάλλοντος, προσώπων, χώρων, αντικειμένων. Είναι προφανές πως, ειδικότερα στην ενότητα των πορτραίτων του Ίσαρη, βαρύνον χαρακτηριστικό είναι η επισήμανση και ανάδειξη του «κάλους» είτε εκείνου του αυτάρεσκα εικονιζόμενου προσώπου, είτε της καλαισθησίας της εικόνας που προέκυπτε από την λήψη. Αναγνωρίζοντας κατά περίσταση την δυνατότητα της φωτογραφίας, κυρίως της επεξεργασίας της στον σκοτεινό θάλαμο, να γεννήσει εικόνες με εικαστικά ή γραφιστικά χαρακτηριστικά, όπως η solarization, το υψηλό κοντράστ ή οι χρωματικοί τονισμοί, συχνά αποσυρόταν μονήρης για ώρες ατέλειωτες στο κόκκινο ημίφως του σκοτεινού θαλάμου προσηλωμένος στην μαγεία της υγρής εμφάνισης του ειδώλου στο φωτογραφικό χαρτί. Η φωτογραφία τού έδωσε την δυνατότητα να οικειοποιείται την εικόνα προσώπων και σωμάτων που τον γοήτευαν, που αγαπούσε, που θαύμαζε, να «ειδωλοποιεί» την ανάμνησή τους, να την πολλαπλασιάζει, να την απομονώνει, να την διασώζει, να ανατρέχει σ' αυτά κατά βούληση ή κατά διάθεση, ακόμη και να σχίζει και να καταστρέφει το απείκασμά τους. Να «ταριχεύει», όπως κάπου λέει ο ίδιος, «αξέχαστες» στιγμές. Πόσες άλλες χρήσεις εξάλλου, εκτός πεδίου φωτογραφίας, έχει το ρήμα «απαθανατίζω».

Κοιτώ προσεκτικότερα την φωτογραφία του ίδιου του Ίσαρη που εν είδει προμετωπίδας προτάσσεται όλων των άλλων πορτραίτων στο λεύκωμα «Πρόσωπα μιας εικοσαετίας». Είναι μια selfie της εποχής; Δείχνει να είναι τραβηγμένη στο σπίτι του στην Θεσσαλονίκη, δεκαετία του ’70. Και διαπιστώνω πως είναι τυπωμένη ανάποδα, αριστερά-δεξιά. Το πιστοποιεί πάνω στο τραπέζι «Το μαγικό κόρνο του αγοριού» του Μάλερ με την Yvonne Minton στο εξώφυλλο του αρχαίου βινυλίου που ο Ίσαρης ακούει καθισμένος χαλαρά αποφεύγοντας τον φακό.

Και αναρωτιέμαι: έγινε η περί κατακόρυφον άξονα αντιστροφή ερήμην του από λάθος στο τυπογραφείο ή αντιθέτως επί τούτω, με δική του παρέμβαση, προκειμένου να απαθανατιστεί με το «καλό» του προφίλ, εκείνο με το οποίο, ως δικαιωματικά και κατά φύσιν νάρκισσος, νομιμοποιείτο ο εικονιζόμενος να εγκρίνει τον εαυτό του; Mόνον ο ίδιος θα μπορούσε να μάς το απαντήσει. Ο άνθρωπος που ίσως το πρώτο και πιο σημαδιακό του έργο να υπήρξε η επιλογή τού καλλιτεχνικού του ψευδωνύμου. Αλέξανδρος Ίσαρης.