Επίμονα κι η μουσική ιδέα πάει κι έρχεται

Η La Divina στην Ελλάδα (και οι κριτικές του Μίνου Δούνια για την Μαρία Κάλλας)
Νόρμα στην Επίδαυρο 1960 (Αρχείο ΕΛΣ)
Νόρμα στην Επίδαυρο 1960 (Αρχείο ΕΛΣ)

Παρί­σι. 16 Σε­πτεμ­βρί­ου 1977, πρω­ι­νό Πα­ρα­σκευ­ής. Στο δια­μέ­ρι­σμα του 3ου ορό­φου της πα­λιάς αρ­χο­ντι­κής πο­λυ­κα­τοι­κί­ας που βρί­σκε­ται στη δια­σταύ­ρω­ση της Λε­ω­φό­ρου Georges Mandel, αρ. 36 με την Rue des Sablons παί­χτη­κε το τε­λευ­ταίο μέ­ρος μιας αρ­γό­ρυθ­μης συμ­φω­νί­ας, ένα θριαμ­βι­κό πέν­θι­μο εμ­βα­τή­ριο. Ξαφ­νι­κά και ανα­πά­ντε­χα η Μα­ρία Άν­να Και­κι­λία Σο­φία Κα­λο­γε­ρο­πού­λου, αιώ­νια και υπερ­συ­μπα­ντι­κά γνω­στή ως Μα­ρία Κάλ­λας, κί­νη­σε για τον τό­πο της μό­νι­μης εξο­ρί­ας των αν­θρώ­πων· κί­νη­σε για να συ­να­ντη­θεί πρό­σω­πο με πρό­σω­πο με τη Βιο­λέ­τα, τη Μι­μή, την Τό­σκα, την Κάρ­μεν, τη Μή­δεια, τη Νόρ­μα, τη Μα­νόν, τη Λου­τσία, την Τζο­κό­ντα...


Λεωφόρος Georges Mandel, αρ. 36
Λεωφόρος Georges Mandel, αρ. 36 / φωτ. Γιώργος Β. Μονεμβασίτης
Επίμονα κι η μουσική ιδέα πάει κι έρχεται

Το χρο­νό­με­τρο της ζω­ής της στα­μά­τη­σε στα 54 χρό­νια. Μι­κρή χρο­νι­κά δια­δρο­μή μιας ζω­ής που ήταν από μό­νη της μια συ­ναρ­πα­στι­κή όπε­ρα. Μή­πως δεν έγι­νε όπε­ρα; Μή­πως δεν γί­νε­ται ται­νία; Μή­πως δεν έγι­νε θε­α­τρι­κό έρ­γο; Μή­πως δεν απο­τυ­πώ­θη­κε η ζωή και η τέ­χνη της σε πά­μπολ­λα βι­βλία και αφιε­ρω­μα­τι­κές εκ­δό­σεις; Μή­πως δεν ενέ­πνευ­σε σπου­δαί­ους δη­μιουρ­γούς να αρ­θρώ­σουν και­νο­τό­μες ιδέ­ες; Από την ανε­ξή­γη­τα άγνω­στη στα κα­θ᾽η­μάς Casta Diva του Maurice Béjart, πρω­το­πο­ρια­κού θε­α­τρι­κού έρ­γου με ψήγ­μα­τα χο­ρού που πα­ρου­σιά­στη­κε την άνοι­ξη του 1980 στο πα­ρι­σι­νό IRCAM –Spectacle, το χα­ρα­κτή­ρι­σε ο πλα­στουρ­γός του–, μέ­χρι την ει­κο­νο­κλα­στι­κή δη­μιουρ­γία της Marina Abramović «7 θά­να­τοι της Μα­ρί­ας Κάλ­λας», την οποία εί­χα­με την ευ­και­ρία να απο­λαύ­σου­με και στην Αθή­να· και όλα αυ­τά σε πλη­θυ­ντι­κό αριθ­μό που συ­νε­χώς αυ­ξά­νει τεκ­μη­ριώ­νο­ντας τη μο­να­δι­κό­τη­τά της.

Επίμονα κι η μουσική ιδέα πάει κι έρχεται

Maurice Béjart, Casta Diva – IRCAM 1980 (Αρχείο Γ. Β. Μονεμβασίτη)

Επίμονα κι η μουσική ιδέα πάει κι έρχεται

Αρ­κεί άρα­γε να κα­τα­φεύ­γει κα­νείς σε πο­λύ­πλο­κους συλ­λο­γι­σμούς για να απο­δεί­ξει το ... αυ­τα­πό­δει­κτο, όταν εί­ναι δε­δο­μέ­νη η διά­κρι­ση «η όπε­ρα πριν και με­τά τη Μα­ρία Κάλ­λας», ή πιο απλά όταν η κά­θε νε­ο­εμ­φα­νι­ζό­με­νη καλ­λί­φω­νη λυ­ρι­κή τρα­γου­δί­στρια φέ­ρε­ται να δη­λώ­νει ότι φι­λο­δο­ξεί να γί­νει η νέα Κάλ­λας; Έχει πο­τέ κα­τα­γρα­φεί κά­που ότι η τά­δε φι­λο­δο­ξεί να γί­νει η νέα Tebaldi – η κύ­ρια αντα­γω­νί­στριά της, η συ­νο­μή­λι­κή της Renata Tebaldi (1922-2004) της οποί­ας το φω­νη­τι­κό ίχνος ήταν σα­φώς κα­λύ­τε­ρο από της Κάλ­λας – ή η νέα Schwarzkopf, ή η νέα Sutherland; Πο­τέ και που­θε­νά! Μό­νον η Κάλ­λας λα­τρεύ­τη­κε και εσα­εί θα λα­τρεύ­ε­ται ως η La Divina.
Τού­τη τη χρο­νιά οι μνή­μες από αυ­τήν, κα­θώς και οι ανα­φο­ρές σε αυ­τήν, που ου­δέ­πο­τε έλ­λει­ψαν, κο­ρυ­φώ­νο­νται με αφορ­μή τη συ­μπλή­ρω­ση 100 χρό­νων από τη γέν­νη­σή της – Νέα Υόρ­κη, 2 Δε­κεμ­βρί­ου 1923, ημέ­ρα Κυ­ρια­κή. Αφιε­ρώ­μα­τα, εκ­δη­λώ­σεις, εκ­δό­σεις, προ­τά­σεις πα­ντός εί­δους, υπεν­θυ­μί­ζουν ότι υπήρ­ξε και ότι ως πραγ­μα­τι­κός και ανε­πα­νά­λη­πτος μύ­θος ου­δέ­πο­τε εκ­δή­μη­σε.


2023 – Τα παγκόσμια περιοδικά μουσικής γιορτάζουν τα 100χρονά της (Αρχείο Γ. Β. Μονεμβασίτη)

2023 – Τα παγκόσμια περιοδικά μουσικής γιορτάζουν τα 100χρονά της (Αρχείο Γ. Β. Μονεμβασίτη)

2023 – Τα παγκόσμια περιοδικά μουσικής γιορτάζουν τα 100χρονά της (Αρχείο Γ. Β. Μονεμβασίτη)


Με­τά το χω­ρι­σμό των γο­νιών της το 1937 εγκα­τα­στά­θη­κε με τη μη­τέ­ρα της και την αδελ­φή της στην Αθή­να. Χρό­νια δύ­σκο­λα, ωστό­σο εξαι­ρε­τι­κά καρ­πο­φό­ρα ακο­λού­θη­σαν, κα­θώς από­κτη­σε τα βα­σι­κά εφό­δια για ένα δο­ξα­σμέ­νο μέλ­λον. Ανα­χώ­ρη­σε εντε­λώς άγνω­στη, ως Μα­ριάν­να Κα­λο­γε­ρο­πού­λου, το 1945 για τη γε­νέ­τει­ρά της ανα­ζη­τώ­ντας την πραγ­μά­τω­ση των ονεί­ρων της. Επέ­στρε­ψε στην Ελ­λά­δα πα­ντά­νασ­σα της λυ­ρι­κής τέ­χνης το 1957 ως Μα­ρία Με­νε­γκί­νι-Κάλ­λας· για ένα απο­θε­ω­τι­κό «νό­στι­μον ήμαρ» στο Ηρώ­δειο στις 5 Αυ­γού­στου, που απο­δεί­χτη­κε και ολί­γον ... πι­κρό. Έκτο­τε ξα­να­βρέ­θη­κε στην Ελ­λά­δα αρ­κε­τές φο­ρές ως Μα­ρία και δυο φο­ρές ως Μα­ρία Κάλ­λας: για τις πα­ρα­στά­σεις στην Επί­δαυ­ρο το 1960 και το 1961.
Αξί­ζει να επι­κε­ντρω­θεί κα­νείς σε αυ­τές της τρεις πε­ρι­πτώ­σεις, στις οποί­ες χά­ρι­σε στους ευ­τυ­χι­σμέ­νους αυ­τό­πτες και αυ­τή­κο­ους μάρ­τυ­ρες την ολό­φω­τη, ασύ­γκρι­τη τέ­χνη της. Ανα­φε­ρό­μα­στε βε­βαί­ως στην τέ­χνη της και όχι στην τε­χνι­κή της. Κα­τα­φύ­γα­με προς τού­το στον κρι­τι­κό λό­γο του πρύ­τα­νη των Ελ­λή­νων κρι­τι­κών μου­σι­κής Μί­νου Δού­νια (1900-1962), ο οποί­ος υπήρ­ξε ένας από τους τυ­χε­ρούς που την απή­λαυ­σαν και στις τρεις αυ­τές ανε­πα­νά­λη­πτες στιγ­μές. Ο Μί­νως Δού­νιας συ­νερ­γα­ζό­ταν με την ιδιό­τη­τα του εντε­ταλ­μέ­νου κρι­τι­κού μου­σι­κής με την  εφ. Η Κα­θη­με­ρι­νή από το 1948 μέ­χρι τον σχε­τι­κά πρό­ω­ρο θά­να­τό του. Και σε αυ­τή την εφη­με­ρί­δα δη­μο­σιεύ­τη­καν τα κρι­τι­κά του ση­μειώ­μα­τα για τις τρεις εκ­δη­λώ­σεις που προ­α­να­φέρ­θη­καν.
Τί­μιες κρι­τι­κές, μα­θή­μα­τα γνώ­σης, ανυ­στε­ρό­βου­λης και ανε­πη­ρέ­α­στης κρί­σης, μα­θή­μα­τα ήθους και σε­βα­σμού στη μου­σι­κή, στη γλώσ­σα, στους καλ­λι­τέ­χνες.

Α. Συναυλία στο Ηρώδειο, Δευτέρα 5 Αυγούστου 1957

(Η κρι­τι­κή δη­μο­σιεύ­τη­κε στις 7.8.1957)

ΜΑ­ΡΙΑ ΚΑΛ­ΛΑΣ

Στα δι­κά μας του­λά­χι­στον μου­σι­κά χρο­νι­κά δεν ανα­φέ­ρε­ται όμοια πε­ρί­πτω­σις. Δεν εί­χαν πο­τέ προη­γου­μέ­νως συ­νω­μο­τή­σει ενα­ντί­ον μιας καλ­λι­τέ­χνι­δος η κα­κε­ντρέ­χεια, ο πα­ρα­λο­γι­σμός και η ανω­νυ­μο­γρα­φία με τέ­τοια λυσ­σώ­δη μα­νία. Δεν έχω ού­τε την ελά­χι­στην επι­θυ­μία να ανα­μι­χθώ σε μια υπό­θε­ση που δη­μιούρ­γη­σαν ολί­γοι ανεύ­θυ­νοι γύ­ρω από την Μα­ρία Κάλ­λας ανα­σκα­λεύ­ο­ντας τα οι­κο­γε­νεια­κά της και μπερ­δεύ­ο­ντας ζη­τή­μα­τα αμοι­βής με την πο­λι­τι­κή. Ανα­λο­γί­ζο­μαι όμως το μέ­γε­θος της αγω­νί­ας μιάς καλ­λι­τέ­χνι­δος που εκα­λεί­το να αντι­με­τω­πί­ση ένα βα­ρύ­τα­το πρό­γραμ­μα μέ­σα σε μια ατμό­σφαι­ρα δη­λη­τη­ρια­σμέ­νη από τις ανα­θυ­μιά­σεις των αντι­πά­λων της. Αλή­θεια πρέ­πει να πα­ρα­δε­χτού­με πως αυ­τό δυ­στυ­χώς το κα­τά­φε­ραν. [...]
Δεν υπάρ­χει αμ­φι­βο­λία πως η Μα­ρία Κάλ­λας ανα­βιώ­νει έναν ξε­χα­σμέ­νο τύ­πο πρι­μα­ντό­νας με όλα τα ακα­τα­λό­γι­στα κα­πρί­τσια με­γά­λων τρα­γου­δι­στριών του πα­ρελ­θό­ντος. Αυ­θόρ­μη­τα ελ­κύ­ει την προ­σο­χή της υφη­λί­ου οπου­δή­πο­τε εμ­φα­νί­ζε­ται. Όποιος δεν αντι­λαμ­βά­νε­ται πως αυ­τή η εκ­πλη­κτι­κή γυ­ναί­κα δεν έχει κα­κία, αλ­λά τον φο­βε­ρό δαί­μο­να της με­γά­λης τέ­χνης μέ­σα της, δεν εί­ναι μό­νον κα­κός ψυ­χο­λό­γος, αλ­λά και νους πε­ριο­ρι­σμέ­νος. Ας μην επι­χει­ρού­με να ταυ­τί­σου­με την νο­ο­τρο­πία της με το τρα­γού­δι της, ού­τε να αξιο­λο­γού­με την προ­σω­πι­κό­τη­τά της σύμ­φω­να με τον κώ­δι­κα των μι­κρο­α­στών. Ας δε­χτού­με τη φω­νή της σαν ένα δώ­ρο που σή­με­ρα σπά­νια πια μας χα­ρί­ζουν οι ου­ρα­νοί.
Τώ­ρα όσα εγκώ­μια πλέ­ξω γι’ αυ­τή τη φω­νή, θα εί­ναι λό­για που δεν μπο­ρούν να φτά­σουν εκεί ψη­λά στο επί­πε­δό της. Μι­λώ­ντας για «φω­νή» δεν εν­νοώ, βέ­βαια, την υλι­κή ποιό­τη­τα του ήχου, που εδώ κι’ εκεί πα­ρου­σί­α­ζε χθες πό­τε οξύ­τη­τα και άλ­λο­τε στε­γνό­τη­τα, αλ­λά το θαυ­μά­σιο σύ­μπλεγ­μα λό­γου και μέ­λους, λυ­ρι­κού πά­θους και δρα­μα­τι­κής εξάρ­σε­ως, που κά­νουν αυ­τό το τρα­γού­δι αλη­σμό­νη­το. Οι κο­ρώ­νες και τα ρου­μπά­τι, που έχουν από στό­μα­τος τρα­γου­δι­στών με­τρί­ου γού­στου δυ­σφη­μί­σει το ιτα­λι­κό με­λό­δρα­μα, πή­ραν εδώ μορ­φή ανά­λα­φρης ρυθ­μι­κής ελευ­θε­ρί­ας στην υπη­ρε­σία μιας ασύ­γκρι­της εκ­φρα­στι­κής γοη­τεί­ας. Η καλ­λι­τέ­χνις αντι­με­τω­πί­ζει τα κεί­με­νά της με φω­νη­τι­κή τέ­χνη απα­ρά­μιλ­λη –όμοια της δεν έχω συ­να­ντή­σει τις τε­λευ­ταί­ες δε­κα­ε­τί­ες– αλ­λά και μου­σι­κό­τη­τα που δί­νει νό­η­μα και στον επι­φα­νεια­κό­τε­ρο ακό­μη λα­ρυγ­γι­σμό. Αν έλε­γα πως η άρ­θρω­σίς της εί­ναι θαυ­μά­σια, θα εξυ­μνού­σα μια ιδιό­τη­τα κοι­νή σε πολ­λούς αρί­στους τρα­γου­δι­στάς, όμως στην πε­ρί­πτω­ση της Κάλ­λας ο λό­γος χρω­μα­τί­ζε­ται με ψυ­χι­σμό τό­σο λε­πτόν, που συ­χνά θυ­μί­ζει την αγνό­τη­τα και δια­φά­νεια παι­δι­κής φω­νής. Μα­ταί­ως θα ανα­ζη­τή­σου­με στην προ­σφο­ρά της Κάλ­λας το εντυ­πω­σια­κό στοι­χείο, την επι­δει­κτι­κή πα­ρα­φο­ρά ή το χον­δρο­κομ­μέ­νο μπρίο. Να την ακούς εί­ναι μια κα­θα­ρά πνευ­μα­τι­κή από­λαυ­σις. Όλα, φω­νη­τι­κή προ­σφο­ρά, εκ­φρα­στι­κό κάλ­λος, συ­νεί­δη­σις δρα­μα­τι­κής στιγ­μής, αί­σθη­μα ανα­λο­γιών μα­ζί κι’ ένα γού­στο άψο­γο, όλα εί­ναι αρ­μο­νία, με μια λέ­ξη: μου­σι­κή! [...]

Το δει­νώς δο­κι­μα­σθέν Φε­στι­βάλ Αθη­νών εί­χε χθες μια με­γά­λη ημέ­ρα. Ενί­κη­σε τε­λι­κά το κα­κόν δια του κα­λού.


Κριτική του Μίνου Δούνια, «Η Καθημερινή» 7.8.1957 (Αρχείο Γ. Β. Μονεμβασίτη)
Κριτική του Μίνου Δούνια, «Η Καθημερινή» 7.8.1957 (Αρχείο Γ. Β. Μονεμβασίτη)




Ιστο­ρι­κό-ταυ­τό­τη­τα εκ­δή­λω­σης. Ήσαν προ­γραμ­μα­τι­σμέ­να δυο ρε­σι­τάλ. Ένα για την πρώ­τη Αυ­γού­στου – θα εγκαι­νια­ζό­ταν με αυ­τό το Φε­στι­βάλ Αθη­νών του 1957 – και ένα για τις 5 Αυ­γού­στου. Το πρώ­το ρε­σι­τάλ μα­ταιώ­θη­κε για λό­γους φω­νη­τι­κής υγεί­ας. Αυ­τό ανα­κοι­νώ­θη­κε επι­σή­μως. Δεν απο­κλεί­ε­ται πά­ντως να συ­νέ­βα­λαν στη μα­ταί­ω­ση δη­μο­σιεύ­μα­τα και συ­μπε­ρι­φο­ρές αλό­γι­στες, που αμ­φι­σβη­τού­σαν την αξία της Κάλ­λας και θε­ω­ρού­σαν υπερ­βο­λι­κή και χα­ρι­στι­κή την αμοι­βή της που εί­χε ανα­κοι­νω­θεί – 9.000 $. Αι­τιο­λο­γη­μέ­νη λοι­πόν η έντο­νη πι­κρία της Μα­ρί­ας Κάλ­λας. Στο ρε­σι­τάλ της ερ­μή­νευ­σε στο πρώ­το μέ­ρος τις άριες D'amor sull'ali rosee από τον Τρο­βα­τό­ρε και Pace, pace, mio Dio από τη Δύ­να­μη του πε­πρω­μέ­νου του Verdi και τη Liebestod από τον Τρι­στά­νο και Ιζόλ­δη του Wagner, στο ιτα­λι­κά.
Στο δεύ­τε­ρο μέ­ρος την άρια A vos jeux, mes amis από τον Άμ­λετ του Ambroise Thomas, στα ιτα­λι­κά και τη σκη­νή της τρέ­λας Regnava nel silenzio - Quando rapito in estasi από την Λου­τσία ντι Λα­μερ­μούρ του Donizetti

Εκτός προ­γράμ­μα­τος (bis) ερ­μή­νευ­σε το δεύ­τε­ρο μέ­ρος από την άρια του Άμ­λετ. Στο πρό­γραμ­μα της συ­ναυ­λί­ας ερ­μη­νεύ­τη­καν επί­σης τα ακό­λου­θα ορ­γα­νι­κά: Ει­σα­γω­γή από τη Δύ­να­μη του πε­πρω­μέ­νου, Ιντερ­μέ­τζο από τον Φί­λο Φριτς του Mascagni και Ιντερ­μέ­τζο και χο­ρός από τη Σύ­ντο­μη ζωή του De Falla. Με αρ­χι­μου­σι­κό τον Antonino Votto συ­νέ­πρα­ξε η Ορ­χή­στρα του Φε­στι­βάλ Αθη­νών, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα η Κρα­τι­κή Ορ­χή­στρα Αθη­νών που άλ­λα­ξε το όνο­μά της πι­θα­νόν για λό­γους πνευ­μα­τι­κών δι­καιω­μά­των.


Β. «Νόρμα» του Vincenzo Bellini στην Επίδαυρο, Τετάρτη 24 και Παρασκευή 26.8.1960

(Η κρι­τι­κή δη­μο­σιεύ­τη­κε στις 28.8.1960)

Η «ΝΟΡ­ΜΑ» ΜΕ ΤΗΝ ΜΑ­ΡΙΑ ΚΑΛ­ΛΑΣ

Με την πα­ρά­στα­ση της «Νόρ­μας» του Μπελ­λί­νι στο θέ­α­τρον Επι­δαύ­ρου η χώ­ρα μας εση­μεί­ω­σε, με­τά την διε­θνή προ­βο­λή της Αρ­χαί­ας Τρα­γω­δί­ας, ένα θρί­αμ­βον άνευ προη­γου­μέ­νου και επί μου­σι­κού επι­πέ­δου. Ο στέ­φα­νος της δάφ­νης δεν ανή­κει μό­νον στους πρω­τα­γω­νι­στάς, αλ­λά και στους αφα­νείς ορ­γα­νω­τάς της πα­ρα­στά­σε­ως. Η με­τα­φο­ρά ενός κο­λοσ­σιέ­ου μη­χα­νι­σμού τρα­γου­δι­στών, χο­ρω­δών, ορ­χή­στρας και τε­χνι­κών εις ένα τό­πον ερη­μί­ας και ο συ­ντο­νι­σμός των δυ­νά­με­ων αυ­τών σε μία μνη­μειώ­δη καλ­λι­τε­χνι­κή προ­σφο­ρά απο­τε­λεί έρ­γον σχε­δόν υπε­ράν­θρω­πον. Ο μέ­σος ακρο­α­τής, πι­θα­νώς, δεν συλ­λαμ­βά­νει πα­ρά μό­νον το έτοι­μο σκη­νι­κό απο­τέ­λε­σμα, και, αλή­θεια, αυ­τό ξε­πέ­ρα­σε κά­θε προσ­δο­κία. Ασφα­λώς οι πολ­λές χι­λιά­δες ακρο­α­τών, που με τον κα­τα­κλυ­σμό της πε­ρα­σμέ­νης Κυ­ρια­κής και την μα­ταί­ω­ση της πρώ­της πα­ρα­στά­σε­ως υπο­βλή­θη­καν και για δεύ­τε­ρη φο­ρά στην δο­κι­μα­σία της πο­λύ­ω­ρης με­τα­κι­νή­σε­ως, εγκα­τέ­λει­ψαν την Επί­δαυ­ρον βα­θύ­τα­τα επη­ρε­α­σμέ­νοι από το μέ­γε­θος του γε­γο­νό­τος.
Κέ­ντρον της όλης φα­ντα­σμα­γο­ρί­ας, στον κα­τα­θλι­πτι­κό ρό­λο της Νόρ­μας, στά­θη­κε, ως επό­με­νον, η μορ­φή της Μα­ρί­ας Κάλ­λας. Ο θρύ­λος που δη­μιουρ­γή­θη­κε γύ­ρω από την ανε­πα­νά­λη­πτη προ­σω­πι­κό­τη­τά της έχει γοη­τεύ­σει την υφή­λιο. Οι χι­λιά­δες που σχη­μά­τι­σαν την προ­χθε­σι­νή μυρ­μη­κιά στην Επί­δαυ­ρο για να την ακού­σουν, ακό­μη και εκεί­νοι που δεν έχουν στε­νές σχέ­σεις με τη μου­σι­κή, κρε­μά­στη­καν κυ­ριο­λε­κτι­κώς από τα χεί­λη της. Που όμως στα­μα­τά η Μα­ρία Κάλ­λας θρύ­λος;και που αρ­χί­ζει η πραγ­μα­τι­κό­της;
Δεν ψι­θυ­ρί­ζε­ται πια, σχο­λιά­ζε­ται ευ­ρύ­τα­τα πως η χρυ­σή αυ­τή φω­νή πα­ρου­σιά­ζει αδυ­να­μί­ες, ακό­μη και στιγ­μές απελ­πι­σί­ας, που κά­πο­τε μά­λι­στα την ανα­γκά­ζουν να ακυ­ρώ­νη εμ­φα­νί­σεις την τε­λευ­ταία στιγ­μή. Όλοι εν­θυ­μού­νται την θύ­ελ­λα που ξέ­σπα­σε διε­θνώς, όταν η Μα­ρία Κάλ­λας, τον Ια­νουά­ριο του 1958, πα­ρου­σία επι­σή­μων και του Ιτα­λού προ­έ­δρου, διέ­κο­ψε την πα­ρά­στα­ση της «Νόρ­μας» στην Όπε­ρα της Ρώ­μης. Τό­τε πολ­λοί ορ­γι­σμέ­νοι δη­μο­σιο­γρά­φοι και όσοι αφε­λείς νο­μί­ζουν ότι η αν­θρώ­πι­νη φω­νή εί­ναι γραμ­μό­φω­νον έτοι­μο ανά πά­σαν στιγ­μή να τε­θεί εις κί­νη­σιν με ένα κου­μπί, εχα­ρα­κτή­ρι­σαν την υπό­θε­ση «σκαν­δα­λώ­δη». Δεν θέ­λη­σαν να πι­στέ­ψουν πως η αοι­δός πράγ­μα­τι «απώ­λε­σε» ξαφ­νι­κά την φω­νή της. Όποιος όμως γνω­ρί­ζει κά­τι από το ανε­ξε­ρεύ­νη­το μυ­στή­ριο των παλ­λο­μέ­νων αν­θρω­πί­νων χορ­δών και πό­σο στε­νά συν­δέ­ο­νται με αυ­τό που απο­κα­λού­με ψυ­χι­κή διά­θε­ση, αντι­λαμ­βά­νε­ται πως όσο με­γα­λύ­τε­ρη η μου­σι­κή ευαι­σθη­σία του καλ­λι­τέ­χνου και η αυ­θλυ­νη απέ­να­ντι της απο­στο­λής του, τό­σο πιο εύ­θραυ­στη εί­ναι η φω­νή του.
Νο­μί­ζω πως η μι­κρή αυ­τή πα­ρεμ­βο­λή εξη­γεί πολ­λά. Πι­στο­ποιεί πό­σο αλ­λη­λέν­δε­τα εί­ναι στην πε­ρί­πτω­ση της Μα­ρί­ας Κάλ­λας η ευ­πά­θεια της φω­νής της με την καλ­λι­τε­χνι­κή της εντι­μό­τη­τα. Το ότι αυ­τή η ευ­πά­θεια επι­ση­μαί­νε­ται στο επι­κίν­δυ­νο κυ­μά­τι­σμα ορι­σμέ­νων υψη­λών φθόγ­γων ή στην πα­ρεμ­βο­λή μιας κά­πως «ωχρής» με­σαί­ας πε­ριο­χής στην απί­στευ­τη κα­τά τα άλ­λα ομοιο­γέ­νεια της φω­νής της, έγι­νε φα­νε­ρό και στην πα­ρά­στα­ση της Επι­δαύ­ρου. Όμως οι αμυ­δρές αυ­τές σκιές χά­νο­νται στο απο­λυ­τρω­τι­κό φως μιας φω­νής που δα­μά­ζει την υλι­κή της υπό­στα­ση και γί­νε­ται πνεύ­μα. Υπερ­νι­κά την βα­ρύ­τη­τα, λυ­τρώ­νε­ται από την υπο­τέ­λεια του σώ­μα­τος και, ανά­λα­φρα αιω­ρού­με­νη, δια­περ­νά σαν χρυ­σή αχτί­δα τον όγκο της ορ­χή­στρας χω­ρίς οξύ­τη­τα, χω­ρίς προ­σπά­θεια. Έτσι και το τε­λευ­ταίο εκ­φρα­στι­κό από­θε­μα της μου­σι­κής του Μπελ­λί­νι προ­βάλ­λε­ται χω­ρίς εμπό­δια, πό­τε με κομ­ψή πα­ρα­στα­τι­κό­τη­τα, πό­τε με σκο­τει­νή με­λαγ­χο­λία, άλ­λο­τε πά­λι με δρα­μα­τι­κή βιαιό­τη­τα που κα­θη­λώ­νει το ακρο­α­τή­ριό της.
Αν προ­σθέ­σου­με στον συν­δυα­σμό όλων αυ­τών την με­γα­λειώ­δη λι­τό­τη­τα της υπο­κρί­σε­ως των ωραί­ων μα­τιών από την ορ­γή στον θρή­νο, την μου­σι­κή των χε­ριών – πολ­λές χο­ρεύ­τριες θα την ζή­λευαν – συ­μπλη­ρώ­νε­ται η ει­κών μιας καλ­λι­τέ­χνι­δος η οποία, όπως η Τζου­ντί­τα Πά­στα, η Μα­ρία Μα­λι­μπράν, η Τζέ­νη Λιντ, θα μεί­νει στην ιστο­ρία. [...]


Επίμονα κι η μουσική ιδέα πάει κι έρχεται

Νόρ­μα στην Επί­δαυ­ρο 1960 – Ξε­νό­γλωσ­ση αφί­σα (Αρ­χείο Γ. Β. Μο­νεμ­βα­σί­τη)

Επίμονα κι η μουσική ιδέα πάει κι έρχεται


Ιστο­ρι­κό-ταυ­τό­τη­τα εκ­δή­λω­σης. Ήσαν προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νες τρεις πα­ρα­στά­σεις. Στις 21 –ημέ­ρα Κυ­ρια­κή– στις 24 και στις 28 Αυ­γού­στου 1960. Η πρώ­τη μα­ταιώ­θη­κε λό­γω κα­ταρ­ρα­κτώ­δους βρο­χής. Πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε αυ­τή της 24ης Αυ­γού­στου και προ­γραμ­μα­τί­στη­κε μια έκτα­κτη εμ­βό­λι­μη για την Πα­ρα­σκευή 26 Αυ­γού­στου. Πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε και αυ­τή με την Μα­ρία Κάλ­λας σε εμπύ­ρε­τη κα­τά­στα­ση. Η ασθέ­νειά της δεν επέ­τρε­ψε την πραγ­μά­τω­ση της πα­ρά­στα­σης της 28ης Αυ­γού­στου. Η σκη­νο­θε­σία της πα­ρά­στα­σης έγι­νε από τον Αλέ­ξη Μι­νω­τή, τα σκη­νι­κά φι­λο­τέ­χνη­σε ο Γιάν­νης Τσα­ρού­χης και τις φο­ρε­σιές σχε­δί­α­σε ο Αντώ­νης Φω­κάς. Συμ­με­τεί­χαν οι μο­νω­δοί Κι­κή Μορ­φω­νιού [Ανταλ­τζί­ζα, με­σό­φω­νος], Mirto Picchi [Πολ­λιό­νε, τε­νό­ρος] και Ferruccio Mazzoli [Ορο­βέ­ζο, βα­θύ­φω­νος]. Την Ορ­χή­στρα και τη Χο­ρω­δία της Εθνι­κής Λυ­ρι­κής Σκη­νής – η προ­ε­τοι­μα­σία της Χο­ρω­δί­ας έγι­νε από τον Μι­χά­λη Βούρ­τση – δι­ηύ­θυ­νε ο Tulio Serafin.


Η Νόρμα του Μποστ
Η Νόρμα του Μποστ
Γ. «Μήδεια» του Luigi Cherubini στην Επίδαυρο Κυριακή 6 και Κυριακή 13.8.1961

(Η κρι­τι­κή δη­μο­σιεύ­τη­κε στις 9.8.1961)

CHERUBINI: «MEDEA» ΜΕ ΤΗΝ ΜΑ­ΡΙΑ ΚΑΛ­ΛΑΣ

Εί­ναι πια γε­γο­νός αναμ­φι­σβή­τη­το πως η χώ­ρα μας αλ­λά­ζει μορ­φή. Σ’ έναν ει­δι­κό το­μέα το διε­πί­στω­νε κα­νείς άλ­λη μια φο­ρά πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας την τε­χνι­κή δια­δι­κα­σία γύ­ρω από την προ­χθε­σι­νή πα­ρά­στα­ση της «Μή­δειας» με την Μα­ρία Κάλ­λας στην Επί­δαυ­ρο. Η δη­μιουρ­γία μιας λου­λου­δια­σμέ­νης οά­σε­ως στην άλ­λο­τε ξε­ρο­καμ­μέ­νη πε­ριο­χή του θε­ά­τρου, η ορ­γά­νω­σις των ανέ­σε­ων και η μα­ζι­κή με­τα­φο­ρά ενός τε­ρα­στί­ου ακρο­α­τη­ρί­ου εί­ναι επι­τεύγ­μα­τα συμ­βο­λι­κά μιας ρα­γδαί­ας γε­νι­κό­τε­ρης εξε­λί­ξε­ως, που πριν από μια δε­κα­ε­τία θα θε­ω­ρού­σα­με ανέ­φι­κτη. Πε­ρισ­σό­τε­ρο ακό­μη εντυ­πω­σια­κό προ­βάλ­λει το γε­γο­νός ότι χά­ρις στη συ­στη­μα­τι­κή προ­ερ­γα­σία του Εθνι­κού Θε­ά­τρου με την Αρ­χαία Τρα­γω­δία, πε­ρί­που εί­κο­σι χι­λιά­δες ακρο­α­ταί από τα πέ­ρα­τα της Ελ­λά­δος προ­θύ­μως απο­φα­σί­ζουν να υπο­βλη­θούν στην λί­γο-πο­λύ ει­κο­σι­τε­τρά­ω­ρη δο­κι­μα­σία της με­τα­κι­νή­σε­ως ως τον τό­πο του συγ­χρό­νου επι­δαυ­ρί­ου προ­σκυ­νή­μα­τος.
[...] Η πα­ρού­σα στή­λη έχει κα­τ’ αρ­χήν τα­χθή ενα­ντί­ον του εντυ­πω­σια­κού «με­γά­λου θε­ά­μα­τος» με την συσ­σώ­ρευ­ση εκα­το­ντά­δων κο­μπάρ­σων επί σκη­νής, πράγ­μα που, βέ­βαια, δεν συ­γκα­λύ­πτει την ύπαρ­ξη βα­σι­κών καλ­λι­τε­χνι­κών ελ­λεί­ψε­ων. Εδώ όμως, στην Επί­δαυ­ρο, η πα­ρου­σία τό­σων δια­ση­μο­τή­των γύ­ρω από τη Μα­ρία Κάλ­λας, πα­ράλ­λη­λα με το κα­τά­με­στο θε­α­τών επι­βλη­τι­κό εις μέ­γε­θος αρ­χαίο θέ­α­τρο, επι­βάλ­λει τη δη­μιουρ­γία ενός ανα­πε­πτα­μέ­νου σκη­νι­κού πε­δί­ου, που κα­τ’ ανά­γκην απαι­τεί την μα­ζι­κή προ­βο­λή πλή­θους.
Εν τού­τοις και αυ­τήν την φο­ρά η σκη­νο­θε­σία της Λυ­ρι­κής Σκη­νής ξε­πέ­ρα­σε τα επι­τρε­πό­με­να όρια. Αίφ­νης στο φι­νά­λε των πρά­ξε­ων η πα­ρά­τα­ξης ήταν τό­σο πυ­κνή, ώστε όχι μό­νο οια­δή­πο­τε εκ­φρα­στι­κή κί­νη­σις, αλ­λά και ο οπτι­κός δια­χω­ρι­σμός των δια­φό­ρων ομά­δων –χο­ρω­δών, χο­ρευ­τριών, Αρ­γο­ναυ­τών, λογ­χο­φό­ρων, δού­λων – κα­τα­ντού­σε συ­χνά προ­σπά­θεια μά­ταια. [...]
Αλ­λά τέ­τοιες μι­κρο­α­τέ­λειες, που εί­ναι άλ­λω­στε ζη­τή­μα­τα προ­σω­πι­κού γού­στου, ωχριούν εμπρός στην υπό­λοι­πη θε­α­μα­τι­κό­τα­τη χο­ρο­γρα­φι­κή σύν­θε­ση του Αλέ­ξη Μι­νω­τή και της Μα­ρί­ας Χορς, χω­ρίς να ανα­φέ­ρω την σκη­νο­θε­σία του Αλέ­ξη Μι­νω­τή που εκτός από την πραγ­μα­το­ποί­η­ση τε­χνι­κού άθλου ετή­ρη­σε γραμ­μή ερ­μη­νεί­ας και ήθος αντά­ξια αρ­χαί­ας τρα­γω­δί­ας. [...]
Η πα­ρου­σία της Μα­ρί­ας Κάλ­λας στο ρό­λο της ηρω­ί­δος με­τα­μορ­φώ­νει εμ­μέ­σως και αυ­τήν ακό­μη την φύ­ση της μου­σι­κής. Η ανε­πα­νά­λη­πτη προ­σω­πι­κό­της της καλ­λι­τέ­χνι­δος διεισ­δύ­ει στο πνεύ­μα της τρα­γω­δί­ας και χά­ρις στις σα­γη­νευ­τι­κές απο­χρώ­σεις της φω­νής, την μα­γι­κή επι­βο­λή της χει­ρο­νο­μί­ας, την σπί­θα της μα­τιάς, που συ­νο­δεύ­ουν την υπο­χθό­νια δύ­να­μη του πά­θους, δη­μιουρ­γεί μιαν αλη­σμό­νη­τη Μή­δεια. Πολ­λοί δι­χο­το­μούν την προ­σφο­ρά της μι­λώ­ντας χω­ρι­στά για την φω­νη­τι­κή και την σκη­νι­κή της επί­δο­ση. Όμως τα δυο εί­ναι μια αδιαί­ρε­τη ενό­της. Αλ­λη­λο­συ­μπλη­ρώ­νο­νται κα­τά τρό­πο υπέ­ρο­χο, μο­να­δι­κό στα χρο­νι­κά της επο­χής μας. Η Μα­ρία Κάλ­λας δεν «τρα­γου­δά» ού­τε «παί­ζει» απλώς τον ρό­λο της. Προ­βά­λει δια του μέ­λους και της σκη­νι­κής δρά­σε­ως την ίδια την ψυ­χή, την πα­ρά­λο­γη ψυ­χή της Μή­δειας, δια­γρά­φο­ντας την τρο­χιά των τρα­γι­κών φά­σε­ων, από την απε­γνω­σμέ­νη ικε­σία της α΄ πρά­ξε­ως ως το άγριο, απάν­θρω­πο τέ­λος της ηρω­ί­δος, με εν­στι­κτώ­δη ορ­μή και τέ­χνη που θα μεί­νουν στην ιστο­ρία. Επει­δή η Μα­ρία Κάλ­λας ζει τό­σο πα­ρά­φο­ρα το δρά­μα, εξα­κο­ντί­ζει τις δυ­να­τό­τη­τες που προ­σφέ­ρει η νε­ο­κλα­σι­κή μου­σι­κή του Κε­ρου­μπί­νι: συ­χνά το μέ­λος με­τα­μορ­φώ­νε­ται σε κραυ­γή, ο ρυθ­μός σε άγ­χος. Όμως μό­νον έτσι μπο­ρεί να στα­θεί σή­με­ρα στην Επί­δαυ­ρο της αρ­χαί­ας τρα­γω­δί­ας η μορ­φή της Μή­δειας.

Πρόγραμμα, Επίδαυρος 1961 (Αρχείο Γ. Β. Μονεμβασίτη)
Πρόγραμμα, Επίδαυρος 1961 (Αρχείο Γ. Β. Μονεμβασίτη)

Ιστο­ρι­κό-ταυ­τό­τη­τα εκ­δή­λω­σης. Ήσαν προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νες δύο πα­ρα­στά­σεις. Στις 6, ημέ­ρα Κυ­ρια­κή και στις 13 Αυ­γού­στου 1961, επί­σης Κυ­ρια­κή. Πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν και οι δύο. Η σκη­νο­θε­σία της πα­ρά­στα­σης έγι­νε από τον Αλέ­ξη Μι­νω­τή, τα σκη­νι­κά και τα κο­στού­μια φι­λο­τέ­χνη­σε ο Γιάν­νης Τσα­ρού­χης, τις χο­ρο­γρα­φί­ες εκ­πό­νη­σε η Μα­ρία Χορς. Συμ­με­τεί­χαν οι μο­νω­δοί Jon Vickers [Ιά­σων, τε­νό­ρος], Giuseppe Modesti [Κρέ­ων, μπα­σο­βα­ρύ­το­νος], Κι­κή Μορ­φω­νιού [Νέ­ρι­δα, με­σό­φω­νος] και Σού­λα Γλαν­τζή [Γλαύ­κη, υψί­φω­νος]. Την Ορ­χή­στρα και τη Χο­ρω­δία της Εθνι­κής Λυ­ρι­κής Σκη­νής – η προ­ε­τοι­μα­σία της Χο­ρω­δί­ας έγι­νε από τον Μι­χά­λη Βούρ­τση – δι­ηύ­θυ­νε ο Nicola Rescigno.


Επίμονα κι η μουσική ιδέα πάει κι έρχεται

Άμε­σα συ­μπε­ραί­νε­ται και από τα πιο πά­νω απο­σπά­σμα­τα των κρι­τι­κών που έγρα­ψε ο Μί­νως Δού­νιας ότι το ασύ­γκρι­το χά­ρι­σμα που διέ­θε­τε η Μα­ρία Κάλ­λας ήταν η συ­νι­στα­μέ­νη των εκ­φρα­στι­κών ικα­νο­τή­των της. Δεν τρα­γου­δού­σε απλώς· ερ­μή­νευε! Με κά­θε ση­μείο, με κά­θε κύτ­τα­ρο του σώ­μα­τός της· από τα μά­τια έως τα άκρα. Κυ­ρί­ως τα μά­τια. Τη «δια­πε­ρα­στι­κή μα­τιά» της επι­ση­μαί­νει και ο κρι­τι­κός θε­ά­τρου Μά­ριος Πλω­ρί­της σε ση­μεί­ω­μά του για την πα­ρά­στα­ση της Νόρ­μα που δη­μο­σιεύ­τη­κε στην εφη­με­ρί­δα Ελευ­θε­ρία στις 26.8.1960. Ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο εστιά­ζουν στα μά­τια και το βλέμ­μα της αυ­τοί που την γνώ­ρι­σαν εκ του σύ­νεγ­γυς και συ­νερ­γά­στη­καν μα­ζί της. Σε κοι­τού­σε στη σκη­νή, αλ­λά και στο στού­ντιο ηχο­γρα­φη­σης, και νό­μι­ζες ότι σε κοι­τού­σε η εν­σάρ­κω­ση της ηρω­ί­δας την οποία υπο­δυό­ταν.. μου εί­χε πει ο βα­θύ­φω­νος Νί­κος Ζα­χα­ρί­ου (1923-2007), αγα­πη­μέ­νος της φί­λος και μου­σι­κός συ­νο­δοι­πό­ρος, γνω­στός πα­γκο­σμί­ως ως Nicola Zaccaria.

Τα επί­θε­τα που προσ­διο­ρί­ζουν τα ερ­μη­νευ­τι­κά χα­ρί­σμα­τα της Μα­ρί­ας Κάλ­λας, κα­θώς και τα εγκώ­μια για αυ­τήν πε­ρισ­σεύ­ουν. Συ­γκε­ντρω­μέ­να τα επί­θε­τα και οι φρά­σεις εγκω­μί­ων και επαί­νων θα μπο­ρού­σαν να δο­μή­σουν ένα τε­ρά­στιο λε­ξι­κό. Ότι σκέ­φτε­σαι για αυ­τήν έχει πλέ­ον λε­χθεί, έχει κα­τα­γρα­φεί. Ξε­φυλ­λί­ζο­ντας τα βι­βλία, τις κρι­τι­κές, τα αφιε­ρώ­μα­τα συ­να­ντάς πολ­λά ανα­πά­ντε­χα. Κα­νέ­να, ωστό­σο, δεν ξε­περ­νά σε τόλ­μη, φα­ντα­σία και αντι­συμ­βα­τι­κό­τη­τα αυ­τό το οποίο απο­θη­σαύ­ρι­σε στο εξαί­ρε­το Βιο­γρα­φι­κό Λε­ξι­κό Μου­σι­κών (Baker’s biographical dictionary of musicians – Schirmer Books, 8η έκδ. Nέα Yόρ­κη 1992) ο ξε­χω­ρι­στός, ευ­φυ­ής και πο­λυ­πράγ­μων Ρω­σο­α­με­ρι­κα­νός Nicolas Slonimsky (1894-1995). Στο λήμ­μα του για τη Μα­ρία Κάλ­λας (σελ. 285) έχει κα­τα­γρά­ψει έναν απί­στευ­το, υπερ­ρε­α­λι­στι­κό χα­ρα­κτη­ρι­σμό τον οποίο άκου­σε, όπως ανα­φέ­ρει, από κά­ποιον ρα­διο­φω­νι­κό πα­ρα­γω­γό: If an orgasm could sing, it would sound like Maria Callas” – Αν ένας ορ­γα­σμός μπο­ρού­σε να τρα­γου­δή­σει, θα ηχού­σε σαν τη Μα­ρία Κάλ­λας…


Επίμονα κι η μουσική ιδέα πάει κι έρχεται




____________
Ο τί­τλος εί­ναι πα­ραλ­λαγ­μέ­νο δά­νειο από το ποί­η­μα «Ο Δα­ρεί­ος» (1917) του Κ. Π. Κα­βά­φη: Όμως μες σ’ όλη του την τα­ρα­χή και το κα­κό, επί­μο­να κι η ποι­η­τι­κή ιδέα πά­ει κι έρ­χε­ται.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: