Χρόνια και λόγια κερδισμένα

Με τον Γ. Μονεμβασίτη
Με τον Γ. Μονεμβασίτη

«Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
 μου τα ’πες με το πρώτο σου το γάλα»

«Παραπονεμένα λόγια/ έχουν τα τραγούδια μας
 γιατί τ’ άδικο το ζούμε/ μέσα από την κούνια μας»

Με αυτά τα εξαίσια στιχουργικά σπαράγματα περιγράφουν, επιγραμματικά, πλην όμως καίρια, εύστοχα, ακριβοδίκαια, αλλά και σπαραχτικά, το διαχρονικό δράμα και τον άσβεστο πόνο του Ελληνισμού, δυο σπουδαίοι τεχνίτες του λόγου του ελληνικού: ο μεγάλος Νίκος Γκάτσος και ο μεγάλος, ο πολυαγαπημένος, ο κοσμαγάπητος Μάνος Ελευθερίου, που πρόσφατα μας αποχαιρέτησε και κάθε εγκώμιο και τιμή του αξίζει για τα μονάκριβα, τα μαλαματένια τιμαλφή που μας έχει χαρίσει.

Ο Μάνος Ελευθερίου άρχισε να μετρά τις μέρες της ζωής του στις 12 Μαρτίου 1938 στην Ερμούπολη της Σύρου. Εκεί μεγάλωσε με τον πατέρα του απόντα –ταξίδευε στα καράβια– και τη μητέρα να ξενοδουλεύει για να θρέψει τον ίδιο και τα τρία αδέλφια του. Όπως με πίκρα ομολογεί, μεγάλωσε στην απόλυτη φτώχεια. Παιδικά χρόνια, λοιπόν, κάθε άλλο παρά ευτυχισμένα. Ήταν 14 χρονών όταν η οικογένειά του μετοίκησε στην Αθήνα. Ονειρευόταν τότε να γίνει δικηγόρος ή μηχανικός. Δεν μετάνιωσε που δεν προσπάθησε να γίνει. Τουναντίον ήταν ευτυχισμένος που δεν έγινε!

Με αγωνία και αγώνες τέλειωσε το Γυμνάσιο, αποπειράθηκε να σπουδάσει την τέχνη του ηθοποιού (Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, Σχολή Σταυράκου), βρέθηκε στα Γιάννενα το 1960 υπηρετώντας τη στρατιωτική θητεία του. Εκεί, («μεσ’ στην ομίχλη πέντε-οχτώ») άρχισε να γράφει: ποιήματα, πεζά, τραγούδια ταυτοχρόνως. Με κάποια από τα ποιήματά του αυτά δόμησε μια συλλογή, την ονόμασε Συνοικισμός, και την εξέδωσε με δικά του χρήματα το 1962. Μοίρασε τα αντίτυπά της από δω κι από κει, προσμένοντας κάποιο ενθαρρυντικό λόγο. Τα περισσότερα κατέληξαν στα συρτάρια, αν όχι στον κάλαθο αχρήστων. Να, όμως, που κάποιος πρόσεξε και εκτίμησε την προσπάθεια του νεαρού να κατακτήσει τον ποιητικό λόγο. Ήταν ο Δημήτρης Π. Κωστελένος, λογοτέχνης, μεταφραστής και κριτικός λογοτεχνίας, που σε σχόλιό του που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ακρόπολις, εκείνη τη χρονιά, σημείωνε: 

«Πικρός, μα πολύ πικρός ποιητής ο Μάνος Ελευθερίου στο πρωτοφανέρωμά του. Άτεγκτος στην ήττα του που την πιστεύει ήττα όλων μας. Στην ήττα της παραδοχής μιανού κύκλου ευαισθησίας σαν σκοπού της ζωής».

Δεν παρέκκλινε από αυτή τη διαπίστωση σε όλη τη μέχρι σήμερα διαδρομή του ο Μάνος Ελευθερίου. Αυτή η πίκρα τον ακολούθησε, σαν να ’ταν η σκιά του, καθώς βάδιζε προς το ανυποχώρητο λυκόφως της άδικης και δόλιας εποχής μας. Την πίκρα αυτή βρίσκουμε και στα πεζογραφήματά του, τα οποία εγκαινιάστηκαν με τη συλλογή διηγημάτων Το διευθυντήριο, που εκδόθηκε το 1964, αλλά και στα τραγούδια του, τα οποία είχαν ιχνηλάτη το «Ρημαγμένοι κήποι», που ευλογήθηκε από τη μουσική του Χρήστου Λεοντή και δισκογραφήθηκε την ίδια χρονιά, 1964:

Το σπίτι γέμισε με λύπη
και με σταχτί πικρό καπνό
    φεύγεις και ρήμαξαν οι κήποι
        χωρίς γαλάζιο ουρανό

Νωρίς νωρίς, ο Μάνος Ελευθερίου έδωσε απτά δείγματα του τρισυπόστατου χαρίσματός του: Ποίηση, πεζογραφία, τραγούδι. Εκείνη την εποχή, ως μέλος του ιστορικού ΣΦΕΜ (Σύλλογος Φίλων Ελληνικής Μουσικής), γνώρισε και τον Μίκη Θεοδωράκη. Τραγούδια του έφτασαν στα χέρια του μουσουργού και τραγουδοποιού και γεννήθηκε από αυτά ο κύκλοςΤα λαϊκά. Τα υπόλοιπα συνιστούν μια λίγο-πολύ γνωστή ιστορία.
Ο Ελευθερίου συνέχισε να ασχολείται με πάθος και αφοσίωση και με τα τρία είδη του λόγου. Συνέθεσε δώδεκα ποιητικές συλλογές, διάσπαρτες στο χρόνο, στις οποίες συμβαδίζει με τις τάσεις του ευρωπαϊκού υπερρεαλισμού, κωδικοποιημένες όμως με ένα ύφος εντελώς προσωπικό, που όχι σπάνια ζητάει να ζευγαρώσει με εκείνο του τραγουδιού:

        Στον Άδη πάνε οι φίλοι κι άλλοι φίλοι
        μονάχοι, ανυπεράσπιστοι, βουβοί.
        Με τη φωνή κλεισμένη σε κοχύλι
        την ύστατη να βρούνε αμοιβή.
        Εκεί που βρίσκουν όλα θεραπεία.
        Στο πέραν. Στο ποτέ. Στην ουτοπία.

«Ακτινογραφία θώρακος» [Η πόρτα της Πηνελόπης, 2004]

Στο μυθιστόρημα άργησε να φανερωθεί. Διηγήματα και νουβέλες είχε εκδώσει, εν τω μεταξύ, μέχρι το 2004, οπότε μας σύστησε Τον καιρό των χρυσανθέμων. Μια υπέροχη, μελαγχολική ωδή στον κόσμο του θεάτρου, όπως τον φαντάστηκε, όπως τον γνώρισε ή όπως θα ήθελε να τον γνωρίσει! Ακολούθησαν πέντε ακόμη μυθιστορήματα και μια ιδιαίτερη συλλογή ανατρεπτικών, έως και επικίνδυνων διηγημάτων με τίτλο Η μελαγχολία της πατρίδας μετά τις ειδήσεις των οκτώ.

«Γιατί πάντα υπάρχει ένας εχθρός. Και τα χρόνια που έρχονται τον θρέφουν μυστικά και τον δυναμώνουν με το αίμα μου και μένει στη σκοτεινή γωνιά αμίλητος. Αν βήξει, θα τον ακούσω. Μα ποιος μου λέει ότι δεν είναι κάποιος πιστός και ειλικρινής φίλος που αγρυπνάει από αγάπη για μένα!»

Είναι γνωστή η αγάπη του για τις παλιές φωτογραφίες. Δεν πάει πολύς καιρός που, περνώντας από το σπίτι του. μου έδειξε μια φωτογραφία με μικρούς μαθητές και μαθήτριες. Μια μαθήτρια στην άκρη ήταν άτυχη καθώς το καδράρισμα του φωτογράφου δεν τη χώρεσε και έτσι απαθανατίστηκε μισή. Μαχαίρι όχι μόνον στην εικόνα, αλλά και στην ψυχή του μικρού κοριτσιού το θεώρησε ο Μάνος και του χάρισε ένα σπαραχτικό ποίημα. Στις λιγοστές του λέξεις έκλεισε τόσο πόνο και καημό, που δεν μπορούν να τον περιγράψουν ούτε οι χίλιες λέξεις με τις οποίες θέλουμε να ισούται η κάθε εικόνα. Έτσι λειτουργούσε ο Μάνος Ελευθερίου. Βλέπει, αισθάνεται, συγκινείται, γράφει, περιγράφει. Ο περιούσιος λόγος του δεν ανακαλεί τις μνήμες. Τις δημιουργεί.
Η αγάπη του για τη φωτογραφία, καθώς και ο παράφορος έρωτάς του για την πόλη που τον είδε να γεννιέται –και από κάποια στιγμή και μετά και για το διασημότερο τέκνο της τον Μάρκο Βαμβακάρη– μετουσιώθηκαν σε λευκώματα και ιδιαίτερες εκδόσεις, που ευδοκίμησαν με δική του επιμέλεια. Μνημονεύουμε την τετράτομη έκδοση Το θέατρο στην Ερμούπολη τον εικοστό αιώνα, καθώς και το σχετικά πρόσφατο Μαύρα Μάτια, που ξεναγεί με τρόπο απολαυστικό στη συριανή κοινωνία των χρόνων 1905-1920, μέσα στην οποία έζησε τα πρώτα δεκαπέντε χρόνια της ζωής του ο Μάρκος. Αντίδωρα από καρδιάς στη γενέθλια πόλη, αλλά και σε όσα μας δώρισε ο τροβαδούρος-πατριάρχης του ρεμπέτικου.
Αν η μισή του καρδιά βρισκόταν στη λογοτεχνία, η άλλη μισή βρισκόταν στη μουσική. Ας θυμηθούμε  πώς ονόμασε  κάποιες από τις ποιητικές του συλλογές: Μαθήματα μουσικής (δεύτερη ποιητική συλλογή, 1962), Αναμνήσεις από την όπερα (έβδομη ποιητική συλλογή, 1987). Αλλά και στα πεζογραφήματά του, συχνά η μουσική –τα τραγούδια περισσότερο–, δίνουν το παρόν. «Είναι αρρώστια τα τραγούδια», είχει δηλώσει άλλωστε ο ίδιος. Αρρώστια, ναι. Πανέμορφη όμως.
Όλοι σχεδόν οι σημαντικοί Έλληνες τραγουδοποιοί ευεργετήθηκαν από τον εύρωστο, αειθαλή λόγο του. Από τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μάνο Χατζιδάκι, έως τους νεότερους τραγουδοποιούς, που διακονούν με ευλάβεια τον ποιητικό λόγο. Ο κατάλογος είναι ατέλειωτος. Περισσότερα από 500 τραγούδια του έχουν δισκογραφηθεί. Περίπου 300, όμως, παραμένουν στο συρτάρι, προσμένοντας εκείνον που θα μπορέσει να ανακαλύψει το κρυφό μουσικό δάκρυ τους.  Αγαπήσαμε πολλά από τα μελοποιημένα του και ας μην ξέρουμε πάντοτε ότι είναι δικά του. Πόσα και πόσα από αυτά άντεξαν τη δοκιμασία του χρόνου και μοιάζουν σημερινά...

        Με δέσαν στα στενά και στους κανόνες
        και ξημερώνοντας Παρασκευή
        τοξότες φάλαγγες και λεγεώνες
        με πήραν και με βάλαν σε κλουβί
        και στα υπόγεια, ζάρια τους αιώνες
        παιχνίδι παίζουν οι αργυραμοιβοί.

[«Μαλαματένια λόγια» από τη Θητεία (1974) του Γιάννη Μαρκόπουλου]

Ο ποιητής Γιάννης Βαρβέρης, τον απρίλιο του 2009, σε ομιλία του για τον Μάνο Ελευθερίου είχε πει με την περισσή τρυφερότητα που τον χαρακτήριζε:

«Αυτός ο ακριβός ποιητής, μέσα στη γενική του γενναιοδωρία, έστειλε με αγάπη πολλά από τα ποιητικά παιδιά του στο σχολείο της μουσικής όπου και αρίστευσαν χαριζόντάς μας με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πολλή και γνήσια ομορφιά».

Για να ξεχωρίζει την ποίηση από το στίχο, που είναι προορισμένος να μελοποιηθεί, τον δεύτερο, πολύ σωστά, τον ονόμαζε  εξαρχής «τραγούδι». Οι στίχοι, τα τραγούδια του, δεν καταφεύγουν πάντα στην ευκολία της επωδού, αλλά συχνά ξετυλίγονται δημιουργώντας την αίσθηση της συνεχώς αυξανόμενης έντασης – του crescendo, θα λέγαμε.
Ο μεταξωτός λόγος του, πεζός ή ποιητικός, είναι γεμάτος πικρία και μελαγχολία. Ευτυχισμένος εμφανίζεται σε λιγότερα από πενήντα τραγούδια του. Ο λόγος του ανατρεπτικός, αιρετικός, αγέρωχος, ευθύβολος, πυκνός, πολυπαιδεμένος και καλοζυγισμένος. Προ πάντων, όμως, ευαίσθητος – να θυμηθούμε το ποίημα/τραγούδι του για τον τραγικό, αδικοχαμένο Βαγγέλη Γιακουμάκη.* Τον λόγο του αυτόν τον έχουν απολαύσει οι αναγνώστες της γραφής του, της λογοτεχνικής αλλά και των χρονογραφημάτων του, οι ακροατές των τραγουδιών του καθώς και εκείνοι των ραδιοακροαμάτων που παρουσίαζε από τον Αθήνα 9,84 ή το Δεύτερο Πρόγραμμα της Ε.ΡΑ.
Ειλικρινής μέχρι κυνικότητας είναι συχνά ο Μάνος Ελευθερίου. Σαρκαστικός όταν πρέπει, αλλά και αυτοσαρκαστικός. Σχολαστικός και τελειομανής στις έρευνές του. Οι πιρουέτες στον χρόνο, με αυξημένη την ανάγκη της νοσταλγίας, αποτελούν αγαπημένο του παιχνίδι. Οι επιρροές του πολλές. Δύσκολα όμως ανιχνεύσιμες, αφού συνεχίζει το μοναχικό σεργιάνι του στον ολόφωτο κόσμο του δημιουργικού πόνου, ανένταχτος και αυτόφωτος.

Ιδού πως αυτοπροσδιορίζεται ο ποιητής του λόγου, μέσα στο τραγούδι του «Ο Ποιητής»:

        Ο ποιητής είναι παράθυρο ανοιχτό
        στην εξουσία των καιρών

        κι έχει τη μνήμη των νεκρών.


        Μιλά τη γλώσσα του Θεού

        με τη φωνή του κεραυνού.
        Μιλά τη γλώσσα του Θεού
        κι έχει τα μάτια του παντού.

[«Ο Ποιητής». Κύκλος τραγουδιών Νύχτα θανάτου (1968), με μουσική του Μίκη Θεοδωράκη]

Νοιώθω ότι υπήρξα άνθρωπος τυχερός. Ευτύχησα να έχω στη ζωή μου πραγματικά σπουδαίους δασκάλους. Ακόμη πιο τυχερός αισθάνομαι όταν συνειδητοποιώ ότι οι δάσκαλοι αυτοί έγιναν και φίλοι μου. Από τον Θεοδόση Τάσιο, στα σπουδαστικά μου χρόνια στο Πολυτεχνείο και τον Παύλο Ζάννα, όταν άρχισα να νοιώθω και να μετράω τη ζωή, κυρίως αυτόν, που με έμαθε να σκέφτομαι και τον οποίο θεωρώ πνευματικό μου πατέρα, έως τον Τίτο Πατρίκιο, τον Κώστα Γεωργουσόπουλο και τον Μάνο Ελευθερίου. Συνήθως οι δάσκαλοι είναι αυτοί που εγκωμιάζουν κάποιον μαθητή, επαινώντας τα επιτεύγματά του. Αλλά να που οι ρόλοι αντιστράφηκαν. Και να εγώ, ο μαθητής, είχα το προνόμιο να παινέψω το δάσκαλό μου, τον Μάνο Ελευθερίου.


___


Πώς είναι ο έρωτας γραμμένος στο πετσί μας. / Με γράμματα άραγε ή μαύρους αριθμούς. /Αίμα θηλάζει κι η Ελλάδα κι η ζωή μας /Μα οι εχθροί μας πίνουν μόνο αγιασμούς. / Των δράκων γάλα, δηλαδή. Και το φαρμάκι.  / Κρίμα. Δεν γνώρισες τον Κώστα Καρυωτάκη. 
Στους ουρανούς θ' αναγνωρίσουνε ποιος ήσουν. / Ξέρουν αυτοί. Το φωτοστέφανο χρυσό. / Φώτιζες νύχτες των ανθρώπων που θα ζήσουν / κι έχουν και θάνατο και φως μισό μισό. / Οχι τσεκούρι και μπαλτάς. Μήτε και σφαίρα. /   Μ' ένα σουγιά που κόβει φλέβες στον αέρα. 
Με του Μακμπέθ πήγες τις μάγισσες, στους βάλτους / να βρεις πώς σμίγει το χρυσάφι με χαλκό / κυνηγημένος απ΄το σώμα σου κοντά τους / αλλά ποιος δαίμονας ξορκίζει το κακό.  / Δεν παραστάθηκαν Απόστολοι εκ περάτων  / Κι ας πήραν όψη τα μυστήρια των πραγμάτων. 
Τι συζητούσες στον Αγρό του Κεραμέως / στους κήπους του αίματος σαν μια σταλαγματιά. / Για στρατηλάτης δεν σου πήγαινε γενναίος / μήτε τσιράκι στων τραμπούκων τη στρατιά. / Επαρχία, επαρχία, όλα τα σφάζεις. / Λυσσάς και ράβεις και κεντάς κι όλο σπαράζεις.  
Ο Γκρέκο εδώ, ο Λόρκα εκεί. Ποιος θα κερδίσει. / Τους ξέρεις άραγε να ρίξεις μια ματιά. / Και τώρα ποιος από τους δυο θα ζωγραφίσει / την ομορφιά σου, σαν την άγρια νυχτιά. / Σ' άγγιξαν άραγε τα φίδια κι οι αράχνες. / Τι μυστικά σού είπε το φως μέσα στις πάχνες. 
Αθώοι όλοι. Σε μια χώρα των αθώων. / Δεν σε γνωρίσαμε να πιούμε έναν καφέ, / δυο τρεις κουβέντες για τους άθλους των ηρώων / γι' αυτούς που ζούνε συντροφιά μ' έναν χαφιέ.  / Λυσσούν να σ' έβρουν τα σκυλιά. Λυσσούν οι σκύλοι. /  Κι η ομερτά στις καφετέριες καντήλι. 
Πώς να σου γράψω, το λοιπόν, βιογραφία / αφού οι λέξεις μου είναι μόνο της βροχής. / Ποτέ το μπλε δεν το χωρά δικογραφία. / Θυμίζει σύλληψη κι εκτέλεση εποχής. / Είμαστε άρρωστοι βαριά από νοσταλγία.  / Μας περιμένουν τα τσιγγέλια στα σφαγεία.

(Μάρτης 2015)

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: