Δήμος Μούτσης: Ταξιδιώτης του παντός

Μουσικός με στέρεες βάσεις
Μουσικός με στέρεες βάσεις



Ο γέρο-Δήμος πέθανε,
Ο γέρο-Δήμος πάει...


Ο Δήμος Μούτσης (2.8.1938-6.3.2024) αποτέλεσε μια ξεχωριστή περίπτωση στα μουσικά πεπραγμένα των τριάντα πέντε τελευταίων χρόνων του 20ού αιώνα. Σε πρώτη, βασική ανάγνωση, είχε αναδειχθεί σε έναν από τους εξάρχοντες τραγουδοποιούς της γενιάς του, αυτούς που θεωρήθηκαν επίγονοι του Μίκη Θεοδωράκη και του Μάνου Χατζιδάκι. Υπάρχουν ωστόσο κάποια χαρακτηριστικά στη ζωή και στη δημιουργική πορεία του τα οποία τον καθιστούν μοναδικό.
Δεν ήταν αυτοδίδακτος μουσικά αλλά είχε στέρεες μουσικές βάσεις καθώς σπούδασε βιολί, και περάτωσε τις σπουδές του, στο ιστορικό Ωδείο Αθηνών, την εποχή που αυτό στεγαζόταν στο παλιό κτήριο της οδού Πειραιώς, στον αριθμό 35.
Ο Φρειδερίκος Βολωνίνης, ο νεότερος, και ο Βασίλειος Σταυριανός, που υπηρετούσαν τη μεγάλη σχολή του Ιωσήφ (Χοσέ) Μπουστίντουι (José de Bustinduy), ήταν οι εκεί δάσκαλοί του. Είχε μάλιστα ο Μούτσης συσπουδαστές του τον Κωνσταντίνο Καβάκο, πατέρα του οικουμενικού Λεωνίδα, και τον Σωτήρη (Σώτο) Κυριαζόπουλο, αδελφό της Ζωζώς Κυριαζοπούλου και της Σούλας Μπιρμπίλη, μετέπειτα Μαρκίζη, που δραστηριοποιήθηκε ως βιολονίστας, μετά τις σπουδές του, στη Γαλλία.
Παρά τις σημαντικές σπουδές του ο Δήμος Μούτσης ελάχιστα εμφανίστηκε ως βιολονίστας – τις μελωδίες για τα γνωστά και δημοφιλή τραγούδια του τις συνέθετε με την κιθάρα του κυρίως αλλά και με πιάνο. Από τα αρχεία μας ανασύραμε δυο κριτικές για την μία και μοναδική, κατά όπως φαίνεται, συμμετοχή του, με την ιδιότητα του σολίστ, σε συναυλία. Ήταν της Ορχήστρας του Δήμου Αθηναίων, πραγματοποιήθηκε δε την Τετάρτη 5 Απριλίου 1967 στο Θέατρο Κοτοπούλη-REX· αρχιμουσικός ήταν ο Αλέκος Αθανασιάδης. Στην εφημερίδα Ελεύθερος Κόσμος η Λιάνα Ρουσσιάνου-Πιπεράκη σημείωνε (δημοσίευση 7.4.1967): 

Σολίστ στο Κοντσέρτο σε σολ μείζονα για βιολί του Μόζαρτ (σ.σ. Μότσαρτ βεβαίως και το Κοντσέρτο είναι το αρ. 3 με ΚV 216), ήταν ο Δήμος Μούτσης. Ο βιολιστής δεν έχει ίσως την μουσική ζωντάνια, το «νεύρο» που θα περίμενε κανείς από άνθρωπο της ηλικίας του. Εν τούτοις παρουσιάζει ορισμένες αρετές που προμηνύουν τον ξεχωριστό καλλιτέχνη: τονική ακρίβεια, σίγουρη δοξαριά, τεχνική που θα εζήλευαν πολλοί πεπειραμένοι συνάδελφοί του· τέλος, έναν ήχο που όμοιο του σε όγκο και ποιότητα σπάνια έχουμε ακούσει. ... Ας ελπίσουμε ότι δεν θα διαψεύσει τις ελπίδες μας. 






Εξαιρετικά λιτή ήταν η σχετική αναφορά της Λιλύς Αλέκου Δράκου στην εφημερίδα Αθηναϊκή (δημοσίευση 8.4.1967):

Η δεύτερη συναυλία της Συμφωνικής του Δήμου Αθηναίων, στο κατάμεστο θέατρο «Ρεξ» είχε ιδιαίτερη επιτυχία: ... και γιατί γνωρίσαμε δυο, ξεχωριστής ποιότητος, νέους καλλιτέχνες –το βιολιστή Δ. Μούτση, στο Κοντσέρτο Κ. 216» του Μότσαρτ, καθώς και τον Γ. Ζουγανέλη, στο δύσκολο «Κοντσέρτο για τούμπα» (σε πρώτη εκτέλεσι), του Βων – Ουίλλιαμς ...

Αναπάντητο ερώτημα αρ. 1: Αφού η πρώτη του εμφάνιση με την ιδιότητα του σολίστ βιολιού υπήρξε τόσο ελπιδοφόρα γιατί δεν συνέχισε;

    Πέραν αυτού ανιχνεύονται μόνο κάποιες συμμετοχές του στην Μικρή Ορχήστρα Αθηνών την οποία είχαν συνιδρύσει ο Θεοδωράκης με τον Χατζιδάκι. Εκεί προφανώς τον εντόπισε ο Χατζιδάκις και τον προξένεψε στον Γιώργο Ρωμανό για να τον χρησιμοποιήσει το 1965 στις ηχογραφήσεις του πρώτου δίσκου με δικά του τραγούδια, ο οποίος είχε το απλό, προσδιοριστικό όνομα Μπαλλάντες. Ο Μούτσης είχε στις ηχογραφήσεις εκλεκτή μουσική συντροφιά: Νίκος Γκίνος (κλαρινέτο), Δημήτρης Φάμπας & Γεράσιμος Μηλιαρέσης (κλασικές κιθάρες) και Ανδρέας Ροδουσάκης (κόντρα μπάσο). Άπαντες συνεργάτες του Χατζιδάκι· αν μάλιστα στους τρεις τελευταίους προσθέσουμε την Αλίκη Κρίθαρη (άρπα) και το πιάνο του Χατζιδάκι θα έχουμε το θεσπέσιο κουιντέτο που μας χάρισε τη μαγεία των ανεπανάληπτων Δεκαπέντε Εσπερινών. Στις ηχογραφήσεις των τραγουδιών του Ρωμανού, όμως, ο Μούτσης δεν συμμετείχε παίζοντας βιολί, όπως θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει, αλλά φυσαρμόνικα!!! Αυτός ήταν ο πρώτος ήχος του Μούτση που δισκογραφήθηκε...

    Λίγοι γνωρίζουν ή έστω λίγη σημασία δόθηκε στο γεγονός ότι το πρώτο θεατρικό έργο, από τα λιγοστά, για το οποίο συνέθεσε μουσική ο Μούτσης ήταν η κωμωδία Νεφέλαι του Αριστοφάνη, όπως αυτή παρουσιάστηκε το καλοκαίρι του 1970 στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου από το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού (πρώτη παράσταση στις 28 Ιουνίου). Η σχέση του τελευταίου με τον Χατζιδάκι, που απουσίαζε τότε στην Αμερική, επιτρέπει την εικασία ότι ο Χατζιδάκις πρότεινε τον Μούτση στον Σολομό, μια και ο νεαρός τραγουδοποιός και άπειρος σε τέτοια θέματα ήταν και άγνωστος στις σχετικές παρέες. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι εκείνο το καλοκαίρι για τις παραστάσεις του Εθνικού στην Επίδαυρο μουσική είχαν συνθέσει ο Μιχάλης Αδάμης, ο Δημήτρης Δραγατάκης, ο Στέφανος Βασιλειάδης και ο Γιώργος Κουρουπός. Την εικασία ενδυναμώνει το γεγονός ότι τη ίδια χρονιά ο Χατζιδάκις εμπιστεύτηκε στον Μούτση την ενορχήστρωση και τη μουσική διεύθυνση στην ηχογράφηση των τραγουδιών του με στίχους Νίκου Γκάτσου με τα οποία δομήθηκε ο κύκλος Επιστροφή.



    Αξίζει να αναφέρουμε τα σχόλια των θεατρικών κριτικών για τη μουσική την οποία άκουσαν στην παράσταση της Επιδαύρου - αυτήκοοι μάρτυρες δηλαδή:

    «Βασικός συνεργάτης του κ. Σολομού στη φετεινή του δουλειά στις «Νεφέλες» ο Δήμος Μούτσης. Ξεχείλισε το θέατρο με μελωδίες και ρυθμούς που ηλέκτριζαν τις χιλιάδες των θεατών και δυνάμωσαν την ποίηση του Αριστοφάνη ενώ έδωσαν την ευκαιρία στην κ. Τατιάνα Βαρούτη να αναπτύξει σε ανάερους σχηματισμούς γεμάτους χάρι και κομψότητα τον χορό των Νεφελών, των οποίων ηγείτο η Μαίρη Αρώνη, η μοναδική αυτή ερμηνεύτρια των γυναικείων ρόλων των κωμωδιών του Αριστοφάνη....» (Τώνης Τσιριμπίνος, 30.6.1970, Νέα Πολιτεία)

    «Γενικά ωστόσο, η παράσταση είχε κέφι. Διασκέδασε χωρίς αμφιβολία το πολύ κοινό που είχε γιομίσει τις κερκίδες του αρχαίου θεάτρου μας και του αρέσει να ακούει σύγχρονη μουσική, χορό και τραγούδι.» (Περσεύς Αθηναίος, 10.9.1970, Ελληνική Ώρα Πειραιώς)

    «Πολύ βοήθησαν την παράσταση και οι λοιποί συνεργάτες του σκηνοθέτη: ο Γιώργος Βακαλό με τη σκηνογραφία και τις επιτυχημένες ενδυμασίες του. Ο Δήμος Μούτσης με τη μουσική του. Η Τατιάνα Βαρούτη με την χορογραφία της.» (Στέλιος Ι. Αρτεμάκης, 24.6.1970, Σημερινά)

    «Δεύτερο έργο στα Επιδαύρια 1970, οι Νεφέλες του Αριστοφάνη με σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, μετάφραση Ν. Σφυρόερα, μουσική Δ. Βούτση, χορογραφία Τατιάνας Βαρούτη, σκηνογραφία και ενδυματολογία Γ. Βακαλό... Τα στοιχεία που επεσήμανε ο σκηνοθέτης με επιτυχία για να δώση μια καινούργια ζωή στο έργο ήταν τα δευτερεύοντα, και πρώτο απ’ αυτά ο Χορός, που κινήθηκε με άνεσι ψυχικής ευφορίας χάρη στους συντελεστές της: στο πνεύμα του σκηνοθέτη, την κινητική και φωνητική δημιουργία της Μαίρης Αρώνη, την απλή και συναρπαστική χορογραφία της Τατιάνας Βαρούτη, τις αιθέριες ενδυμασίες του Γιώργου Βακαλό και την καλά χαρακτηρισμένη μουσική του Δήμου Βούτση.» (Άγγελος Δόξας, 2.7.1970, Ελεύθερος Κόσμος· σ.σ. ο κριτικός αγνοεί προφανώς το σωστό όνομα του συνθέτη της μουσικής και τον αναφέρει δις ως Βούτση)

    «Ο Αλέξης Σολομός που μας χάρισε την πιο σπαρταριστή μελέτη για τον Αριστοφάνη, έχει ένα δικό του τρόπο να τον νοιώθει και να τον σκηνοθετεί... Η παράσταση ήταν πολύ δεμένη, συνεπής, γοργή, ενορχηστρωμένη. Η μουσική – με πλούτο από μελωδίες πολύ επιτυχημένες του Δήμου Μούτση – έξοχα συνταιριασμένη στην σκηνοθετική γραμμή με θετικό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.» (Ειρήνη Καλκάνη, 2.7.1970, Απογευματινή)

    «Ο Αλέξης Σολομός ... μας χάρισε ένα οργιώδες, λαϊκό ξεφάντωμα... Εκσυγχρονισμένα θεατρική η μετάφραση του Νίκου Σφυρόερα. Ανεπίληπτα τα σκηνικά και τα κοστούμια του Γιώργου Βακαλό, απόλυτα ταιριαστή, γλυκιά και κεφάτη, η μουσική του Δήμου Μούτση και δημιουργικά αποτελεσματική η χορογραφία της Τατιάνας Βαρούτη.» (Βαγγέλης Ψυρράκης, 11.7.1970, Σημερινά)

    «Η παρουσίαση του έργου Νεφέλαι στο Ηρώδειο, ξεπέρασε σε κόσμο κάθε προηγούμενο, από πλευράς δημιουργίας καλής σκηνικής εντυπώσεως. Μονταρισμένο άψογα από τον Αλέξη Σολομό πάνω σε μια γλαφυρή και σύγχρονη μετάφραση του Νίκου Σφυρόερα και μουσική περίφημη του Δήμου Μούτση άφησε τις πιο καλές εντυπώσεις» (Περσεύς Αθηναίος, 27.8.1975, Ημερησία· σ.σ. μετά την πρώτη παράσταση στην Επίδαυρο, το έργο παρουσιάστηκε την ίδια χρονιά στο Αρχαίο Θέατρο Δωδώνης, στο Βεάκειο – Σκυλίτσειον ονομαζόταν τότε – και στο Ηρώδειο. Επαναλήφθηκε στις 23.8.1975 στο Ηρώδειο )

    «Η κ. Τ. Βαρούτη εκίνησε με ανταπόκριση προς τη σκηνοθετική γραμμή το χορό και η ωραία μουσική του κ. Δ. Μούτση έδωσε την «οικεία» ατμόσφαιρα.» (Σόλων Μακρής, 1.10.1975 περ. Νέα Εστία)

    «Πολύ βοήθησαν την παράστασι και οι λοιποί συνεργάτες του σκηνοθέτη: ο Γιώργος Βακαλό με την σκηνογραφία και τις επιτυχημένες ενδυμασίες του. Ο Δήμος Μούτσης με τη μουσική του. Η Τατιάνα Βαρούτη με την χορογραφία της... Γενική εικόνα: Μια ωραία, δυναμική παράστασις, που πρέπει να παραμείνει στο αριστοφανικό ρεπερτόριο του Εθνικού Θεάτρου.» (Στέλιος Ι. Αρτεμάκης, 24.8.1975, Ελεύθερος Κόσμος)





    Αναπάντητο ερώτημα αρ. 2: γιατί δεν ξαναπαρουσιάστηκε έκτοτε το έργο παρ’ όλες τις θετικότατες από κάθε άποψη κριτικές;

    Αναπάντητο ερώτημα αρ. 3: εφόσον η συνεργασία φορέα, σκηνοθέτη και συνθέτη κρίθηκε απολύτως επιτυχημένη γιατί δεν υπήρξε κάποια επόμενη συνεργασία φορέα με συνθέτη ή σκηνοθέτη με συνθέτη;

    Δεν ανιχνεύτηκε λοιπόν καμία αρνητική κριτική για την παράσταση και κυρίως για τη μουσική και τα τραγούδια που συνέθεσε για αυτήν ο Δήμος Μούτσης; Όχι καμία...

    Όμως ιδού το απρόσμενο, κακοπροαίρετο έως και απίστευτο. Την εποχή εκείνη ο γνωστός τραγουδοποιός και πιανίστας, που ήταν και δημοσιογράφος και συγγραφέας, Χρήστος Κ. Χαιρόπουλος (1909-1992) αρθρογραφούσε με τη μορφή χρονογραφημάτων στην εφημερίδα Ημερησία. Τον απασχόλησε ιδιαίτερα η παράσταση της Επιδαύρου, μουσικά κυρίως, και ιδού τι έγραψε με οργίλο ύφος σε δυο μάλιστα δημοσιεύματά του:

    Εις την Επίδαυρον, έπειτα από την κλασική τραγωδία ενεφανίσθη αττική κωμωδία· έπειτα από την Ιφιγένεια εν Αυλίδι, Νεφέλαι. Η δραματική έξαρσις του Ευριπίδη παραμέρισε για να περάση το αθυρόστομον κέφι του Αριστοφάνη. Αλλά σα να μη έφταναν αι εξοργιστικαί αμετροέπειαι του πατρός της αττικής κωμωδίας, ήρθανε και τα μπουζούκια για να συμπληρώσουνε άξια την «εκσυγχρονισμένη» παράσταση... Για τα χορικά μετεκλήθη ένας συνθέτης λαϊκής μουσικής, ο οποίος έβαλε τα μπουζούκια να υποκρούσουν τις εκλάμψεις του αττικού πνεύματος με «μουσική» από αυτή που γεμίζει τη σημερινή Ελλάδα, αλλά έπρεπε – να πάρει η οργή! – να μείνει μακριά από την Ελλάδα του ενδόξου άλλοτε... Και εις αυτή τη σύγχρονη «ελληνική λαϊκή μουσική» εβασίσθη ο χορογράφος και εμοντάρισε ... τσιφτετέλια... Διότι μπουζούκια εις τις Νεφέλες, χασάπικος εις την Εκάβη, αμανέδες εις τους Επτά επί Θήβας αποτελούνε ιεροσυλία και αυθάδεια ανεπίτρεπτη...» (δημοσιεύτηκε στις 4 Ιουλίου). «Η «μουσειακή» εμφάνισις των κλασσικών αριστουργημάτων πρέπει να διατηρείται ίδια. Η οποιαδήποτε αλλαγή προς το μοντέρνο αποτελεί αυθάδεια και παραποίησι... Εις την περίπτωσι του Αριστοφάνη, βέβαια, τα πράγματα – για να πούμε και του στραβού το δίκιο – δεν είναι ίδια. Διότι ο πατήρ της Αττικής κωμωδίας έχει πολλή επικαιρότητα εις τα γραφόμενά του. Είναι λίγο επιθεωρήσεις του πέμπτου προ Χριστού αιώνος τα έργα του. Επομένως ο εκσυγχρονισμός τους δεν αποτελεί και τόσον εξοργιστική ιεροσυλία. Αλλά όχι βέβαια εκσυγχρονισμός με μπουζούκια, χασάπικο και σέικ!! (δημοσιεύτηκε στις 8 Ιουλίου).

    Η κριτική είναι βεβαίως δικαίωμα του καθενός. Αρκεί να είναι καλοπροαίρετη και τεκμηριωμένη. Στην προκειμένη όμως περίπτωση λείπει παντελώς η τεκμηρίωση, γεγονός το οποίο την καθιστά τουλάχιστον αντιδεοντολογική. Με όλο το σεβασμό προς τον συντάκτη των δυο κειμένων, για την οπωσδήποτε σημαντική προσφορά του στο ελαφρό λεγόμενο παλιότερα τραγούδι –και μόνον το «Ψαροπούλα» να αναλογιστούμε– θεωρούμε τις προαναφερθείσες κρίσεις και απόψεις χαιρέκακες, ου μην και ανήθικες!!! Γιατί; Μα γιατί όπως ο ίδιος ομολογεί στο πρώτο δημοσίευμά του «Δεν είχα την ευτυχία να δω τις Νεφέλες προχθές εις την Επίδαυρον. Αλλά, από αυτούς που τις είδανε, άλλοι με γράμματα και άλλοι διά ζώσης, εξέφρασαν την ασύγκριτη αγανάκτησί τους για των Νεφελών την καινούργια εμφάνιση, την οποίαν εταύτισαν με εξευτελισμόν!». Περεταίρω σχόλια είναι περιττά...

    Κάτι ακόμη ενδιαφέρον το οποίο έχει σχέση με τη μία και μοναδική φορά κατά την οποία ο Μούτσης συνέθεσε μουσική –και τραγούδια βεβαίως– για το αρχαίο δράμα. Σύμφωνα με μαρτυρία του συνθέτη, μουσικολόγου, συγγραφέα και λεξικογράφου Τάκη Καλογερόπουλου, ο οποίος είχε παρακολουθήσει την παράσταση του 1975 στο Ηρώδειο, “… από τη μουσική για τις «Νεφέλες» προέρχονται ορισμένες μελωδίες του πρωτοποριακού για την εποχή του δίσκου Άγιος Φεβρουάριος· αργότερα το επιβεβαίωσε και ο ίδιος ο συνθέτης. Πρωτοποριακός για την εποχή του –τον Φεβρουάριο του 1972 εκδόθηκε δισκογραφημένος– είχε χαρακτηριστεί αυτός ο κύκλος τραγουδιών, ο οποίος προέκυψε από μελοποιήσεις υπέροχων και συναισθηματικά φορτισμένων στίχων του Μάνου Ελευθερίου. Ήταν ένα προσκύνημα, μια πράξη μνήμης με αφορμή τα πενήντα χρόνια από την Καταστροφή της Σμύρνης το 1922, το οποίο υλοποιήθηκε με τις ερμηνείες του Δημήτρη Μητροπάνου και της Πετρής Σαλπέα – Πετρή και όχι Πέτρη αγαπητές/αγαπητοί «δημοσιογράφοι». Ο χαρακτηρισμός του ηχογραφήματος πρωτοποριακό οφείλεται στις ενορχηστρώσεις, στη χρήση ηλεκτρικών οργάνων και τα έντονα στοιχεία σύγχρονης μουσικής τα οποία συνοδοιπορούν και συνυφαίνουν με τα λαϊκά. Η σύγχρονη αισθητική του ήχου κυριαρχεί στην οργανική εισαγωγή προσδίδοντάς της ένα ιδιαίτερο ηχόχρωμα. Εντυπωσιακή, αν και ελαφρώς παράταιρη με το όλον, η εισαγωγή· η αυθεντικότητα της, ωστόσο, αμφισβητήθηκε από τους καλώς γνωρίζοντες τα όσα μουσικά συνέβαιναν διεθνώς εκείνη την εποχή. Όχι άδικα μια και είναι σαφώς επηρεασμένη από την αντίστοιχη την οποία είχε συνθέσει το 1970 ο Andrew Lloyd Webber για την πολυσυζητημένη ροκ όπερά του Jesus Christ Superstar· το αρχικό ηχογράφημά της είχε εκδοθεί τον Οκτώβριο του 1970. Το σαφώς επηρεασμένη είναι εν προκειμένω μάλλον επιεικής χαρακτηρισμός, αφού η παράλληλη ακρόαση των δυο εισαγωγών, αποκαλύπτει το κατ’ εικόνα, ου μην και το καθ’ ομοίωσιν!

    Το εξώφυλλο του δίσκου με κολάζ του Μάνου Ελευθερίου

    Αναπάντητο ερώτημα αρ. 4: Ο Δήμος Μούτσης ήταν φειδωλός στις συνεντεύξεις. Λιγοστές στο διάβα της ζωής του. Σε καμιά πάντως από όσες έχουν υποπέσει στην αντίληψη μας δεν εντοπίσαμε κάποιο ερώτημα σχετικό με αυτό το θέμα, ώστε να έχουμε και υπεύθυνη απάντηση. Ήταν σύμπτωση η ομοιότητα των εισαγωγών ή έγινε ενσυνείδητα;

    Μια και αναφερθήκαμε στις συνεντεύξεις του, αξίζει να θυμίσουμε αυτή που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα Τα Νέα το Σάββατο 27 Μαρτίου 1982. Απέναντί του είχε τον Λευτέρη Παπαδόπουλο. Και αυτός προκαλούσε ως συνήθως με τις ερωτήσεις του. Με αποτέλεσμα ο Δήμος Μούτσης να μιλήσει με παρρησία και για τη λαϊκή μουσική της εποχής του αλλά και για τους συναδέλφους του. Ίσως ήσαν ακραίες οι κρίσεις του για κάποιους συνάδελφους του, αλλά ήσαν αυθόρμητες και ειλικρινείς. Ερανιζόμαστε, από εκείνη τη συνέντευξη που είχε προκαλέσει πολλές συζητήσεις, τα κατά και τα υπέρ. «Κι ο Μαρκόπουλος ρωτά ο Παπαδόπουλος

    Αυτός μου θυμίζει την παροιμία «όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, από κάτω θα με βρεις». Ο Μαρκόπουλος, πάντοτε, τα καταφέρνει. Αν με βάλεις να τον κρίνω σαν καλλιτέχνη, δεν θα μπορώ να πω τίποτα. Είναι σαν να στέκεται μπροστά μου κι εγώ να μην τον βλέπω. Σαν να ‘ναι από γυαλί! Δεν υπάρχει. Είναι ανύπαρκτος! Είναι ένα συνονθύλευμα διαφόρων πραγμάτων, αυτοπροβολής και κακίας!» «Είσαι πολύ επιθετικός...» παρατηρεί ο Παπαδόπουλος. «Μα δεν είναι καιρός να μιλήσει και κάποιος για τον Μαρκόπουλο, έξω απ’ τα δόντια; Υπάρχει μέρα που δεν διαβάζεις κάτι για τον Μαρκόπουλο στις εφημερίδες; Πέρυσι το καλοκαίρι ο Γιάννης Σπανός έκανε τρεις συναυλίες στο Λυκαβηττό και έσπασε τα ταμεία! Τόσος κόσμος ποτέ δεν πήγε στο Λυκαβηττό! Κι όμως, δεν γράφτηκε λέξη γι’ αυτό το γεγονός! Κι αν φταρνιστεί ο Μαρκόπουλος, γράφονται σελίδες! Κι όχι μόνο ο Μαρκόπουλος αλλά κι ένα σωρό άλλοι που μαζεύουν δεκαπέντε άτομα στις συναυλίες τους.».
    «Σου αρέσει ο Σπανός;»
    ερώτηση «Πολύ. Και τον τραγουδάω. Τουλάχιστον τον τραγουδούσα. Ο Σπανός είναι ένας άνθρωπος που ενδιαφέρεται γι’ αυτό που γράφει, γι’ αυτό που αισθάνεται ο ίδιος. Δεν ενδιαφέρεται για το πώς θα πλασάρει τη δουλειά του.». «Ποιοι άλλοι σου αρέσουν;» επιμένει ο Παπαδόπουλος. «Από τη γενιά μας ο μόνος που δεν μου αρέσει, μολονότι είναι το καλύτερο παιδί, είναι ο Λεοντής. Όλοι οι άλλοι, ο Λοΐζος, ο νεότερος Κηλαηδόνης, ο Κουγιουμτζής και, προ πάντων, ο Ξαρχάκος μού αρέσουν και τους έχω τραγουδήσει πολύ. Θέλω να μείνω για λίγο στον Ξαρχάκο. Έχει γράψει καταπληκτικά τραγούδια! Θα ξεχάσω εγώ την «Άπονη ζωή», την «Καισαριανή», την «Άσπρη μέρα»; Δεν ντρεπόμαστε λιγάκι; Όταν πιάνουμε στο στόμα μας τον Ξαρχάκο, πρέπει να το πλένουμε πολλές φορές! Επειδή πήρε στο χέρι του το βεργάκι και διευθύνει, ακόμη κι αν αυτό είναι λάθος, πρέπει να τον κατακρίνουμε; Δεν θα κρίνουμε τον Ξαρχάκο από τα λάθη του. Θα τον κρίνουμε από τις ισχυρότατες στιγμές του, από τα τραγούδια του, που είναι αναμφισβήτητης αξίας. Κανείς από μας δεν έγραψε καλύτερα τραγούδια από τον Ξαρχάκο. Και θα μιλάμε τώρα για Μικρούτσικους, που ακροβατούν μεταξύ Κουρτ Βάιλ και ζεϊμπέκικου του ’70;



    Όπως προαναφέρθηκε η περίπτωση του Δήμου Μούτση ήταν ιδιαίτερη έως και μοναδική. Ιδού συνοπτικά μερικά ακόμη χαρακτηριστικά που επιβεβαιώνουν και τεκμηριώνουν.

    Η αρχή της δημιουργικής πορείας του σηματοδοτήθηκε από τους στίχους του Νίκου Γκάτσου. Για την πρώτη του δισκογραφική κατάθεση Κάποιο καλοκαίρι (1968), ο Γκάτσος του χάρισε στίχους και για τα έντεκα τραγούδια που τη συναποτελούσαν. Τα τραγούδια της πρώτης του δημιουργικής περιόδου κόσμησαν με τις ερμηνείες τους σημαντικοί τραγουδιστές, όπως ο Σταμάτης Κόκοτας, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Δήμητρα Γαλάνη, ο Μανώλης Μητσιάς, η Βίκυ Μοσχολιού, ο Αντώνης Καλογιάννης, ο Δημήτρης Μητροπάνος. Ενώ είχε αρμονικές και καρποφόρες συνεργασίες με τους τραγουδιστές αυτούς αλλά και με στιχουργούς εξαίσιους – εκτός του Γκάτσου, ας μνημονεύσουμε τον Μάνο Ελευθερίου και τον Λευτέρη Παπαδόπουλο – δεν επεδίωξε τη συνέχεια των συνεργασιών του με αυτούς, γεγονός που θα αποτελούσε εγγύηση για το καλό και το ωραίο· αποφάσισε νωρίς αφενός μεν να γράφει ο ίδιος τους στίχους για τα τραγούδια του, στίχους με έντονο κοινωνικό υπόβαθρο, αφετέρου δε να τα ερμηνεύει ο ίδιος. Αυτό έγινε μεθοδικά μετά το 1980, αφού είχαν μεσολαβήσει η προσπάθειά του να κατακτήσει, ως μελωδός, την υψηλή ποίηση, αλλά και να αποδείξει ότι η εμπιστοσύνη του Νίκου Γκάτσου προς αυτόν δεν ήταν αναίτια. Στην πρώτη περίπτωση για την έκδοση Τετραλογία (1975) μελοποίησε ποιήματα του Καβάφη, του Σεφέρη, του Ρίτσου και του Καρυωτάκη. Στη δεύτερη παρουσίασε στον κύκλο Το δρομολόγιο (1979) έντεκα τραγούδια με στίχους του Γκάτσου ερμηνευμένα από τον Μανώλη Μητσιά. Ακολούθησε ο κύκλος Φράγμα (1981), με οκτώ τραγούδια που έφεραν τη στιχουργική υπογραφή του Κώστα Τριπολίτη. Ξεθάρρεψε σ’ αυτόν ως τραγουδιστής – ερμηνεύει τα τρία από τα τραγούδια, ενώ το «Διαδόσεις» συνερμηνεύει με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη και στο περίφημο «Δε λες κουβέντα» συλλειτουργεί με τη Σωτηρία Μπέλλου. Είχε δοκιμάσει τις ερμηνευτικές του δυνατότητες το 1976 όταν ηχογραφώντας τραγούδια τα οποία είχε συνθέσει για το θεατρικό έργο Απεργία του Γιώργου Σκούρτη έδωσε τη φωνή του στο «Τραγούδι του Περέντα», ενώ συντραγούδησε με την Άλκηστη Πρωτοψάλτη το «Κι ύστερα πάλι λες». Από το Φράγμα όμως και μετά σε όλα σχεδόν τα νεότερα τραγούδια του εμφανιζόταν με την τριπλή ιδιότητα του στιχουργού, του μελοποιού, του ερμηνευτή αρχής γενομένης από αυτά που δόμησαν το ηχογράφημα Ενέχυρο (1983). Με μεγάλη εξαίρεση, όμως, τον κύκλο Ταξιδιώτης (1990) στον οποίο παραχώρησε το προνόμιο του ερμηνευτή στη Νάνα Μούσχουρη. Τελευταίο δείγμα δημιουργικής γραφής το 1994 με τον κύκλο Για πούλημα λοιπόν. Εννέα ολόδικά του τραγούδια. Στα 56 του χρόνια· και ύστερα ανεξήγητη σιωπή...



    Αναπάντητο ερώτημα αρ. 5: Ποια ήταν τα αίτια που τον εμπόδισαν να συνεχίσει την κατάθεση των άξιων μουσικών λογισμών του, σε τέτοια δημιουργική ηλικία;

    Έκτοτε μόνο δυο γεγονότα μας θύμισαν τη μουσική ύπαρξή του – μας τη θύμιζαν και τη θυμίζουν βεβαίως τα τραγούδια του, τα οποία ποτέ δεν έπαψαν να μεταδίδονται και να ακούγονται.
    Στις 18 και στις 19 Ιουλίου 1999 πραγματοποιήθηκαν δύο συναυλίες «εφ’ όλης της ύλης», με τίτλο Ταξιδιώτης του παντός στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Φεστιβάλ Αθηνών. Ηχογραφημένες μαρτυρίες εκδόθηκαν σε δύο δίσκους ακτίνας, στο τέλος εκείνης της χρονιάς.
    Τον Μάιο του 2008 εκδόθηκε από τον Μετρονόμο βιβλίο με τίτλο Μια φυσαρμόνικα που κλαίει· περιέχει όλους τους στίχους του. Σημειώνεται, με την ευκαιρία, ότι σε όλες τις δισκογραφικές εκδόσεις με τα ολόδικά του τραγούδια υπάρχουν τυπωμένοι οι στίχοι του.
    Όλη αυτή η αναδρομή στη ζωή και τα πεπραγμένα του, που έγινε με αφορμή την πρόσφατη εκδημία του, έφερε στη σκέψη τον Λουκιανό Κηλαηδόνη. Οι δυο τους είχαν σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν παράλληλη πορεία με κοινά χαρακτηριστικά. Η μόνη ουσιαστική διαφορά τους ήταν ότι ο Κηλαηδόνης υπήρξε εξωστρεφής και διασκεδαστής, ενώ ο Μούτσης εσωστρεφής και στοχαστής. Αυτή η εσωστρέφεια άφησε αρκετά ερωτήματα αναπάντητα.
    Δεν είπε για αυτά κουβέντα· κράτησε καλά κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα...

     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: