Θέατρο franchise: Προβληματισμοί και υποθέσεις

Θέατρο franchise: Προβληματισμοί και υποθέσεις

Στο σύ­ντο­μο κεί­με­νο που ακο­λου­θεί θα ασχο­λη­θώ με το φαι­νό­με­νο του franchise στο θέ­α­τρο, τη δυ­να­μι­κή του, τη γοη­τεία που ασκεί αλ­λά και τους πι­θα­νούς κιν­δύ­νους που εγκυ­μο­νεί.
Τι ση­μαί­νει κα­ταρ­χάς η γαλ­λι­κής προ­έ­λευ­σης λέ­ξη franchise (franchir: απε­λευ­θε­ρώ­νω); Για πε­ρισ­σό­τε­ρες πλη­ρο­φο­ρί­ες συμ­βου­λεύ­ο­μαι το δια­δί­κτυο που λέ­ει, με­τα­ξύ άλ­λων, ότι εί­ναι η δι­καιό­χρη­ση, δη­λα­δή η τε­χνι­κή της υιο­θέ­τη­σης και χρή­σης ενός επι­τυ­χη­μέ­νου επι­χει­ρη­μα­τι­κού μο­ντέ­λου και η επο­νο­μα­σία κά­ποιου άλ­λου ένα­ντι ενός αντι­τί­μου. Δεν εί­ναι όρος πρό­σφα­τος. Έχει μια ιστο­ρία του­λά­χι­στο 150 ετών (ξε­κί­νη­σε στη Γαλ­λία από τον χώ­ρο της ζυ­θο­ποι­ί­ας), όμως γνώ­ρι­σε με­γά­λη ανά­πτυ­ξη το δεύ­τε­ρο μι­σό του 20ού αιώ­να, με αφε­τη­ρία την Αμε­ρι­κή των 50s και την κα­θιέ­ρω­ση της μό­δας του γρή­γο­ρου φα­γη­τού (fast food). Μι­λά­με για μια δε­κα­ε­τία εντυ­πω­σια­κής οι­κο­νο­μι­κής άν­θη­σης, με κυ­ρί­αρ­χο το γνω­στό από­φθεγ­μα: «Δεν σπα­τα­λά­με χρό­νο γύ­ρω από το τρα­πέ­ζι τρώ­γο­ντας (αυ­τό το αφή­νου­με στους Γάλ­λους). Παίρ­νου­με κά­τι στα γρή­γο­ρα (drive in/drive-out) και πά­με για δου­λειά». Ο πραγ­μα­τι­σμός σε πλή­ρη εφαρ­μο­γή. Money talks.
Με το νέο ερ­γα­σια­κό ήθος που θα κο­μί­σει η νέα τε­χνο­λο­γία τη δε­κα­ε­τία του 1960, το ανα­πτυ­ξια­κό momentum των 50s θα συ­νε­χι­στεί και θα επι­τα­χυν­θεί, και μα­ζί με αυ­τό η ανά­γκη για συ­νε­χείς και πιε­στι­κό­τε­ρες αλ­λα­γές στον τρό­πο προ­βο­λής και διά­θε­σης των προ­ϊ­ό­ντων. Και έτσι θα φτά­σου­με στην εξά­πλω­ση της λο­γι­κής του franchise, σύμ­φω­να με την οποία ο υπο­ψή­φιος δι­καιο­δό­χος δεν έχει (συ­νή­θως) τη δυ­να­τό­τη­τα να δια­πραγ­μα­τευ­τεί τους θε­με­λιώ­δεις όρους της σύμ­βα­σης, διό­τι το βα­σι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό μιας επι­χεί­ρη­σης franchise εί­ναι η κα­θο­λι­κή (ή σχε­δόν) ομοιο­μορ­φία στη με­τα­χεί­ρι­ση των δι­καιο­δό­χων και όχι η πα­ρα­χώ­ρη­ση ιδιαί­τε­ρων δια­πραγ­μα­τευ­τι­κών προ­νο­μί­ων και ευ­νοϊ­κών συμ­φω­νιών σε κά­ποιους από αυ­τούς. Οι συμ­βά­σεις δι­καιό­χρη­σης (franchise contract) πρέ­πει να αξιο­λο­γού­νται βά­ση του πε­ριε­χο­μέ­νου τους και των εν­δε­χό­με­νων πα­ρα­λεί­ψε­ων τους.
Αυ­τά πε­ρί­που σε ό,τι αφο­ρά τη δια­δι­κτυα­κή μου ενη­μέ­ρω­ση.


Θέ­α­τρο franchise

Και έρ­χο­μαι στο θέ­α­τρο. Δεν μι­λά­με προ­φα­νώς για κά­τι εντε­λώς και­νούρ­γιο. Θυ­μί­ζω εν τά­χει τις προ­τά­σεις της ομά­δας Forced Entertainment, των Rimini Protokoll, των Yan Duyvendak και Roger Bernat, του Dries Verhoeven, του Matthias Lilienthal, της Lο­la Arias, της Katie Mitchell, του Milo Rau, όλοι και όλες με έντο­νη πα­ρου­σία στον διε­θνή χώ­ρο και στην χώ­ρα μας ει­δι­κό­τε­ρα, με πιο πρό­σφα­τη την πε­ρι­πα­τη­τι­κή δρά­ση (περ­φόρ­μανς) των Rimini Protokoll, Remote Thessaloniki, που υλο­ποι­ή­θη­κε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη τον Σε­πτέμ­βριο 2021 (στο πλαί­σιο του Διε­θνούς Φε­στι­βάλ Δά­σους).


Γι’ αυ­τή τη δρά­ση (στην επι­λο­γή της οποί­ας, πρέ­πει να δη­λώ­σω εξαρ­χής, εμπλέ­κο­μαι και προ­σω­πι­κά) εί­χα πει ότι ήταν μια πο­λύ συ­γκι­νη­τι­κή και γοη­τευ­τι­κή αστι­κή, δια­δρα­στι­κή εμπει­ρία, δο­μη­μέ­νη γύ­ρω από θέ­μα­τα και ερω­τή­μα­τα όπως: πώς βλέ­πει ο κά­θε ένας από μας την πό­λη του, πώς αντι­λαμ­βά­νε­ται την ιστο­ρία της, πώς η τε­χνη­τή νοη­μο­σύ­νη ελέγ­χει τις αν­θρώ­πι­νες αντι­δρά­σεις, ποιον ακο­λου­θού­με όταν μας κα­θο­δη­γεί ένας αλ­γό­ριθ­μος κ.λπ; Ήταν ένα θέ­α­τρο χω­ρίς το θέ­α­τρο. Θέ­α­τρο χω­ρίς μί­μη­ση, χω­ρίς ηθο­ποιούς, χω­ρίς σκη­νή, χω­ρίς ορ­γα­νω­μέ­νη πλα­τεία, χω­ρίς επαγ­γελ­μα­τί­ες και χω­ρίς εκ των προ­τέ­ρων δε­δο­μέ­νο γε­ω­γρα­φι­κό στίγ­μα.
Εξ ου και ο αρ­χι­κός τί­τλος της σύλ­λη­ψης (του Stefan Kaegi): Remote Χ, με το γράμ­μα «Χ» να πα­ρα­πέ­μπει αφε­νός στο στυλ σκη­νο­θε­σί­ας (εξ απο­στά­σε­ως/remote) και αφε­τέ­ρου στη χω­ρι­κή δια­θε­σι­μό­τη­τα: remote /πού; Aυ­τή λοι­πόν την ιδέα οι Rimini την πού­λη­σαν (και εξα­κο­λου­θούν να την που­λά­νε) σε διά­φο­ρα φε­στι­βάλ και εν­δια­φε­ρό­με­νους, εξ ου και οι εν­δει­κτι­κοί τί­τλοι που απα­ντούν στο αρ­χι­κό «Χ» του τί­τλου: Remote Milan, Remote Istanbul, Remote Mitte, Remote Berlin, Remote Thessaloniki.
Κά­τι ανά­λο­γο βλέ­που­με να επι­χει­ρούν και στο πιο πρό­σφα­το Conference of the Absent, δρά­ση ορ­γα­νω­μέ­νη γύ­ρω από την ιδέα ενός συ­νε­δρί­ου όπου δεν εμ­φα­νί­ζο­νται οι ομι­λη­τές, ορι­σμέ­νοι λό­γω των τα­ξι­διω­τι­κών πε­ριο­ρι­σμών ελέω παν­δη­μί­ας και κά­ποιοι άλ­λοι λό­γω της άρ­νη­σής τους να τα­ξι­δέ­ψουν με αε­ρο­πλά­νο. Οπό­τε σε κά­θε νέα πό­λη όπου δί­νε­ται η πα­ρά­στα­ση όλοι οι από­ντες αντι­κα­θί­στα­νται από ντό­πιους, που ση­μαί­νει ότι οι σκέ­ψεις και η βιο­γρα­φία τους περ­νούν στη δια­χεί­ρι­ση τυ­χαί­ων θε­α­τών-εθε­λο­ντών, οι οποί­οι εκ των πραγ­μά­των προσ­δί­δουν μια κά­πως αλ­λιώ­τι­κη δυ­να­μι­κή και οπτι­κή στην αρ­χι­κή σύλ­λη­ψη.

Όπως στο Remote X, έτσι και εδώ οι Rimini Protokoll δια­τη­ρούν τον ρό­λο του από­ντος συγ­γρα­φέα-εμπνευ­στή και (remote) σκη­νο­θέ­τη-φά­ντα­σμα, γε­γο­νός που με­τα­τρέ­πει το όλο εγ­χεί­ρη­μα σε μια πα­ρα­γω­γή δυ­νά­μει επι­τε­λέ­σι­μη οπου­δή­πο­τε, ανε­ξάρ­τη­τα από τα­ξι­διω­τι­κούς ή άλ­λους πε­ριο­ρι­σμούς. Κά­τι άλ­λω­στε που φαί­νε­ται και στη μέ­χρι τώ­ρα πο­ρεία της (σε Λου­ξεμ­βούρ­γο, Λι­σα­βό­να, Βρι­ξέ­λες, Μα­δρί­τη, Πα­ρί­σι, Ρώ­μη, Βε­λι­γρά­δι, Βε­νε­τία). Και έπε­ται συ­νέ­χεια, με βά­ση τη λο­γι­κή της ανα­κύ­κλω­σης, δη­λα­δή της δια­δι­κα­σί­ας με την οποία επα­να­χρη­σι­μο­ποιού­νται διά­φο­ρα πρω­το­γε­νή υλι­κά με στό­χο την εκ νέ­ου ενερ­γο­ποί­η­σή τους.

Remote Thessaloniki

Σε αυ­τές τις ανα­κυ­κλού­με­νες και πε­ρι­φε­ρό­με­νες προ­τά­σεις, όπως και σε πολ­λές άλ­λες πα­ρό­μοιας αντί­λη­ψης και εκτέ­λε­σης, εκεί­νο που τε­λι­κά φαί­νε­ται να θέλ­γει, ει­δι­κά τους οι­κο­δε­σπό­τες/αγο­ρα­στές, εί­ναι το γε­γο­νός ότι τους προ­τεί­νε­ται μια ιδέα ήδη έτοι­μη η οποία, πέ­ρα από το όποιο εν­δια­φέ­ρον μπο­ρεί να πα­ρου­σιά­ζει, πε­ριο­ρί­ζει κα­τά πο­λύ τα έξο­δα πα­ρα­γω­γής/φι­λο­ξε­νί­ας, διευ­κο­λύ­νει σε θέ­μα­τα ορ­γά­νω­σης και ταυ­τό­χρο­να δί­νει τη δυ­να­τό­τη­τα συμ­με­το­χής σε ντό­πιους καλ­λι­τέ­χνες ή απλώς σε εν­δια­φε­ρό­με­νους-θε­α­τές.
Χω­ρίς να αγνοώ ή να υπο­βι­βά­ζω τα πολ­λά και ση­μα­ντι­κά πλε­ο­νε­κτή­μα­τα αυ­τού του τρό­που σύλ­λη­ψης και δια­κί­νη­σης του θε­ά­τρου, θα ήθε­λα στις σε­λί­δες που ακο­λου­θούν να εστιά­σω πιο πο­λύ στους κιν­δύ­νους που δια­βλέ­πω να εγκυ­μο­νεί το όλο σκε­πτι­κό, και οι οποί­οι εκτι­μώ ότι θα φα­νούν πιο κα­θα­ρά κα­θώς θα διο­γκώ­νε­ται η δη­μο­τι­κό­τη­τά του, κυ­ρί­ως μέ­σα στο φε­στι­βα­λι­κό κύ­κλω­μα, που εί­ναι άλ­λω­στε και η με­γά­λη βι­τρί­να προ­βο­λής, προ­ώ­θη­σης και ανα­κύ­κλω­σης τά­σε­ων και προ­τύ­πων. Ένα κύ­κλω­μα με πολ­λά και πιε­στι­κά (παν­δη­μι­κά και όχι μό­νο) οι­κο­νο­μι­κά προ­βλή­μα­τα, άρα εδώ και και­ρό έτοι­μο να στη­ρί­ξει τέ­τοιες δε­λε­α­στι­κές, «τα­ξι­διά­ρι­κες», ευ­προ­σάρ­μο­στες, και λι­γό­τε­ρο δα­πα­νη­ρές προ­τά­σεις, όπως εί­ναι οι προ­τά­σεις franchise, οι οποί­ες, αν το κα­λο­σκε­φτεί κα­νείς με νη­φα­λιό­τη­τα και από μια από­στα­ση, δεν δια­φέ­ρουν και πο­λύ, του­λά­χι­στο ως φι­λο­σο­φία και στρα­τη­γι­κή, από τη λο­γι­κή των ανά τον κό­σμο McDonald, cafe Starbucks, Pizza Hut και όλων των πα­ρό­μοιων αλυ­σί­δων, κα­θε­μιά από τις οποί­ες «κό­βε­ται και ρά­βε­ται» στο μέ­τρο των κα­τά τό­πους κα­τα­να­λω­τών, δί­κην φα­σόν (façon).

Remote Thessaloniki


Εται­ρεί­ες franchise

Τι κά­νουν αυ­τές οι «πε­ρι­πλα­νώ­με­νες», επι­χει­ρή­σεις; Που­λά­νε στον εν­δια­φε­ρό­με­νο ει­σα­γω­γέα την ιδέα και τα συ­νο­δευ­τι­κά υλι­κά της και αυ­τός τα εμπλου­τί­ζει με εγ­χώ­ρια συ­μπλη­ρώ­μα­τα, προ­κει­μέ­νου να τα φέ­ρει πιο κο­ντά στις γα­στρο­νο­μι­κές/αγο­ρα­στι­κές/ψυ­χα­γω­γι­κές και λοι­πές συ­νή­θειες του ντό­πιου πε­λά­τη, δη­λα­δή να τα εντά­ξει πιο ομα­λά στο φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον του χρή­στη, χω­ρίς, εν­νο­εί­ται, αυ­τή η πα­ρέμ­βα­ση να αλ­λά­ζει τη βα­σι­κή φυ­σιο­γνω­μία και τις στο­χεύ­σεις του αρ­χι­κού concept που εί­ναι: άμε­ση εξυ­πη­ρέ­τη­ση, χω­ρίς πολ­λές χρο­νο­βό­ρες δια­δι­κα­σί­ες και δυ­σβά­στα­χτα έξο­δα, ευ­έ­λι­κτη, απλή ώστε να μπο­ρεί κά­ποιος να την υλο­ποι­ή­σει χω­ρίς κα­τ’ ανά­γκη να δια­θέ­τει επαγ­γελ­μα­τι­κές δε­ξιό­τη­τες (do-it-yourself), ομοιό­μορ­φη ως προς τη σύ­στα­ση και φι­λι­κή ως προς τη χρή­ση (user-friendly).
Γνω­στό σε όλους, άλ­λω­στε: οι εμπο­ρι­κές αλυ­σί­δες, οποιασ­δή­πο­τε εκ­δο­χής, δεν κρύ­βουν εκ­πλή­ξεις, δεν τα­ρά­ζουν τον πε­λά­τη με ανα­τρο­πές. Γι’ αυ­τό και τις επι­λέ­γει. Μέ­σα από την ανα­κύ­κλω­ση των υλι­κών της σύν­θε­σής τους, οι χώ­ροι αυ­τοί κά­νουν τον πε­λά­τη να αι­σθά­νε­ται ότι βρί­σκε­ται στο σα­λό­νι ή στην κου­ζί­να του σπι­τιού του, ότι «ανή­κει», ότι, κα­τά κά­ποιον τρό­πο, συμ­με­τέ­χει σε μια πολ­λα­πλώς δο­κι­μα­σμέ­νη τε­λε­τουρ­γία αγο­ράς-κα­τα­νά­λω­σης του οι­κεί­ου. Για πα­ρά­δειγ­μα, μπαί­νο­ντας σε ένα γνώ­ρι­μο σού­περ­μαρ­κετ κά­ποιας αλυ­σί­δας ο πε­λά­της ξέ­ρει ακρι­βώς τη θέ­ση των προ­ϊ­ό­ντων, δεν κοι­τά σα­στι­σμέ­νος δε­ξιά και αρι­στε­ρά, δεν απο­ρεί, δεν χα­σο­με­ρά, κά­νει τα «σου­περ­μαρ­κε­τί­σια» ψώ­νια του στο άψε-σβή­σε και δρό­μο. Ο χρό­νος έχει ση­μα­σία. Τε­ρά­στια.

Χρό­νος=Τώ­ρα

Σή­με­ρα όλοι λει­τουρ­γού­με με το χρο­νό­με­τρο στο χέ­ρι. Η υψη­λή τε­χνο­λο­γία και τα διά­φο­ρα γκά­τζετ της απο­μα­κρύ­νουν ολο­έ­να και πε­ρισ­σό­τε­ρο τον κό­σμο από την πραγ­μα­τι­κή αί­σθη­ση του χρό­νου (από το πα­ρελ­θόν, στο πα­ρόν, στο μέλ­λον). Ζού­με πιο πο­λύ στους ρυθ­μούς ενός επι­βε­βλη­μέ­νου, πιε­στι­κού χρό­νου «εδώ και τώ­ρα». Πριν το κα­τα­λά­βου­με έχου­με γε­ρά­σει. Το ίδιο και οι πα­ρα­στά­σεις. Γερ­νά­νε πριν ακό­μη κά­νουν πρε­μιέ­ρα. Ού­τε πα­ρελ­θόν ού­τε μέλ­λον. Μό­νο «τώ­ρα».
Η αγο­ρά θέ­λει συ­νε­χώς νέα προ­ϊ­ό­ντα, νέο κρέ­ας, νέα reality shows, νέα πρό­τυ­πα και νέ­ους survivors μι­κρής διάρ­κειας, μι­κρής εμ­βέ­λειας, μι­κρών πρά­ξε­ων και μι­κρών ιδε­ών, και με τους όρους που θέ­τει η ίδια, φυ­σι­κά. Και σε αυ­τό εί­ναι αμεί­λι­κτη. Δεν πε­ρι­μέ­νει ού­τε δια­πραγ­μα­τεύ­ε­ται με κα­νέ­να. Θέ­λει να που­λά το «νέο», αλη­θι­νό ή πλα­σμα­τι­κό, αυ­θε­ντι­κό ή kitsch, πρω­τό­τυ­πο ή φα­σόν, δεν έχει και ιδιαί­τε­ρη ση­μα­σία.
Τέ­χνη ενός μό­νι­μου πα­ρό­ντος, που ού­τε θυ­μά­ται ού­τε τη θυ­μού­νται. Τέ­χνη ανα­λώ­σι­μη, στιγ­μιαί­ας από­λαυ­σης. Όπως ο στιγ­μιαί­ος κα­φές. Αυ­τό θέ­λει, αυ­τό προ­βάλ­λει. Εξ ου και η εξα­φά­νι­ση της πα­λιάς «συ­ντα­γής» θε­α­τρι­κού πει­ρα­μα­τι­σμού σε υπό­γεια, σε γκα­ράζ, σε βου­νά και σε λα­γκά­δια, για μή­νες, για χρό­νια. Πά­ει αυ­τό το χρο­νο­βό­ρο μο­ντέ­λο. Τε­λεί­ω­σε.

Τα­χύ­τη­τα=επι­βί­ω­ση

Οι νέ­οι, οι πά­λαι πο­τέ θια­σώ­τες και φα­να­τι­κοί της απο­μό­νω­σης, του δια­λο­γι­σμού, του στο­χα­σμού, της βα­θιάς αμ­φι­σβή­τη­σης, των υπο­γεί­ων, βιά­ζο­νται πιο πο­λύ από όλους να ανέ­βουν στα ισό­γεια και τα ανώ­γεια. Εί­ναι λο­γι­κό. Δεν τους κα­τα­κρί­νω. Τους κα­τα­λα­βαί­νω. Νιώ­θουν όλη την πί­ε­ση του πε­ρί­γυ­ρου και του χρό­νου. Τρέ­χουν να προ­λά­βουν τα νέα πρό­τυ­πα, τα remixes, τα remakes, τις «πα­κε­τα­ρι­σμέ­νες εμπει­ρί­ες» που ανα­κυ­κλώ­νο­νται βα­σα­νι­στι­κά από Δευ­τέ­ρα σε Δευ­τέ­ρα. Nonstop. Fast food. Πρό­σω ολο­τα­χώς. Πού να βρε­θεί χρό­νος για στο­χα­σμό, για ου­σια­στι­κή δο­κι­μή και δο­κι­μα­σία, για ρί­σκο, για επι­κίν­δυ­νες σκέ­ψεις και ατε­λεί­ω­τες πρό­βες; Τώ­ρα εί­ναι η επο­χή της ανα­πα­ρα­γω­γής, της ανα­δη­μιουρ­γί­ας, της ανα­κύ­κλω­σης, και του απε­νο­χο­ποι­η­μέ­νου kitsch. Και υπ’ αυ­τή την έν­νοια, μια λύ­ση ενός θε­α­τρι­κού πα­κέ­του franchise δεν φα­ντά­ζει διό­λου άσχη­μη. Το αντί­θε­το. Δεί­χνει από­λυ­τα συμ­βα­τή με το γε­νι­κό­τε­ρο lifestyle. Ού­τε ιδιαί­τε­ρο ψά­ξι­μο, ού­τε κο­πια­στι­κό και χρο­νο­βό­ρο τρέ­ξι­μο ού­τε βα­σα­νι­στι­κές σκέ­ψεις ού­τε ενο­χές ού­τε απο­λο­γί­ες. Όλα ετοι­μο­πα­ρά­δο­τα. Κά­τι σαν delivery door to door.

Remote Thessaloniki


«Ζή­σε την εμπει­ρία»=
Lifestyle

Προς επίρ­ρω­ση των πα­ρα­πά­νω, φα­ντα­στεί­τε μια ιδέα που ξε­κι­νά από κά­ποιον σκη­νο­θέ­τη ή θια­σάρ­χη ή πα­ρα­γω­γό στην Αθή­να, λ.χ., να πω­λεί­ται και να γί­νε­ται δρώ­με­νο ταυ­τό­χρο­να, ή σε δια­φο­ρε­τι­κούς χρό­νους, σε δέ­κα ή εί­κο­σι πό­λεις της χώ­ρας. Θα μου πεί­τε και τι έγι­νε; Εί­ναι κα­κό αυ­τό; Η απά­ντη­ση εί­ναι πο­λύ σχε­τι­κή. Μπο­ρεί ναι, μπο­ρεί όχι. Εξαρ­τά­ται από το πε­ριε­χό­με­νο της ιδέ­ας, τον βα­σι­κό σκε­λε­τό της, ποιος προ­τεί­νει την ιδέα και ποιος ανα­λαμ­βά­νει τη δια­χεί­ρι­ση/υλο­ποί­η­σή της, για­τί εί­ναι πο­λύ εύ­κο­λο η οποια­δή­πο­τε ετοι­μο­πα­ρά­δο­τη ιδέα σε αδέ­ξια χέ­ρια να οδη­γή­σει σε ένα πο­λύ κα­κό­γου­στο και αδιά­φο­ρο απο­τέ­λε­σμα Όλα έχουν να κά­νουν με το πλαί­σιο που κα­τα­σκευά­ζει και συ­γκρα­τεί τα υλι­κά της εμπει­ρί­ας-πα­κέ­το.
Όπως τα γρα­φεία του­ρι­σμού που­λά­νε ποι­κί­λα εκ­δρο­μι­κά πα­κέ­τα με δέ­λε­αρ την επι­θυ­μία του πε­λά­τη να ζή­σει την εμπει­ρία κά­ποιου εξω­τι­κού προ­ο­ρι­σμού, έτσι και οι πα­ρα­γω­γοί, θια­σάρ­χες κ.λπ. έχουν την ευ­και­ρία να αγο­ρά­ζουν από κά­που έτοι­μες και συμ­φέ­ρου­σες «πε­ρι­πλα­νώ­με­νες» ιδέ­ες, να τις πα­κε­τά­ρουν με τρό­πο δε­λε­α­στι­κό και ευ­πώ­λη­το ώστε να δη­μιουρ­γούν στον δυ­νά­μει αγο­ρα­στή-πε­λά­τη την επι­θυ­μία να ζή­σει τη γοη­τεία της «κα­τα­σκευα­σμέ­νης» εμπει­ρί­ας ως αυ­θε­ντι­κής. Ας μην ξε­χνά­με άλ­λω­στε το βα­σι­κό αξί­ω­μα των σύγ­χρο­νων με­τα­μο­ντέρ­νων μά­να­τζερ του θε­ά­τρου: το παν εί­ναι να μά­θεις τον πε­λά­τη-θε­α­τή να αγο­ρά­ζει το θέ­α­μα (εί­τε πα­κέ­το εί­τε α λα καρτ) και όχι να το πα­ρα­κο­λου­θεί. Δεν εί­ναι δύ­σκο­λο.
Η απο­μό­νω­ση, που έχουν επι­βά­λει οι νέ­ες συν­θή­κες ζω­ής, έχει δη­μιουρ­γή­σει με­τα­ξύ άλ­λων άτο­μα ιδιαί­τε­ρα ευά­λω­τα. Και συμ­με­το­χι­κές δρά­σεις όπως π.χ. μια πε­ρι­πα­τη­τι­κή επί­σκε­ψη στα ιστο­ρι­κά μνη­μεία της πό­λης, στα μου­σεία της, στα κοι­μη­τή­ριά της, στις φα­βέ­λες της κ.ο.κ., όπως και άλ­λες πα­ρό­μοιου επι­κοι­νω­νια­κού μο­ντέ­λου, θέλ­γουν για­τί εί­ναι δο­μη­μέ­νες με τέ­τοιο τρό­πο ώστε το άτο­μο να αι­σθά­νε­ται κο­ντά στο προ­ϊ­όν, να αι­σθά­νε­ται ότι συμ­με­τέ­χει στην κα­τα­σκευή του, ότι δεν εί­ναι μό­νος ή ξέ­νος. Εί­ναι μια μορ­φή εμπει­ρί­ας η οποία, αν και πλα­σμα­τι­κή, δεν παύ­ει να εί­ναι και γοη­τευ­τι­κή συ­νά­μα. Άλ­λω­στε, ο κό­σμος έχει πια συμ­βι­βα­στεί με την ιδέα των ομοιω­μά­των, οπό­τε δεν φαί­νε­ται να τον ενο­χλεί μια εμπει­ρία που προ­βάλ­λε­ται ως φυ­σι­κή και αδια­με­σο­λά­βη­τη ενώ εί­ναι από­λυ­τα ελεγ­χό­με­νη και διό­λου φυ­σι­κή.

Όλα εί­ναι πι­θα­νά

Πολ­λοί εί­ναι της άπο­ψης ότι το ζω­ντα­νό θέ­α­τρο προ­σφέ­ρει μια εμπει­ρία ανα­ντι­κα­τά­στα­τη. Και όντως, η ιστο­ρία αυ­τό έχει δεί­ξει. Όμως η ιστο­ρία έχει δεί­ξει και κά­τι άλ­λο: «Πο­τέ μην λες πο­τέ». Ου­δέν μο­νι­μό­τε­ρο της αλ­λα­γής, και μά­λι­στα σε ένα κό­σμο, όπως αυ­τός που τώ­ρα δια­μορ­φώ­νε­ται μέ­σα από τις σα­ρω­τι­κές διερ­γα­σί­ες της Τέ­ταρ­της Βιο­μη­χα­νι­κής Επα­νά­στα­σης. Όλα φα­ντά­ζουν πλέ­ον πι­θα­νά και δυ­να­τά. Τί­πο­τα δεν βρί­σκε­ται στο απυ­ρό­βλη­το. Ού­τε φύ­λα ού­τε ταυ­τό­τη­τες ού­τε έθνη ού­τε συ­νή­θειες και φυ­σι­κά ού­τε θέ­α­τρα.
Για πα­ρά­δειγ­μα, μέ­χρι πρό­σφα­τα γνω­ρί­ζα­με ότι δεν τα­ξι­δεύ­ουν με αε­ρο­πλά­νο άτο­μα που κου­βα­λούν μέ­σα τους διά­φο­ρες φο­βί­ες. Τώ­ρα έχει προ­στε­θεί και μια άλ­λη κα­τη­γο­ρία. Εί­ναι εκεί­νοι που, όπως ση­μειώ­νω εν τά­χει στην αρ­χή, για λό­γους πε­ρι­βαλ­λο­ντι­κούς αρ­νού­νται τη λύ­ση του αε­ρο­πλά­νου, για­τί το θε­ω­ρούν ως το πιο επι­βα­ρυ­ντι­κό μέ­σο με­τα­φο­ράς για το πε­ρι­βάλ­λον. Αντί­δρα­ση που άρ­χι­σε κά­πως δι­στα­κτι­κά στη Σου­η­δία πριν από πε­ρί­που δέ­κα χρό­νια και σι­γά-σι­γά απέ­κτη­σε πολ­λούς φί­λους, ανά­με­σά τους και επώ­νυ­μους σκη­νο­θέ­τες, οι οποί­οι επι­λέ­γουν να τα­ξι­δεύ­ουν με το τρέ­νο ή να σκη­νο­θε­τούν δια­δι­κτυα­κά εφό­σον αυ­τό χρεια­στεί. Για­τί το επι­ση­μαί­νω αυ­τό ως ση­μα­ντι­κό; Για­τί ακρι­βώς δέ­νει και με μια άλ­λη υπό δια­μόρ­φω­ση πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, διό­λου άσχε­τη με το θέ­μα μας.

Digital natives Vs Digital immigrants

Αυ­τή τη στιγ­μή έχουν βγει στη θε­α­τρι­κή αγο­ρά ερ­γα­σί­ας χι­λιά­δες νέ­οι ηθο­ποιοί (και άλ­λες ει­δι­κό­τη­τες), οι οποί­οι έζη­σαν το μέ­χρι πρό­σφα­τα απί­στευ­το: έμα­θαν την τέ­χνη του θε­ά­τρου μέ­σω δια­δι­κτύ­ου. Δη­λα­δή, έμα­θαν να δια­χει­ρί­ζο­νται τα υλι­κά του χω­ρίς το από­λυ­το δε­δο­μέ­νο του εί­δους: τη ζω­ντα­νή πα­ρου­σία. Και συ­νε­χί­ζουν να βγαί­νουν στην αγο­ρά μα­ζι­κά. Αρ­κεί μια μα­τιά στον αριθ­μό των πρα­κτι­κών θε­α­τρι­κών ερ­γα­στη­ρί­ων που προ­σφέ­ρο­νται αυ­τή τη στιγ­μή δια­δι­κτυα­κά. Εί­ναι κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο από εντυ­πω­σια­κός. Εί­ναι λο­γι­κό λοι­πόν όλους αυ­τούς τους φυ­σι­κούς χρή­στες του δια­δι­κτύ­ου (digital natives) που με­γά­λω­σαν μα­ζί με την τε­χνο­λο­γία--σε αντί­θε­ση με τους «με­τα­νά­στες του δια­δι­κτύ­ου» (digital immigrantsπε­ρί­που οι 40+) που κά­ποια στιγ­μή γνώ­ρι­σαν «κου­τσά-στρα­βά» την τε­χνο­λο­γία--, να μην τους ξε­νί­ζει η ιδέα να σκη­νο­θε­τή­σουν οι ίδιοι ή να σκη­νο­θε­τη­θούν εκ του μα­κρό­θεν. Στο μυα­λό τους τα οντο­λο­γι­κά δε­δο­μέ­να του χώ­ρου έχουν απο­κτή­σει μια σχε­τι­κό­τη­τα που λί­γα χρό­νια πριν δεν θα ήταν θέ­μα οποιασ­δή­πο­τε συ­ζή­τη­σης.
Εί­ναι προ­φα­νές πως το χά­σμα ανά­με­σα στις γε­νιές με­γα­λώ­νει. Η τυ­πο­ποί­η­ση που επι­βάλ­λε­ται μέ­σω τε­χνο­λο­γί­ας, και ει­δι­κό­τε­ρα στο γε­νι­κό πα­κέ­το «εκ­παί­δευ­ση» όλων των βαθ­μί­δων και τύ­πων, έχει δη­μιουρ­γή­σει νέ­ες μορ­φές επι­κοι­νω­νί­ας και μια νέα άπο­ψη πε­ρί γνώ­σης, ει­δι­κό­τη­τας, χρη­σι­μό­τη­τας, πρω­το­τυ­πί­ας, ανα­κύ­κλω­σης, kitsch, φα­σόν, συμ­με­το­χής, συλ­λο­γι­κό­τη­τας, που μοι­ραία οδη­γεί γορ­γά και σε ένα άλ­λο θέ­α­τρο, ση­μα­ντι­κό μέ­ρος του οποί­ου όσο θα περ­νά ο και­ρός θα υπο­τάσ­σε­ται όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο σε οι­κο­νο­μι­κά συμ­φέ­ρου­σες τα­κτι­κές δια­κί­νη­σης και εξυ­πη­ρέ­τη­σης, όπως συμ­βαί­νει στα «τα­χυ­φα­γεία», στις πο­λυ­ε­θνι­κές, στις franchise εται­ρεί­ες κ.λπ.
Θέ­λω να πω ότι αρ­γά ή γρή­γο­ρα έν­νοιες που σή­με­ρα απα­σχο­λούν και πο­νο­κε­φα­λιά­ζουν τους ει­δι­κούς του θε­ά­τρου --όπως πα­ρου­σία, απου­σία, λάιβ, ανα­πα­ρά­στα­ση, μί­μη­ση, πα­ρά­στα­ση, επι­τε­λε­στι­κό­τη­τα, θε­α­τής, επαγ­γελ­μα­τί­ας, ερα­σι­τέ­χνης, σκη­νο­θέ­της, σκη­νή, πλα­τεία, μύ­θος, χα­ρα­κτή­ρας, πλο­κή--, εκ των πραγ­μά­των θα επα­να­προσ­διο­ρι­στούν προ­κει­μέ­νου να συ­μπλέ­ουν με τις εξε­λί­ξεις. Ήδη ο Αρι­στο­τέ­λης με την Ποι­η­τι­κή του (μέ­χρι πο­λύ πρό­σφα­τα η αμε­τα­κί­νη­τη «Βί­βλος» του θε­ά­τρου), έχει γί­νει ο σά­κος του μποξ σε πολ­λά τμή­μα­τα θε­ά­τρου δυ­τι­κών πα­νε­πι­στη­μί­ων. Και δεν εί­ναι η μο­να­δι­κή πε­ρί­πτω­ση. Δεν έχει απο­μεί­νει πυ­λώ­νας του δυ­τι­κού πο­λι­τι­σμού και των θε­α­τρι­κών του επι­τευγ­μά­των που να μην αμ­φι­σβη­τεί­ται. Η τα­χύ­τη­τα με την οποία προ­κα­λού­νται αυ­τές οι εξε­λί­ξεις, τα­ρά­ζει τις βε­βαιό­τη­τες των πιο πα­λιών από τη μια, και από την άλ­λη κρα­τά τη νέα γε­νιά σε μια μό­νι­μη κα­τά­στα­ση (ανα)προ­σαρ­μο­γής του γού­στου της, των πο­λι­τι­κών και αι­σθη­τι­κών της πε­ποι­θή­σε­ων, των αξιών της κ.ο.κ.

Μέ­νου­με στο σπί­τι: η νέα οι­κο­νο­μία και ιδε­ο­λο­γία

Μέ­σα σε αυ­τό το πλέγ­μα των νέ­ων σχέ­σε­ων που δια­μορ­φώ­νο­νται ανά­με­σα στον πα­ρα­γω­γό του προ­ϊ­ό­ντος (της ιδέ­ας) και τον κα­τα­να­λω­τή/υπο­δο­χέα, μέ­σα σε μια ατμό­σφαι­ρα ακραί­ου αντα­γω­νι­σμού, κα­τα­να­λω­τι­σμού, μο­να­χι­κό­τη­τας, τα­χύ­τη­τας, ευ­με­τα­βλη­τό­τη­τας και εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­σης, που προ­μη­νύ­ε­ται να γί­νει ακό­μη πιο έντο­νη, γεν­νώ­ντας στην πο­ρεία την ανά­γκη για συ­νε­χείς αλ­λα­γές στον τρό­πο προ­βο­λής και διά­θε­σης των θε­α­τρι­κών προ­ϊ­ό­ντων, η έν­νοια του «ετοι­μο­πα­ρά­δο­του» θε­α­τρι­κού προ­ϊ­ό­ντος, εν­δέ­χε­ται να απο­δει­χτεί για τους νε­ό­τε­ρους ένα επι­χει­ρη­μα­τι­κό μο­ντέ­λο που πολ­λοί θα υιο­θε­τή­σουν.
Εί­ναι, όπως εί­πα­με, γρή­γο­ρο, σχε­τι­κά φτη­νό, αυ­το­μα­το­ποι­η­μέ­νο/τυ­πο­ποι­η­μέ­νο, με τις κε­ραί­ες στραμ­μέ­νες στις τά­σεις της νέ­ας homebound economy, της οι­κο­νο­μί­ας που εί­ναι κομ­μέ­νη και ραμ­μέ­νη στο μέ­τρο και τις επι­θυ­μί­ες των νέ­ων κα­τα­να­λω­τών, οι οποί­οι ολο­έ­να και πε­ρισ­σό­τε­ρο μέ­νουν στο σπί­τι, οπό­τε για να βγουν απαι­τεί­ται ένα πο­λύ ισχυ­ρό πλέ­ον ερέ­θι­σμα. Εντε­λώς εν­δει­κτι­κά αρ­κεί να ανα­φέ­ρω εδώ τη διό­λου τυ­χαία αλ­λα­γή του τί­τλου του γνω­στού πε­ριο­δι­κού Time Out σε Time In. Οπό­τε το ερώ­τη­μα από δω και πέ­ρα για τους καλ­λι­τέ­χνες του θε­ά­τρου θα γί­νε­ται όλο και πιο πιε­στι­κό: πώς βγά­ζουν τον κό­σμο ξα­νά στον δρό­μο και από κει πί­σω στο θέ­α­τρο;
Εάν κά­πο­τε ο Max Weber χρη­σι­μο­ποί­η­σε το μο­ντέ­λο της γρα­φειο­κρα­τί­ας για να εξη­γή­σει τη δο­μή (και την απο­ξέ­νω­ση) των μο­ντέρ­νων κοι­νω­νιών και των τε­χνών τους, τώ­ρα εί­ναι η επο­χή του μο­ντέ­λου fast food (και κα­τ’ επέ­κτα­ση fast forward). Όλα ρυθ­μι­σμέ­να πλέ­ον με τέ­τοιο τρό­πο ώστε να απαι­τούν τον ελά­χι­στο δυ­να­τό χρό­νο με­τά­βα­σης από την έκ­φρα­ση της επι­θυ­μί­ας στην ικα­νο­ποί­η­ση της επι­θυ­μί­ας. Π.χ. λέω, «πει­νάω και θέ­λω να φάω» και η λύ­ση εί­ναι άμε­ση: fast food. Ή λέω, «θέ­λω να δω κά­ποιο θέ­α­μα ή να συμ­με­τά­σχω σε αυ­τό» και επί­σης η λύ­ση πρέ­πει να εί­ναι άμε­ση, τό­σο με τους όρους της ανα­κύ­κλω­σης, του φα­σόν και του franchise όσο και πέ­ρα από αυ­τούς. Η Αθή­να άλ­λω­στε έχει να λέ­ει με τις 1500 πα­ρα­στά­σεις (προ παν­δη­μί­ας). Το με­γα­λύ­τε­ρο θε­α­τρι­κό «τα­χυ­φα­γείο» της Ευ­ρώ­πης.
Αυ­τή τη στιγ­μή όλα οδη­γούν σε μια ελα­χι­στο­ποί­η­ση του χρό­νου ενα­σχό­λη­σης με κά­τι, εί­τε αυ­τό έχει να κά­νει με την προ­ε­τοι­μα­σία ή την κρι­τι­κή μιας πα­ρά­στα­σης, εί­τε την έρευ­να, εί­τε τη με­τά­βα­ση στη δου­λειά, στο σχο­λείο, πα­ντού. Η τε­χνο­λο­γία με τον τρό­πο της «απα­γο­ρεύ­ει» στο άτο­μο να συ­ντη­ρεί επί μα­κρόν απο­ρί­ες, επι­θυ­μί­ες και ερω­τή­σεις. Γι’ αυ­τό του προ­σφέ­ρει άμε­ση ικα­νο­ποί­η­ση. Αυ­τό άλ­λω­στε δεν που­λά­νε, ως αβα­ντάζ, όλα τα νέα μο­ντέ­λα που βγαί­νουν στην αγο­ρά; Τα­χύ­τη­τα, συγ­χρο­νι­κό­τη­τα και πε­ριε­κτι­κό­τη­τα. Σε ένα τό­σο δα i-phone ο πε­λά­της κου­βα­λά τον κό­σμο όλο. Πέ­ντε αστε­ρά­κια στην αξιο­λό­γη­ση μιας πα­ρά­στα­σης εκ­πα­ρα­θυ­ρώ­νουν 1000 λέ­ξεις κρι­τι­κής. Η υπο­μο­νή ανή­κει σε άλ­λες επο­χές και άλ­λα lifestyles, ανή­κει στους με­τα­νά­στες του δια­δι­κτύ­ου. Οι φυ­σι­κοί χρή­στες εί­ναι αλ­λού, το οποίο «αλ­λού» δεν ση­μαί­νει κα­τ’ ανά­γκη ότι εί­ναι εξ ορι­σμού και ένας «κα­λός τό­πος». Άλ­λω­στε, η ευ­το­πία από τη δυ­στο­πία, όπως και η κω­μω­δία από την τρα­γω­δία απέ­χουν ελά­χι­στα.

Και το kitsch πά­ντα πα­ρόν

Να προ­σθέ­σω σε σχέ­ση με τα πα­ρα­πά­νω ότι όσο θα ανα­πτύσ­σε­ται η ανα­πα­ρα­γω­γι­κή δυ­να­μι­κή της τε­χνο­λο­γί­ας άλ­λο τό­σο θα ανα­πτύσ­σε­ται και το kitsch, το οποίο, όπως ξέ­ρου­με, ακο­λου­θεί κα­τά πό­δας τη μό­δα, εμ­φα­νί­ζε­ται ξαφ­νι­κά, για να εξα­φα­νι­στεί εξί­σου γορ­γά και να αντι­κα­τα­στα­θεί από κά­τι άλ­λο και ού­τω κα­θε­ξής.
Το kitsch εί­ναι η από­λυ­τη άσκη­ση στην προ­σο­μοί­ω­ση, η κυ­ριαρ­χία της απο­μί­μη­σης, η εύ­κο­λη (εξ)αγο­ρά της (αυ­θε­ντι­κής) εμπει­ρί­ας. Όλοι φαί­νε­ται να εί­ναι στο παι­χνί­δι της αγο­ρα­πω­λη­σί­ας κι ας μην το ομο­λο­γούν. Το kitsch, μο­λο­νό­τι ψεύ­τι­κο (ή ίσως ακρι­βώς γι’ αυ­τό), ενώ­νει τους αν­θρώ­πους. Όπως λέ­ει και ο Kού­ντε­ρα: «Η αδερ­φο­σύ­νη όλων των αν­θρώ­πων μό­νο στο kitsch μπο­ρεί να θε­με­λιω­θεί». Δεί­τε τα πλα­στι­κο­ποι­η­μέ­να σχε­δόν και πα­νο­μοιό­τυ­πα πρό­σω­πα (μάλ­λον προ­σω­πεία) τη­λε­πα­ρου­σια­στριών και τη­λε­πα­ρου­σια­στών, τα κα­τα­σκευα­σμέ­να σώ­μα­τα λο­γής-λο­γής θλι­βε­ρών influencers. Όλα μια ευ­πώ­λη­τη πα­ρά­στα­ση του πλέ­ον κα­κό­γου­στου kitsch, που όμως εμ­φα­νί­ζει εντυ­πω­σια­κό­τα­τα νού­με­ρα απο­δο­χής. Το ίδιο και οι kitsch συ­μπε­ρι­φο­ρές, τα kitsch αι­σθή­μα­τα και τη­λε­ο­πτι­κά δά­κρυα. Και για να πάω το σκε­πτι­κό λί­γο πα­ρα­πέ­ρα, εάν τα έρ­γα τέ­χνης αξιο­λο­γού­νταν με όρους κα­θα­ρά δη­μο­κρα­τι­κούς, το kitsch θα κυ­ριαρ­χού­σε και με τε­ρά­στια δια­φο­ρά. Χω­ρίς ίχνος υπερ­βο­λής, το kitsch εί­ναι το all time classic. Απλώς ο όγκος και η τα­χύ­τη­τα δια­κί­νη­σής του δια­φέ­ρουν από επο­χή σε επο­χή.
Το εν­δια­φέ­ρον εί­ναι ότι οι μεν πιο πα­λιοί τα πυ­ρο­βο­λούν όλα αυ­τά (τα «κι­τσά­τα»), τα κα­τα­κρί­νουν, τα ανα­θε­μα­τί­ζουν, πε­ρισ­σό­τε­ρο για να κρύ­ψουν, βια­στι­κά, το γε­γο­νός ότι τους αφο­ρούν, οι δε νε­ό­τε­ροι, οι με­τα­μο­ντέρ­νοι, ζουν μα­ζί τους εντε­λώς απε­νο­χο­ποι­η­μέ­να, χω­ρίς να νοιά­ζο­νται ιδιαί­τε­ρα για δια­κρί­σεις ανά­με­σα στην υψη­λή και τη λαϊ­κή κουλ­τού­ρα, που εί­ναι άλ­λω­στε και ο ρυθ­μι­στι­κός πα­ρά­γο­ντας του ορι­σμού του kitsch, αλ­λά και του ορι­σμού πολ­λών άλ­λων θε­μά­των που έχουν να κά­νουν με την έν­νοια της δη­μιουρ­γί­ας, της έμπνευ­σης, της γρα­φής και της αντι­γρα­φής, της πρω­το­τυ­πί­ας (εξ ου και η ευ­κο­λό­τε­ρη απο­δο­χή εκ μέ­ρους τους του μο­ντέ­λου που συ­ζη­τού­με εδώ).


Πε­ρί «πραγ­μα­τι­κού» και συμ­με­το­χής

Με όλες αυ­τές τις σκόρ­πιες σκέ­ψεις να με προ­βλη­μα­τί­ζουν, διε­ρω­τώ­μαι κα­τά πό­σο το πραγ­μα­τι­κό ζη­τού­με­νο σε τέ­τοιες εμπει­ρί­ες επα­φής με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εί­ναι να πε­ρά­σει κα­λά ο κό­σμος, να δια­σκε­δά­σει ή το ζη­τού­με­νο εί­ναι το υπό­στρω­μα των μη­χα­νι­σμών που οδη­γούν στην από­λαυ­ση της «πα­κε­τα­ρι­σμέ­νης», franchise ή όχι, εμπει­ρί­ας; Και μιας και αφορ­μή για όλα αυ­τά ήταν η πε­ρι­πα­τη­τι­κή περ­φόρ­μανς Remote Thessaloniki η οποία, το ξα­να­λέω για να απο­φευ­χθούν οι πα­ρερ­μη­νεί­ες, μου άρε­σε, εί­χε ποιό­τη­τα και με «τα­ξί­δε­ψε», θα ήθε­λα πριν κλεί­σω να στα­θώ σε αυ­τό που με προ­βλη­μά­τι­σε πιο πο­λύ, και εν­νοώ την «ασώ­μα­τη» φω­νή (GPS navigator) που μου υπο­δεί­κνυε σε όλη τη δια­δρο­μή ακρι­βώς τι να κά­νω, πού να πάω, πού να στρί­ψω, και ενί­ο­τε πώς να σκε­φτώ αντι­κρί­ζο­ντας τα ερεί­πια, την πό­λη, τους αν­θρώ­πους της, τους νε­κρούς της. Με προ­βλη­μά­τι­σε για­τί αι­σθάν­θη­κα ότι «απει­λού­σε» σε ένα βαθ­μό την προ­σω­πι­κή μα­τιά, την ίδια στιγ­μή που επι­δί­ω­κε μέ­σα από τη διεμ­βό­λι­ση του αστι­κού το­πί­ου να προ­χω­ρή­σω, ως συμ­με­τέ­χων σε μια συλ­λο­γι­κό­τη­τα, στην απο­μυ­θο­ποί­η­σή του. Πα­ρ’ όλη την προ­σπά­θεια που κα­τέ­βα­λα, δεν κα­τά­φε­ρα ωστό­σο να απαλ­λα­γώ από το αί­σθη­μα της ψευ­δαί­σθη­σης της απε­λευ­θέ­ρω­σης και της συλ­λο­γι­κό­τη­τας. Μπο­ρεί να συ­γκι­νή­θη­κα, όμως δεν αι­σθάν­θη­κα η απο­μά­κρυν­ση από τη αυ­θε­ντία του ει­δι­κού επαγ­γελ­μα­τία (συγ­γρα­φέα και ηθο­ποιού) να με κά­νει πιο ελεύ­θε­ρο ή συν­δη­μιουρ­γι­κό. Αντί άλ­λου σχο­λί­ου, επα­να­φέ­ρω τα αυ­θόρ­μη­τα σχό­λια που εί­χα αναρ­τή­σει στο facebook τον Σε­πτέμ­βριο, αμέ­σως με­τά τη συμ­με­το­χή μου στη δρά­ση αυ­τή:

«Γε­νι­κά δεν εί­μαι φί­λος του συμ­με­το­χι­κού θε­ά­τρου. Και ο λό­γος απλός. Δεν έχει να κά­νει με την ποιό­τη­τα αλ­λά με τις σχέ­σεις που δη­μιουρ­γεί. Αγα­πώ τον ρό­λο του θε­α­τή και όχι του συ­ντε­λε­στή. Νιώ­θω πιο ασφα­λής. Θέ­λω χώ­ρο να σκε­φτώ, να απο­στα­σιο­ποι­η­θώ, να κρί­νω. Δεν θέ­λω την έντο­νη συ­ναι­σθη­μα­τι­κή εμπλο­κή. Μου μπερ­δεύ­ει τη σκέ­ψη. Μου κλέ­βει τον λό­γο. Κι αυ­τό μό­νο η από­στα­ση μου το δια­σφα­λί­ζει».

Και σκέ­φτο­μαι: μή­πως τε­λι­κά το πρό­βλη­μα εί­μαι εγώ; Δη­λα­δή, όλα αυ­τά που γρά­φω εδώ δεν αφο­ρούν κα­νέ­ναν άλ­λο πα­ρά μό­νο τις δι­κές μου εμ­μο­νές; Ίσως. Από την άλ­λη πά­λι σκέ­φτο­μαι, δα­νει­ζό­με­νος αυ­τή τη φο­ρά τη σκέ­ψη του Adorno: μή­πως τε­λι­κά οι άν­θρω­ποι, «ανο­μο­λό­γη­τα υπο­πτεύ­ο­νται ότι η ζωή τους θα τους γί­νει πια εντε­λώς αφό­ρη­τη, αν πά­ψουν να εί­ναι προ­σκολ­λη­μέ­νοι σε ικα­νο­ποι­ή­σεις, οι οποί­ες εί­ναι ανύ­παρ­κτες», οπό­τε, πα­ρα­στά­σεις ή συλ­λο­γι­κές δρά­σεις σαν κι αυ­τές εί­ναι ευ­ερ­γε­τι­κές για­τί λει­τουρ­γούν πιο πο­λύ κα­τα­πραϋ­ντι­κά: μας γνω­ρί­ζουν μεν τα «σκα­τά» στα οποία κα­τέ­λη­ξε «η θεϊ­κή δη­μιουρ­γία», κα­τά Mί­λαν Κού­ντε­ρα, ταυ­τό­χρο­να όμως μας απε­νο­χο­ποιούν κι έτσι πά­με για ύπνο χω­ρίς ενο­χές και τύ­ψεις;

«Απέ­να­ντι» στο Σύ­στη­μα ή μα­ζί;

Δεν έχω, επα­να­λαμ­βά­νω, κά­ποια ξε­κά­θα­ρη απά­ντη­ση. Αν εί­χα δεν θα έγρα­φα αυ­τό το κεί­με­νο. Το μό­νο που μπο­ρώ να πω, ακο­λου­θώ­ντας τον Adorno, εί­ναι ότι ο άν­θρω­πος αγα­πά πιο πο­λύ τα ομοιώ­μα­τα του πραγ­μα­τι­κού, για­τί δεν μπο­ρεί να ζή­σει με το πραγ­μα­τι­κό. Δεν ξέ­ρει καν πού βρί­σκε­ται, κι ας φω­νά­ζει ότι ξέ­ρει. Και ένα θε­α­τρι­κό μο­ντέ­λο τύ­που franchise, μπο­ρεί να δεί­χνει ότι αντι­μά­χε­ται το Σύ­στη­μα (και διό­λου δεν αμ­φι­σβη­τώ τις ει­λι­κρι­νείς του προ­θέ­σεις για μια βα­θύ­τε­ρη ενα­σχό­λη­ση με κοι­νω­νι­κά, πο­λι­τι­κά και οι­κο­λο­γι­κο-πο­λι­τι­στι­κά θέ­μα­τα, για μια γέ­φυ­ρα κοι­νο­τι­κής δρα­στη­ριο­ποί­η­σης), ωστό­σο δεί­χνει ανή­μπο­ρο (ίσως και να μην θέ­λει) να απαλ­λα­γεί από τη λο­γι­κή της πα­γκο­σμιο­ποί­η­σης, της κουλ­τού­ρας της τυ­πο­ποί­η­σης, του ενί­ο­τε ακραί­ου συ­ναι­σθη­μα­τι­σμού, της ομοιο­μορ­φί­ας και ομο­γε­νο­ποί­η­σης, θέ­το­ντας έτσι εν αμ­φι­βό­λω τις όποιες αντι-συ­στη­μι­κές βλέ­ψεις του. Κι αν αυ­τό προ­βλη­μα­τί­ζει με ικα­νές και πο­λύ ψαγ­μέ­νες ποιο­τι­κές ομά­δες όπως οι Rimini Protokoll, Forced Entertainment κ.λπ. φα­ντα­στεί­τε τι μπο­ρεί να γί­νει εάν όλοι αρ­χί­σουν να κα­τα­φεύ­γουν σε αυ­τό το μο­ντέ­λο, εν­δια­φέ­ρον στις προ­θέ­σεις αλ­λά ευά­λω­το στις κα­κο­ποι­ή­σεις.

Κα­τα­κλεί­δα

Όπως συμ­βαί­νει πά­ντα έτσι και εδώ ο χρό­νος θα δεί­ξει κα­τά πό­σο η επι­διω­κό­με­νη και πολ­λα­πλώς πο­θού­με­νη σύν­δε­ση του θε­α­τρι­κού, του πο­λι­τι­κού και του προ­σω­πι­κού θα μπο­ρέ­σει να βά­λει στο κά­δρο και να δι­καιώ­σει τη σύν­δε­ση με τη μεί­ζο­να πο­λι­τι­κή, τη μεί­ζο­να θε­α­τρι­κό­τη­τα, κα­τά πό­σο με τις χω­ρι­κές και άλ­λες πα­ρεμ­βά­σεις των καλ­λι­τε­χνών που επι­ζη­τούν να εντά­ξουν τον θε­α­τή στο δρώ­με­νο (και το οι­κο­σύ­στη­μα), δη­μιουρ­γώ­ντας, έστω και προ­σω­ρι­νά, την αί­σθη­ση της κοι­νό­τη­τας μέ­σα από την κα­τάρ­γη­ση των σχέ­σε­ων σκη­νής/πλα­τεί­ας, θα εί­ναι μια ου­σια­στι­κή επι­λο­γή που όντως θα απο­δο­μεί τα πράγ­μα­τα ή απλώς θα λει­τουρ­γεί σαν ένα άλ­λο­θι με­τα­μο­ντερ­νι­κό­τη­τας, δη­λα­δή θα δη­μιουρ­γεί μια «κι­τσά­τη» υπε­ρα­ξία, απο­τέ­λε­σμα της ρο­μα­ντι­κο­ποί­η­σης της ίδιας της ιδέ­ας της δρά­σης, η οποία, εν­δε­δυ­μέ­νη τα ιμά­τια μιας «ρι­ζο­σπα­στι­κής δρά­σης», θα απορ­ρο­φά­ται από αυ­τόν που την υλο­ποιεί και μοι­ραία θα χά­νει μέ­ρος της πο­λι­τι­κής της δυ­να­μι­κής, με τον πε­ρι­πα­τη­τή-συμ­με­τέ­χο­ντα σε ρό­λο flaneur, ενός μπο­έμ και συ­νά­μα ενός ερα­σι­τέ­χνη συ­μπα­ρα­γω­γού σε μια περ­φόρ­μανς.
Ελ­πί­ζω να δια­ψευ­στούν οι επι­φυ­λά­ξεις που κα­τα­θέ­τω σε αυ­τή τη σύ­ντο­μη υπό­θε­ση ερ­γα­σί­ας, και το θέ­α­τρο να συ­νε­χί­σει να ονει­ρεύ­ε­ται και να κά­νει πρά­ξη το επι­κίν­δυ­νο, το ου­σια­στι­κό, το ανε­ξάρ­τη­το και απρό­βλε­πτο. Οψό­με­θα.

[ Αφορ­μή για τη συγ­γρα­φή του κει­μέ­νου αυ­τού ήταν το συ­νέ­δριο που διορ­γά­νω­σε στη Μπρα­τι­σλά­βα η Ένω­ση Θε­α­τρι­κών Κρι­τι­κών της Σλο­βα­κί­ας στις 20 Νο­εμ­βρί­ου 2021, με θέ­μα Recycling in the Performing Arts: from Creativity to Commerce και πιο συ­γκε­κρι­μέ­να μια από τις ομι­λί­ες, του Ivan Medenica, με θέ­μα τις ευ­ερ­γε­τι­κές προ­ε­κτά­σεις του φαι­νό­με­νου. ]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: