Εμπόλεμες θηλυκότητες: Η έλευση της Κόρης

Έρινα Χαραλάμπους, «Ταυ. Είκοσι οκτώ ριπές και ένα πολεμικό ανακοινωθέν», Λάρισα, Θράκα 2022

Εμπόλεμες θηλυκότητες: Η έλευση της Κόρης

Πώς μπορούμε να μιλήσουμε για μια έμφυλα προσδιορισμένη καλλιτεχνική δημιουργικότητα; Πώς –στις συνάψεις του αισθητικού με το πολιτικό– μπορούν να αναδυθούν νέες κατηγορίες και επανεννοιολογήσεις των παλαιών κατηγοριών; Πώς εκείνη η κομβική στιγμή της συνειδητοποίησης του είναι-μέσα-στον-κόσμο μπορεί να αποτελέσει το εναρκτήριο λάκτισμα ενός πολιτικού σε τελική ανάλυση αγώνα; Το δεύτερο ποιητικό βιβλίο της Έρινας Χαραλάμπους, αποτελώντας, μεταξύ άλλων, και έναν αναστοχασμό πάνω στη θηλυκότητα, δεν προτρέπει σε διάλογο και ίσως δικαίως κόβει τα νήματα της συζήτησης – αντιθέτως, διακηρύσσει πολεμικώ τω τρόπω την έλευση της Κόρης, εννοούμενης ως το θηλυκό τέκνο και ως η νεαρή γυναίκα.


Ι. Οι ήχοι

Αρθρωμένη σε 28 σύντομα ποιήματα και ένα ακροτελεύτιο «Πολεμικό ανακοινωθέν», η ποιητική σύνθεση της Χαραλάμπους αποτελεί μια καλοδουλεμένη, σφιχτή μάλλον και οπωσδήποτε ενδιαφέρουσα στη ρητορική της εκφορά εργασία. Στο Ταυ η ποιήτρια φαίνεται να αφήνει πίσω την κυπριακή συνθήκη, τις άμεσες και ευθείες αναφορές στην ιστορία και το σύγχρονο γίγνεσθαι της Κύπρου, στοιχεία που υπήρχαν έντονα στην πρώτη της ποιητική συλλογή (Πλεκτάνη, 2020), χωρίς ωστόσο να εγκαταλείπει βασικούς θεματικούς άξονες της ποιητικής της. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του Ταυ και μάλλον της ποιητικής μεθοδολογίας της Χαραλάμπους αποτελεί ο λεκτικός πειραματισμός, ο οποίος κινείται σε δύο κυρίως επίπεδα – αυτά εντοπίζονται και στην Πλεκτάνη: αφ’ ενός μεν ένας λεξιπλαστικός πειραματισμός, ο οποίος εκμεταλλεύεται εν εκτάσει τον ήχο της γλώσσας, την τυπογραφική διάταξη και την απροσδόκητη συμπαράθεση λέξεων (ομόηχα, αναγραμματισμοί, αλλαγές γενών) και αφ’ ετέρου ένας σημασιολογικός πειραματισμός, ο οποίος δίνει ένταση, βάθος και παράγει ερμηνευτική πολλαπλότητα, από τη στιγμή που αυτός συνήθως παράγεται από τα τουλάχιστον διττά σημασιολογικά επίπεδα αρκετών λέξεων. Το ύφος του Ταυ γνωρίζει τις διαβαθμίσεις μιας φωνής, η οποία κινείται από τη σεσοφισμένη απόφαση εκφοράς λόγου, βαδίζει στον σπαραγμό, προκειμένου να καταλήξει, μέσω της καταγγελίας, σε μια αγωνιστική και διαυγή διατύπωση.
Αν και οι γραμματολογικές επισημάνσεις εύκολα μπορούν να τεθούν εν αμφιβόλω, η Χαραλάμπους με το Ταυ συνομιλεί με ένα μέρος της συγκαιρινής μας ποιητικής παραγωγής: αφ’ ενός μεν χάρη στις μεθοδολογικές της επιλογές (ποιητικό βιβλίο/σύνθεση, λεκτικός και μετρικός πειραματισμός, δειλή προς το παρόν ενσωμάτωση και άλλων ειδών λόγου, φωνητική διάσταση πολλών ποιημάτων) και αφ’ ετέρου σε σύμπνοια με ποιητικές κοινότητες που επανερμηνεύουν και ανανοηματοδοτούν μέσω της γραφής τούς έμφυλους όρους παραγωγής του καλλιτεχνικού έργου.


ΙΙ. Κάποιες ριπές

Η Χαραλάμπους στο Ταυ κατασκευάζει πολλαπλές αλληγορίες και συνεχώς μεταθέτει το νόημα, σε μια προσπάθεια αναζήτησης και αναδιαπραγμάτευσης εκείνων των λόγων που καθιστούν ευάλωτο το υποκείμενο. Κεντρική θέση κατέχει η υπογονιμότητα και η δυστοκία ως κυριολεκτικές και μεταφορικές συνθήκες. Το αναγνωστικό και ερμηνευτικό κλειδί, πρωτίστως για τον τίτλο της σύνθεσης και κατόπιν για μια σειρά ποιημάτων, δίνεται στις Σημειώσεις:

Για επιστημονικά ανεπιβεβαίωτους μέχρι στιγμής λόγους, κατά τη διάρκεια της κύησης, η μήτρα του εμβρύου μπορεί να πάρει σχήμα ταυ. Αυτή η όχι και τόσο σπάνια δυσπλασία της μήτρας, ενίοτε, συνδέεται ιατρικά με την υπογονιμότητα (σ. 47)

Η χρήση της ιατρικής μεταφοράς, ανανοηματοδοτημένη και ενίοτε αντεστραμμένη, αποτελεί κεντρικό σημείο του έργου. Ξεκινώντας από το «κυριολεκτικά/ ασύλληπτο» (σ. 9), αυτό που ακόμη δεν έχει γεννηθεί αποτελεί σχεδόν φασματική οντότητα, κινούμενο ανάμεσα στην παρουσία και την απουσία, σε κάθε όμως περίπτωση προκαλεί οδύνη. Η προσπάθεια σύλληψης, κυοφορίας και γέννας τού κατ’ ουσίαν ασύλληπτου είναι ικανή να δημιουργήσει μια φαντασιακή κοινότητα απώλειας, παρά τα διαφορετικά της χαρακτηριστικά, εφ’ όσον «[μ]αζί μετράμε τα χρόνια/ μαζί και τις απώλειες/ […] μαζί χάνουμε τα παιδιά μας» (σ. 11). Σε άλλες πάλι περιπτώσεις –και εδώ η Χαραλάμπους αποδίδει λεπτές και αποσιωπημένες ίσως αποχρώσεις και πτυχές– το ασύλληπτο λειτουργεί ως εξουσία εν τη απουσία του. Το ασύλληπτο προκαλεί φόβο και βρίσκεται στο διάκενο μεταξύ ύπαρξης και μη ύπαρξης, όπως το μη διανοητό βρίσκεται μεταξύ πίστης και φόβου:

Στη μήτρα μου επιτελείται το ασύλληπτο
στη γλώσσα μου τυλίγεται το χάος
εσύ στην πίστη σου τυφλώνεσαι
κι εγώ στις λέξεις μου
φοβάμαι

(VII, σ. 15)

Η ποίηση στην υλικότητά της, δηλαδή αφ’ ότου έχει συλληφθεί, αποτελεί αλήθεια και αρχή, αν όχι αιωνιότητας, τουλάχιστον μιας χρονικότητας που ενέχει την ολότητα: «Το όλον που ερωτεύτηκες εχάθηκε στο πάντα/ κλέω» (σ. 13) και «[Τ]α σπλάχνα καίω να ποτίσω/ αιώνια ίσως/ αυτή τη φορά» (σ. 18).
Μετά τη 12η ριπή συντελείται μια τομή, υπάρχει ένα σημείο καμπής κατά το οποίο η ποίηση μεταμορφώνεται και μετατρέπεται σε κραυγή – εδώ εμφιλοχωρεί και το ζήτημα ενός βιώματος που καταργεί, λόγω της έντασής του, την τέχνη. Η Χαραλάμπους και εδώ συλλαμβάνει τη λεπτή απόχρωση, παρ’ ότι η αντιφώνηση/δήλωση (σ. 21) ενέχει κάποια ποιητική ευκολία.
Η μη σύλληψη και η μη γέννα καθιστούν άφωνο το υποκείμενο, παράγοντας σιωπή – η διάρρηξη αυτής της σιωπής συντελείται μέσω της ποίησης, της εύρεσης δηλαδή μιας φωνής και της προσπάθειας αυτοπροσδιορισμού. Σε μια ακόμη μετάθεση του νοήματος, η Χαραλάμπους ακολούθως αυτοαναιρείται, υπαινισσόμενη το πρωτείο της φωνής, του έναρθρου εν προκειμένω λόγου, έναντι της ποίησης.
Το έδαφος έχει προετοιμαστεί καλά για τις ριπές 16-18, όπου από τη φωνή περνάμε στην υλικότητα του σώματος. Η σωματική ασθένωση, η θηλυκότητα ως κατάσταση, η ευθραυστότητα και η ευαλωτότητα, οι κοινωνικές νόρμες είναι εκείνα τα στοιχεία που επανέρχονται σε πολλούς στίχους, με κομβική την περίπτωση της 16ης ριπής:

διαδοχικές αναλύσεις –ταυ– τακτικές εξετάσεις –ταυ– απανωτές ακτινογραφίες –ταυ– αναπόφευκτες τομογραφίες –ταυ– ακαριαία αποτελέσματα –ταυ– απαραίτητες επεμβάσεις –ταυ– συνιστώμενες συνταγογραφήσεις –ταυ– βασικές μετρήσεις –ταυ– καθοριστικές τοποθετήσεις

υποκατέστησαν
τη λέξη
το μέτρο
τη στίξη
το ποίημα

στο σημειωματάριό μου

το κάθε άλλο
παρά προσωπικό
το αλύπητα και αναπόφευκτα

εξωσωματικό

(XVI, σ. 26-27)


ΙΙΙ. Ευθείες βολές

Κάπου ανάμεσα στην πρώτη τομή, μετά τη 12η ριπή, και σε μία άλλη, μετά τη 18η, συντελείται μια υφολογική και ποιοτική αλλαγή. Αυτή η αλλαγή χαρακτηρίζεται από ένταση και αγωνιστικότητα, το ένα της σκέλος έχει προετοιμαστεί και παρουσιάζει το υποκείμενο της εκφώνησης όχι αναδιπλωμένο και σε εσωτερική συστροφή αλλά στο προσκήνιο και με διάθεση καταγγελίας. Δύο είναι τα μείζονα στοιχεία που ορίζουν αυτή την αλλαγή και ίσως τις δυναμικότερες στιγμές της σύνθεσης, νοηματοδοτώντας την παραλλήλως: αφ’ ενός μεν η «γραμματική του φύλου» και αφ’ ετέρου μια αντεστραμμένη ή επανεννοιολογημένη θρησκευτικότητα.
Η Χαραλάμπους σε ένα διπλό επίπεδο προσπαθεί ποιητικώ τω τρόπω να καταγγείλει τα δεσμά της γλώσσας που αποστερούν τη φωνή στις θηλυκότητες, επανερμηνεύοντας συνάμα ένα σύνολο ιδεών/πεποιθήσεων/συμβόλων που ορίζουν τον χώρο της θρησκευτικότητας. Γλώσσα και θρησκευτικότητα είναι οι στόχοι και τα μέσα διά των οποίων –έτσι, μαζί και στην αχώριστη συναρμογή τους– η ποιήτρια οικοδομεί την τελική της εναλλακτική πρόταση. Αυτό το αξεδιάλυτο σύνολο λόγων λειτουργεί καταπιεστικά, πράγμα που η Χαραλάμπους εμφατικά τονίζει, δείχνοντας με ένα νεύμα (ή μήπως με υψωμένη γροθιά;) τα πατριαρχικά θεμέλια μιας κοινωνίας που είναι δομημένη από και για το αρσενικό – εννοούμενο εν προκειμένω ως μετωνυμία της πατριαρχίας, της κανονικότητας και της ετεροσεξουαλικής κανονιστικής συνθήκης:

Σημεία απόστροφα, υπό διαστολή
υπό διάλυση κυρίως περιβάλλουν
την έντονη ή άτονη φωνή σου–
ορίζεσαι ωστόσο απ’ τις εγκλίσεις
όλου του κόσμου τις συμβάσεις
τις διαθέσεις του λυγμού
που ατελεύτητα την απαλείφουν
ανηλεώς και κεκλιμένα την εκφέρουν
διά και προ παντός
εντός

(XIV, σ. 23)

Εναποθέτω τις λέξεις αθεόφοβη
πάνω στη μητρική μου γλώσσα
μα το όνομα του Πατρός και
του Αγίου Πνεύματος
τις καταδυναστεύει
εις τους αιώνας
των αιώνων
αμύ
ονται

(XXVI, σ. 39)


Αυτή η εναλλακτική θρησκευτικότητα και η καταγγελία της γλώσσας –επιμένω να τα βλέπω αχώριστα– προσπαθούν να ορίσουν ένα διαφορετικό πεδίο, μια αφήγηση, έναν κόσμο. Η επιθυμία της ενσάρκωσης, δηλαδή η επιθυμία για το ποίημα που θέλει να γεννηθεί, μετατρέπεται σε επιθυμία υπέρβασης ενός θανάτου από το αρσενικό· η θηλυκότητα καθίσταται εκείνο το στοιχείο που είναι ικανό να επουλώσει τα συλλογικά τραύματα· η επικυριαρχία του αρσενικού υπονομεύεται παράλληλα προς την κατάδειξη των καταπιεστικών μηχανισμών προς τις θηλυκότητες και την ειρωνική καταγγελία αντικειμενοποίησής τους· ο θηλυκός μα και ο ουδέτερος χώρος όμως, που προσδιορίζονται από την πρωτοκαθεδρία του αρσενικού, έχουν εναλλακτική επιλογή: στην 25η ριπή η ποιήτρια ευκρινώς παίρνει τα όπλα και αντιστέκεται, καλώντας στον αγώνα, και μας προσκαλεί «μαζί να τραγουδήσουμε για εσωτερικούς αρσενικούς αδένες» και «την οπτική του σύμπαντος απ’ την αρχή να πλάσουμε», διότι «η υπογονιμότητα –κυρίως αβάσταχτη–/ παντού και πάντοτε θα είναι/ μέλους θηλυκού» (σ. 37). Σε μια ύστατη δε αποστροφή η Χαραλάμπους μεταθέτει πάλι το νόημα και στη βία απαντά με βία: «[θ]έλω […]/ την ποίηση να τεμαχίσω/ να σ’ την προσφέρω/ αμάσητη/ αχώνευτη/ προς θλίψιν» (σ. 40).


IV. Κήρυξη πολέμου

Η Χαραλάμπους με το Ταυ κατασκευάζει μια εναλλακτική θεολογία, η οποία σημαίνεται με την τελευταία τομή του βιβλίου που καταχωρείται ως «filiaque» (σ. 38). Η συμπερίληψη της Κόρης στο θεολογικό σχήμα αφ’ ενός μεν πρέπει να αναγνωστεί σε συμφωνία με την τελευταία ριπή στην οποία γίνεται –με τρόπο γενναίο εκ μέρους της Χαραλάμπους– αναφορά στην εξάλειψη της εσωτερικευμένης πατριαρχίας και αφ’ ετέρου προοικονομεί το αποκαλυπτικό «Πολεμικό ανακοινωθέν». Η Κόρη ως ενσαρκωμένος θηλυκός Λόγος, ως η γεννημένη ποίηση, ως πρακτικός λόγος και πράξη, ως –εν τέλει, ας το πούμε– θηλυκός μεσσίας είναι εκείνη που «θα υπογράφει τις ανακοινώσεις» (σ. 45):

Τα βράδια κάνω επικίνδυνες δουλειές
διαβάζω την τάδε και το τάδε και την τάδε
ακούω ειδήσεις, μοιράζω αναρτήσεις–
οι λέξεις τραβήχτηκαν
αναρριχήθηκαν στα δώματα
ξεσκίστηκαν στη στέγη
αποτραβιούνται οι δοκοί
κάνουν να πέσουν
κάνουν να σπάσουν
να γκρεμοτσακιστούν
οι λέξεις θα φανερωθούν
–δεν τ’ άκουσες;–
–δεν διάβασες;–
–δεν είπες;–
οι θάλασσες ξεβράζουν πτώματα
όλου του κόσμου τα πηγάδια αναβλύζουν
μέσα από τα ποτάμια αναδίδονται φωνές
σπαράζουν οι γραμματικές
ακούς;

Τι τα θες, η ποίηση πια δε φτουράει
Κι έπειτα, έχει κάμποσες να κλάψουν
τη θλίψη της – τη θλίψη.

Ύστερα όμως –στ’ ορκίζομαι–
την Κόρη μου θα τη γεννήσω
μα δεν θα βγει σαν όλα τα παιδιά.
Η Κόρη μου –σαν ένα κρίνο–
θα έχει λεπτά, όμορφα χέρια
διάφανες κλειδώσεις
η Κόρη μου, κατά πώς φαίνεται
θα υπογράφει τις ανακοινώσεις


(«Πολεμικό ανακοινωθέν», σ. 44-45)


Αν η Χαραλάμπους κατασκευάζει με το έργο της μια θηλυκότητα που «θα έχει λεπτά, όμορφα χέρια/ διάφανες κλειδώσεις» (σ. 45), δεν σημαίνει ότι κατασκευάζει μια αιθέρια γυναικεία ύπαρξη, τέτοια και όμοια με αυτήν που έχουμε κληρονομήσει από τη λογοτεχνική παράδοση, ακόμη ίσως και ανάστροφα παρεμφερή με τις αρρενωπές και σκληρές Αμαζόνες. Στην κατασκευή της Κόρης εκ μέρους της Χαραλάμπους πρέπει –νομίζω– να δούμε την ενσάρκωση μιας εναλλακτικής πρότασης – εντός αισθητικού και εντός πολιτικού. Αυτή η πρόταση ίσως έχει περισσότερη δυναμική από αυτή που δίνουν οι 28 ριπές, ακριβώς διότι τοποθετείται σε χρόνο μέλλοντα: στιγμιαίο για την ενσάρκωσή της («θα τη γεννήσω», σ. 44) και εξακολουθητικό για τη δράση της («θα υπογράφει», σ. 45).
Το Ταυ, ως τέκνο της εποχής του, βρίσκεται στο σταυροδρόμι ποικίλων λόγων αλλά και γεγονότων, διαθέτει μια προϊστορία –τη γραμματολογική– και μια γενεαλογία – την πολιτική. Πριν δύο μέρες και κάμποσα χρόνια, στις 25 Νοεμβρίου 1960, κατόπιν εντολής του Ραφαήλ Τρουχίλιο, τότε δικτάτορα στη Δομινικανή Δημοκρατία, οι αδελφές Πάτρια, Μαρία και Αντωνία Μιραμπάλ βασανίστηκαν άχρι θανάτου για την αντιδικτατορική τους δράση και αργότερα αναγνωρίστηκαν και έγιναν σύμβολα της γυναικείας χειραφέτησης, μαζί και του αντιδικτατορικού αγώνα, οδηγώντας τον ΟΗΕ να θεσπίσει την 25η Νοεμβρίου ως διεθνή ημέρα εξάλειψης της βίας κατά των γυναικών. Στην εποχή μας η έμφυλη βία, ως έκφανση της πατριαρχίας, αυξάνεται συνεχώς, θέτοντας, μεταξύ άλλων, στο στόχαστρο όλο το φάσμα της θηλυκότητας – από το Ιράν μέχρι την Κύπρο και την Ελλάδα. Η Κόρη της Χαραλάμπους, ως εμπόλεμη θηλυκότητα, γίνεται ένα δυνητικό σύμβολο αγώνα ενάντια στους καταπιεστικούς μηχανισμούς της πατριαρχίας και παραμένει επίκαιρη και αναγκαία – όλα αυτά πέρα από τα όρια του αισθητικού και στην καρδιά του πολιτικού. 


_____________
Διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου (Αθήνα, 27 Νοεμβρίου 2022)

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: