Μπόρχες, Παπαδιαμάντης

Φωτ. Paulina Lavista, Mεξικό
Φωτ. Paulina Lavista, Mεξικό

Υπάρχουν διηγήματα που, φτάνοντας στο τέλος τους, αναγκάζεσαι να ξαναδιαβάσεις οπωσδήποτε την αρχή τους, να τα ξαναδιαβάσεις ίσως κι ολόκληρα, μιας κι η έκπληξη της εξόδου τους ανατρέπει τα πάντα, τ’ αποκαλύπτει όλα, ξαναφωτίζει τελείως αλλιώς το διήγημα, τη διήγηση, την ανάπτυξή τους.

(Όπως ακριβώς γίνεται, άλλωστε, και με τα καλά ποιήματα, με την αθάνατη συνταγή του Καβάφη, όπου η τελευταία συνήθως φράση τους την ανατροπή ή την απότομη έστω ολοκλήρωσή τους επιτυγχάνει, επιτρέπει).

Μέσα μου πάντα ο Αστερίων (ο Αστέριος…) του Μπόρχες στέκεται δίπλα-δίπλα στο «Με τον πεζόβολο» του Παπαδιαμάντη, η δομή τους για μένα μοιάζει ίδια, κοινή: ο Μινώταυρος να μιλάει στο τέλος αποκαλύπτεται όταν το πρωτοδιαβάζεις (εκτός κι αν τώρα πια έξυπνα και πονηρά μαζί νέα παιδιά πρώτα μαθαίνουν διάφορα φιλολογικά και μετά διαβάζουν ―αν το διαβάσουν πια― κάθε βιβλίο, κάθε διήγημα, όλη τη χαρά της έκπληξης έτσι χάνοντας, απεμπολώντας).
Στο «Με τον πεζόβολο», στην υπέροχη, παράξενη κιόλας και παρεμβατική ανάπτυξή του, πάλι μετά το τέλος αναγκάζεσαι να ξαναδιαβάσεις την αρχή, όταν ο Τριαντάφυλλος πια λέει «Μου έριξε ο Χάρος τον πεζόβολο!», συνειδητοποιώντας πως η περιγραφή του ψησίματος των ψαριών στη θράκα από τον Παπαδιαμάντη περιγραφή του θανάτου και του τέλους της ζωής των ανθρώπων είναι, απίστευτη εν τη αθώα μεγαλοθυμία της, τρομερή εν τη θεϊκή της εμπνεύσει.
Η διαφορά τους: ο Μπόρχες ο αγαπητός και πολυμήχανος, επινοεί, διεξάγει υποδειγματικά, με το νου του τα μυαλά μαγνητίζει. Ο Παπαδιαμάντης όμως σαν να φυσάει γυαλί μαγεύει, σαν χωρίς το νου του σε πρώτη ζήτηση να λειτουργεί, να έχει κι εδώ λειτουργήσει. Ποιος, αυτός ο υπερ-νοήμων επίσης, των λέξεων και των νοημάτων ο μέγας δαμαστής!
Τους θέλω αμφότερους, εννοείται. Αλλά εδώ, στη σύγκρισή τους αυτή, στο δικό μου μυαλό και νου μέσα, αλλά προπαντός στην ψυχή μου βαθιά βλέπω, νοιώθω και τη διαφορά, τις διαφορές τους.

Σημείωση: Θυμάμαι τώρα κι εκείνο το διήγημα επιστημονικής φαντασίας της μισής σελίδας, όπου κάποιος αναμένει επίθεση διαστημική στον πλανήτη του, και μόνο με τη φράση του τέλους αποκαλύπτεται πως δεν είναι γήινος, αλλά από κάποιο άλλο άστρο, που μπορεί κι η Γη η δική μας να τους επιτίθεται:
«Το όπλο του ήταν έτοιμο και τα νεύρα του τεντωμένα. Βρισκόταν πενήντα χιλιάδες έτη φωτός μακριά από την πατρίδα, πολεμούσε σε έναν άγνωστο τόπο και αναρωτιόταν συνεχώς αν θα κατάφερνε ποτέ να γυρίσει πίσω ζωντανός.
Εκείνη τη στιγμή πρόσεξε ότι κάποιος από τους εχθρούς είχε αρχίσει να σέρνεται προς το μέρος του. Σημάδεψε με προσοχή και πάτησε τη σκανδάλη. Άκουσε το φρικιαστικό ουρλιαχτό που άφηναν όλοι σε τέτοιες στιγμές και τον είδε να μένει ακίνητος πάνω στο έδαφος.
Το ουρλιαχτό και το θέαμα του νεκρού πια εχθρού τον συγκλόνισαν ακόμα μια φορά. Πολλοί δικοί του είχαν συνηθίσει με την πάροδο του χρόνου και δεν έδιναν σημασία. 'Οχι όμως κι εκείνος. Οι αντίπαλοί τους ήταν σιχαμερά πλάσματα. Είχαν μόνο δυο χέρια και δυο πόδια – κι εκείνο το αρρωστημένο ασπριδερό δέρμα, χωρίς καθόλου λέπια πάνω τους. (Φρέντερικ Μπράουν, «Ο φρουρός»).

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: