Η χαρά (μας) στους δρόμους.

Τον Τάσο νομίζω πως τον είδα για τελευταία φορά χειμώνα στην πλαζ του «Αστέρα». στη Βουλιαγμένη, στα ντους, με τις πετσέτες μας κι οι δύο ―μπορεί και να ’ταν φθινόπωρο μόνο, δε θυμάμαι ακριβώς.
―Επ, κι εσύ εδώ!;, είπαμε κι οι δύο ταυτόχρονα. Μετά, είπαμε και λίγο για τα συνήθη μας. Για την ΑΕΚ, δηλαδή. Πώς πάμε, πού βρισκόμαστε, πού βρισκόμασταν εκείνες τις μέρες.

Παράξενη ήταν αυτή η ιστορία των συναντήσεών μας με τον Τάσο, η πάντα …ρόουντ μούβι φιλία μας. Δεν θυμάμαι, θέλω να πω, να τον είχα ποτέ συναντήσει σε κλειστό χώρο. Ακόμα κι εκείνη τη φάση που κατέγραψα μ’ εκείνον και τις θείες του στο Κολωνάκι, στο «―Σήκω πάνω, πουτάνα μπαλαρίνα!»,* καθ’ οδόν μού την είχε διηγηθεί ο Τάσος, στην Πατριάρχου Ιωακείμ ένα μεσημέρι.
Και μια χαρά, εγώ τουλάχιστον, αλλά κι αυτός νομίζω, έτσι ένοιωθα, εν προόδω πάντοτε μιας φιλίας αόρατης, μια ελεύθερης πολύ επικοινωνίας και σχέσης, κάθε φορά μια χαρά με κατελάμβανε συναντώντας τον τυχαία, οπουδήποτε, έξω οπωσδήποτε. Γιατί τίποτα δεν ήθελα ούτ’ εγώ από ’κείνον, ούτε κι εκείνος από μένα, τα βιβλία μας μάς είχαν κάνει φίλους από πριν, και για τότε, και για πάντα. Ήξερα πως ήξερε, κι ήξερε πως ήξερα.
Κι αυτές τις στιγμές, τις για μια ζωή, για δυο ζωές ελάχιστες χρονικά, βαθειά πολύ μέσα μου τα δυο λόγια που κάθε φορά λέγαμε λέγανε, γράφανε. Αυτό που ήταν, δηλαδή, ο Τάσος και μέσα κι έξω από τα ποιήματα, από την ποίησή του: ψυχή ολοκάθαρη, θα ’λεγα ίσως κι εγώ παιδική, αν δεν ήξερα και πόσο ταυτόχρονα η μελαγχολία του ενήλικο πολύ τον ήθελε κι εκείνον να ’ναι.


[ Από το ανέκδοτο βιβλίο του Σωτήρη Κακίση Νουάρ στιγμές ]

Η χαρά (μας) στους δρόμους.


•«Σήκω πάνω, πουτάνα μπαλαρίνα !»

Επαιζε η ΑΕΚ μ' εκείνη την απαίσια ρουμανική ομάδα, τη βρωμερή Άρτζες Πιτέστι, που έκανε εκείνη την αισχρή αναφορά στην ΟΥΕΦΑ και τη θάψανε απ' την Ευρώπη την ΑΕΚ. Οι Ρουμάνοι στις ομοσπονδίες είναι χειρότεροι απ' τους Ιταλούς, άσε που νομίζουνε ότι είναι κι η ελίτ των Βαλκανίων, με κάτι τρίχες να στα πόδια τους οι σικ Ρουμάνες.
Ο ποιητής Τάσος Δενέγρης το 'βλεπε το ματς σε μια θεία του στο Κολωνάκι, που είχε έγχρωμη τηλεόραση, κι ήτανε κι άλλες δυο-τρεις κυρίες με τη θεία, αριστοκράτισσες, καθισμένες και πίνανε τσάι γύρω του. Τους είπε μερικές κουβέντες στην αρχή, και μετά αφοσιώθηκε στον αγώνα, στο Πιτέστι.
Θυμόσαστε, βέβαια, ότι ο Ντουρονικολάε, ο μετέπειτα αποτυχών στον ΠΑΟΒ, είχε βρει τον δικό μας Νικολάου πλάγιο μπακ και μας είχανε διαλύσει κυριολεκτικά. Δεν τους έφτανε όμως που μας ρίχνανε γκολ, ρίχνανε και καμιά καθυστέρηση σπαστική, η ελίτ των Βαλκανίων, κι άντε πάλι Τσαουσέσκου, κι η μαντάμ Τσαουσέσκου, με τις μύτες κ.λπ.
Έπεσε, λοιπόν, εκείνο το γομάρι ο τερματοφύλακάς τους κάτω κι έκανε τον πεθαμένο. Τότε σηκώθηκε όρθιος στην πολυθρόνα του ο ποιητής Τάσος Δενέγρης και φώναξε, τριγυρισμένος από γριές που πίνανε τσάι: «Σήκω πάνω, πουτάνα, μπαλαρίνα!».**


**Πρωτο-δημοσιεύτηκε στο βιβλίο Παραμύθια σαν αστεία άστρα (Καστανιώτης  1984) και περιλαμβάνεται και στο Ένωσις! –το Εγχειρίδιο του Κακού Αεκτζή (Αιγαίον, Λευκωσία 2011).

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: