Πάρκα τσέπης

{10 λεπτά}

        Κα­λη­μέ­ρα, Α. και Β. και Γ. και Ζ. και Σ. και Ω.,
                Ελ­πί­ζω να εί­στε κα­λά.

Έχω λί­γες μέ­ρες που επέ­στρε­ψα στην πα­τρι­κή εστία. Κα­θό­λου δεν με θυ­μά­μαι να με­γα­λώ­νω στον ίδιο χώ­ρο. Με κα­τα­βάλ­λει μια χαύ­νω­ση ανα­παυ­τι­κή. Κι η έμ­μο­νη ιδέα πως τα πα­μπά­λαια έπι­πλα και τα κά­δρα πα­ρα­μέ­νουν στις θέ­σεις τους για­τί ρου­φούν το φως και τ’ οξυ­γό­νο. Το ξέ­ρε­τε το πα­τρι­κό μου. Ανή­κει σε μιαν επο­χή που όλο κι υπο­χω­ρεί αφή­νο­ντας νη­σί­δες διά­σπαρ­τες σε μια τα­ραγ­μέ­νη πό­λη. Δεν ανοί­γω τα παν­τζού­ρια. Για κα­θα­ρό αέ­ρα κά­νω με­γά­λες βόλ­τες. Σή­με­ρα πή­γα σ’ ένα απ’ τα ολο­καί­νουρ­για πάρ­κα τσέ­πης της Αθή­νας.
Κα­θο­δόν διά­βα­ζα στο κι­νη­τό με λο­ξές μα­τιές. Τα πάρ­κα τσέ­πης, αγ­γλι­στί pocket parks, εί­ναι μια νέα τά­ση στην ανά­πλα­ση του δη­μό­σιου χώ­ρου. Πρό­κει­ται για λι­λι­πού­τεια πάρ­κα με ενερ­γεια­κή αυ­το­νο­μία και και­νο­τό­μα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. Πολ­λοί τα πε­ρι­γρά­φουν ως χα­ρα­μά­δες πρα­σί­νου, κυ­ψέ­λες πρα­σί­νου, ή φω­λιές εντός του αστι­κού ιστού, κα­θι­στώ­ντας πα­σί­δη­λο το πό­σο χρεια­ζό­μα­στε κα­τα­φύ­για νέ­ου τύ­που: χα­ρα­μά­δες, κυ­ψέ­λες, φω­λιές με έξυ­πνο σχε­δια­σμό που θα συμ­βάλ­λουν στην αι­σθη­τι­κή και κλι­μα­τι­κή ανα­βάθ­μι­ση της πό­λης. Κά­που αλ­λού διά­βα­σα ότι έστω 150 τ.μ. σε μια πυ­κνο­δο­μη­μέ­νη γει­το­νιά αρ­κούν για να φι­λο­ξε­νη­θεί ένα βιώ­σι­μο οι­κο­σύ­στη­μα με αει­θα­λείς θά­μνους και ει­δι­κά αρω­μα­τι­κά φυ­τά, το οποίο υπο­στη­ρί­ζε­ται από αει­φό­ρα συ­στή­μα­τα απο­στράγ­γι­σης υδά­των για το πό­τι­σμα των δέ­ντρων και από φω­το­βολ­ταϊ­κά τε­λευ­ταί­ας τε­χνο­λο­γί­ας. Στα πάρ­κα τσέ­πης το­πο­θε­τού­νται ει­δι­κές φω­λιές για ωφέ­λι­μα έντο­μα, κα­θι­στι­κά από ανα­κυ­κλω­μέ­νο ξύ­λο και επα­να­χρη­σι­μο­ποι­η­μέ­να υλι­κά, δά­πε­δα από υδα­το­δια­πε­ρα­τά υλι­κά φι­λι­κά προς το πε­ρι­βάλ­λον, κ.ο.κ. (Πώς μου αρέ­σουν οι τε­χνι­κές πε­ρι­γρα­φές, η γλώσ­σα τους! Μα­ζί τους νιώ­θω ασφα­λής). Πάρ­κα τσέ­πης κα­τα­σκευά­στη­καν ήδη στον Κο­λω­νό, στο Με­τα­ξουρ­γείο, στην Άνω Κυ­ψέ­λη, στο Πα­γκρά­τι, και αλ­λού. Εί­ναι αν­θε­κτι­κά στην ατμο­σφαι­ρι­κή ρύ­παν­ση και στην φω­το­ρύ­παν­ση. Και φι­λο­δο­ξούν να λει­τουρ­γούν ως ση­μείο συ­νά­ντη­σης των κα­τοί­κων· όπως άλ­λω­στε τα «πάρ­κα σκύ­λων» (ή πάρ­κα για σκύ­λους) και τα υπαί­θρια τρα­πέ­ζια του πινγκ-πονγκ. Θα τα έχε­τε δει κι αυ­τά.

Το παλαιότερο (2020) και αγαπημένο μου πάρκο τσέπης επί της οδού Ευδοκίας (Άνω Κυψέλη) κρυμμένο, εντοιχισμένο μάλλον μέσα στις πολυκατοικίες και τις λαμαρίνες
Το παλαιότερο (2020) και αγαπημένο μου πάρκο τσέπης επί της οδού Ευδοκίας (Άνω Κυψέλη) κρυμμένο, εντοιχισμένο μάλλον μέσα στις πολυκατοικίες και τις λαμαρίνες


Τα αθη­ναϊ­κά πάρ­κα τσέ­πης εντά­χθη­καν σ’ ένα πρό­γραμ­μα με την επω­νυ­μία «Υιο­θέ­τη­σε την πό­λη σου». Αυ­τή η πα­ραί­νε­ση, αν όχι ευ­γε­νι­κή προ­στα­γή να «υιο­θε­τή­σω την πό­λη μου» με­τα­δί­δει ολί­γη από τη θε­τι­κή ενέρ­γεια που ’χω ανά­γκη συ­νε­χώς. Πό­σο θα ’θε­λα, αντί να φι­λο­ξε­νού­μαι τώ­ρα στο πα­τρι­κό σπί­τι, να υιο­θε­τού­σα στ’ αλή­θεια μέ­σα μου την πό­λη ολό­κλη­ρη και να ’ταν η αφε­ντιά μου που της προ­σφέ­ρει στέ­γη, της πό­λης μου! Η θε­τι­κή σκέ­ψη εί­ναι μια σύγ­χρο­νη μα­γεία! Ας της αφε­θού­με. Με διά­θε­ση ανε­βα­σμέ­νη, λοι­πόν, διά­λε­ξα ένα απ’ τα πάρ­κα τσέ­πης για να φω­λιά­σω λί­γη ώρα. Ο και­ρός ήταν υπέ­ρο­χος. Η φρε­σκο­φυ­τε­μέ­νη λε­βά­ντα και το θυ­μά­ρι μύ­ρι­ζαν όμορ­φα. Βρή­κα ιδιαι­τέ­ρως ευ­φυή τον σχε­δια­σμό των κα­θι­σμά­των. Ήταν κα­μω­μέ­να από πα­λαιές τρα­βέρ­σες σι­δη­ρο­δρό­μου. Βο­λεύ­τη­κα όπως όπως, κι άρ­χι­σα να κοι­τώ για ωφέ­λι­μα έντο­μα.
Τον ανοι­ξιά­τι­κο ρεμ­βα­σμό διέ­κο­πταν αυ­το­σχέ­διες κοι­νω­νιο­λο­γι­κές πα­ρα­τη­ρή­σεις. Πολ­λές εν­δεί­ξεις μαρ­τυ­ρούν έναν γε­νι­κευ­μέ­νο πε­ριο­ρι­σμό των άσκο­πων με­τα­κι­νή­σε­ων ακό­μη και με­τά την πα­ρέ­λευ­ση της «κα­ρα­ντί­νας». Το εξω­φρε­νι­κό πια κό­στος της βεν­ζί­νης κι ο πα­νά­κρι­βος εξη­λε­κτρι­σμός των αυ­το­κι­νή­των (που άλ­λω­στε θα επι­βλη­θεί πλή­ρως από το 2030), η ακρί­βεια γε­νι­κώς, η κα­θιέ­ρω­ση της τη­λερ­γα­σί­ας, κι εκεί­νο το «Μέ­νου­με Σπί­τι» που από σύν­θη­μα κά­ποιας κυ­βέρ­νη­σης έγι­νε πρά­ξη και συ­νή­θεια: όλα αυ­τά πε­ριο­ρί­ζουν την έφε­ση ορι­σμέ­νων να με­τα­κι­νού­νται εδώ κι εκεί ελεύ­θε­ρα και ασκό­πως. Για όλα σχε­δόν τα πράγ­μα­τα σαν να αυ­ξά­νο­νται οι απο­τρε­πτι­κοί πα­ρά­γο­ντες. Ποιος ξέ­ρει; Μπο­ρεί πράγ­μα­τι να υπάρ­χουν κίν­δυ­νοι πα­ρα­έ­ξω που κα­κώς αγνο­ού­σα­με τό­σα χρό­νια! Από την άπο­ψη αυ­τή, ένα πάρ­κο τσέ­πης στη γει­το­νιά εί­ναι κα­λο­δε­χού­με­νο πο­λύ. Σε βοη­θά να συμ­φι­λιω­θείς μα­ζί της, κι ίσως σε λί­γο και­ρό να μη θες να την αφή­σεις κι ας εί­ναι άθλια. Ση­μειω­τέ­ον, ότι τα πάρ­κα τσέ­πης ευ­νο­ούν τη συ­να­να­στρο­φή λό­γω της στε­νό­τη­τας του χώ­ρου. Μοιά­ζουν με τις μπά­ρες στα κα­λά πο­τά­δι­κα, όπου σχε­δόν οφεί­λεις μια φι­λι­κή κου­βέ­ντα στον άγνω­στο που θα κά­τσει δί­πλα σου.

Σύνθημα κάπου στα Άνω Πατήσια
Σύνθημα κάπου στα Άνω Πατήσια

Πα­ρα­σύρ­θη­κα κι αντάλ­λα­ξα φι­λι­κές κου­βέ­ντες με την κο­πέ­λα απέ­να­ντί μου. Πο­λύ όμορ­φο το νέο μας πάρ­κο. Μά­λι­στα. Αθή­να εί­ναι το νέο Βε­ρο­λί­νο. Αναμ­φί­βο­λα. Οι σκύ­λοι έχουν τα ίδια δι­καιώ­μα­τα με τους αν­θρώ­πους. Το ίδιο και τα ωφέ­λι­μα έντο­μα. Και τα εντε­λώς ανώ­φε­λα, όμως. Κά­ποια στιγ­μή με απο­κά­λε­σε πα­τριαρ­χι­κό γου­ρού­νι. Μπο­ρεί να μην υπέ­γρα­ψα ένα ψή­φι­σμα που ’χε μα­ζί της. Ίσως και να το υπέ­γρα­ψα, αλ­λά χω­ρίς τη δέ­ου­σα ευ­λά­βεια. Πι­θα­νόν η στά­ση μου γε­νι­κώς να έδει­χνε μια κά­ποια απεί­θεια. Δεν θυ­μά­μαι τι ακρι­βώς δι­η­μεί­φθη. Τα πα­τριαρ­χι­κά γου­ρού­νια έχου­με κε­νά μνή­μης. Ένιω­σα την ανά­γκη να απο­λο­γη­θώ. Ακού­στε με, εί­πα συγ­χυ­σμέ­νος πο­λύ,

«Δεν εί­μαι πα­ρε­νο­χλη­τι­κός. Δεν εί­μαι τρε­λός! Δεν εί­μαι!»

Για έναν ακα­τα­νό­η­το λό­γο, πρό­σθε­σα κα­τό­πιν:

«Δεν εί­μαι γυ­ναι­κο­κτό­νος!»

Και ξα­νά όλο μα­ζί, πιο δρα­μα­τι­κά τώ­ρα:

«Δεν εί­μαι πα­ρε­νο­χλη­τι­κός! Δεν εί­μαι τρε­λός! Δεν εί­μαι γυ­ναι­κο­κτό­νος!»

Η γυ­ναί­κα πα­ρά­με­νε αμε­τά­πει­στη. Με αντι­με­τώ­πι­ζε σαν δυ­νά­μει εγκλη­μα­τία, πά­ντως σαν έναν πο­λύ κα­κό άν­θρω­πο. Φαί­νε­ται, το ολί­σθη­μά μου θα ’ταν ασυγ­χώ­ρη­το. Η επι­θε­τι­κό­τη­τά της ήταν αρ­σε­νι­κή και γι’ αυ­τό πο­λύ οι­κεία, με τρό­μα­ζε. Απ’ όλα τα εί­δη μό­νον ο άν­θρω­πος αφο­μοιώ­νει τον χει­ρό­τε­ρο εαυ­τό των άλ­λων. Αλ­λά δεν ήταν ώρα για φι­λο­σο­φί­ες. Τι θα έκα­να, εάν η έξαλ­λη κα­τή­γο­ρος απο­φά­σι­ζε να απο­δώ­σει δι­καιο­σύ­νη; Έμοια­ζε εκ­παι­δευ­μέ­νη. Την εί­δα να σαί­ρει σαν το σκυ­λί (σαί­ρω θα πει σύ­ρω προς τα οπί­σω τα χεί­λη και δει­κνύω τους οδό­ντας ως ο κύ­ων. Λέ­νε πως σαί­ρουν κι οι καρ­διές). Με έλου­σε κρύ­ος ιδρώ­τας. Συ­χνά, οι άν­θρω­ποι που κα­τέ­χουν την αλή­θεια συ­ντρί­βουν όσους δεν εί­ναι και τό­σο βέ­βαιοι για τί­πο­τα. Έχουν το πλε­ο­νέ­κτη­μα. Στον πα­νι­κό μου τα ’χα­σα τε­λεί­ως:

«Εί­στε φε­μι­να­ζί!», της πέ­τα­ξα, «Μια φε­μι­να­ζί σε πάρ­κο τσέ­πης!».

Στο μετρό, διαφήμιση για τα ουτοπικά σπιτάκια της ανταποδοτικής ανακύκλωσης
Στο μετρό, διαφήμιση για τα ουτοπικά σπιτάκια της ανταποδοτικής ανακύκλωσης


Δεν ήξε­ρα πως ξέ­ρω τη λέ­ξη φε­μι­να­ζί. Κά­που θα την άκου­σα. Όταν γυρ­νάς στην πό­λη πιο πο­λύ απ’ όσο πρέ­πει εγ­γρά­φο­νται μέ­σα σου κά­θε λο­γής εκ­φρά­σεις, οι οποί­ες υπό σχε­τι­κή πί­ε­ση έρ­χο­νται στην επι­φά­νεια εκεί που δεν το πε­ρι­μέ­νεις. Προ­χθές, για πα­ρά­δειγ­μα, εί­δα σ’ ένα βα­γό­νι του με­τρό να δια­φη­μί­ζο­νται τα «σπι­τά­κια της αντα­πο­δο­τι­κής ανα­κύ­κλω­σης». Τη νύ­χτα ονει­ρεύ­τη­κα ότι άν­θρω­ποι με­τα­κό­μι­ζαν μα­ζι­κά στα όμορ­φα σπι­τά­κια της αντα­πο­δο­τι­κής ανα­κύ­κλω­σης κι ότι ζού­σαν εκεί ευ­τυ­χι­σμέ­νοι και αδελ­φω­μέ­νοι. Κά­που έπια­σε το μά­τι μου και τη «green κου­ζί­να», ή μάλ­λον «ηθι­κή κου­ζί­να» [sic], κι όπως ανέ­κα­θεν προ­τι­μού­σα την ανή­θι­κη κου­ζί­να, προ­έ­κυ­ψε επι­τό­που η υπο­ψία πως ήμουν ανή­θι­κος συλ­λή­βδην. Tι πι­θα­νό­τη­τες έχει να επι­βιώ­σει ένας νε­ο­λο­γι­σμός; Δεν προ­σαρ­μό­ζο­νται όλες οι νέ­ες λέ­ξεις εξί­σου απο­τε­λε­σμα­τι­κά στην κα­θη­με­ρι­νή ζωή. Βρί­σκω επι­τυ­χη­μέ­νο το μπι­σκο­τό­σπι­το, που εί­ναι ευ­φά­ντα­στο και εύ­η­χο, και τη σκα­μπο­κα­ρέ­κλα, που ’χει γω­νί­ες και πό­δια, ώστε νο­μί­ζεις ότι μπο­ρείς να την πιά­σεις και να κά­τσεις πά­νω της. Αντι­θέ­τως, το φα­γη­το­δο­χείο, τα ορ­θο­πε­δι­κά να­νο­τε­χνο­λο­γί­ας και τα οσμω­τι­κά βε­ρύ­κο­κα (η γλύ­κα τους εί­ναι αφύ­σι­κη αλ­λά δε­λε­α­στι­κή), εί­ναι εκ­φρά­σεις υπέρ το δέ­ον τε­χνι­κές που αμ­φι­βάλ­λω αν θα επι­βιώ­σουν στον προ­φο­ρι­κό λό­γο. Η κα­τά­στα­ση πε­ρι­πλέ­κε­ται και με τα γρι­φώ­δη σή­μα­τα για τον άντρα και τη γυ­ναί­κα που το­πο­θε­τού­νται εσχά­τως στις τουα­λέ­τες των μπαρ. Υπό την επή­ρεια αλ­κο­όλ κα­θί­στα­ται δυ­σχε­ρής η απο­κω­δι­κο­ποί­η­σή τους κι εντέ­λει αδιά­φο­ρη η επι­λο­γή της σω­στής πόρ­τας. Ποιος ξέ­ρει πώς ζυ­μώ­νε­ται μέ­σα σου κά­θε τι νέο. Θέ­λει μια κά­ποια προ­σο­χή!

Με τη φε­μι­να­ζί τα βρή­κα­με τε­λι­κά. Της άρε­σε το κο­μπλι­μέ­ντο. Θα μπο­ρού­σα­με να γί­νου­με και πα­λιό­φι­λοι, εάν της το επι­τρέ­ψει η ψυ­χο­λό­γος της. Εδώ κά­νου­με φί­λους άλ­λους κι άλ­λους. Έφυ­γα απ’ το πάρ­κο τσέ­πης με την αί­σθη­ση πως ο τό­πος εκεί­νος δεν ήταν ακό­μη τό­πος. Δεν ήθε­λα να επι­στρέ­ψω στην πα­τρι­κή εστία. Βρι­σκό­μουν μα­κριά, ού­τως ή άλ­λως. Έκα­να γύ­ρες κά­που με­τα­ξύ Σε­πο­λί­ων και Πε­ρι­στε­ρί­ου. Υπάρ­χει ένα ση­μείο, όπου το με­τρό γί­νε­ται υπέρ­γειο. Τα τρέ­να περ­νούν ξυ­στά από τις νε­ό­δμη­τες πο­λυ­κα­τοι­κί­ες. Θα μου άρε­σε να ξυ­πνώ με τον θό­ρυ­βο της αμα­ξο­στοι­χί­ας. Σ’ ένα φα­νά­ρι της Λέ­νορ­μαν έκα­νε τα κόλ­πα του ένας ζο­γκλέρ. Τι κα­τά­λοι­πο με­σαιω­νι­κό! Ακό­μη και τα χα­λα­ρά του ρού­χα πα­ρέ­πε­μπαν στον τρε­λό κά­ποιας χα­μέ­νης με­σαιω­νι­κής αυ­λής. Του ’δω­σα ένα κέρ­μα και συ­νέ­χι­σα.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: