ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ / ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
Αποκλειστικά με τη λογοτεχνική μετάφραση ασχολούμαι τριανταπέντε χρόνια τώρα (τώρα που το λέω μου φαίνονται πάρα πολλά, αν και θυμάμαι σαν χτες τη χαρά που πήρα όταν έμαθα πως πέρασα τις εξετάσεις και έγινα δεκτή στο τμήμα της λογοτεχνικής μετάφρασης του Γαλλικού Ινστιτούτου, με δασκάλους σαν τον Πέτρο Παπαδόπουλο, τον Τίτο Πατρίκιο, τον Φίλιππο Δρακονταειδή κ.ά.), οπότε η απάντηση είναι ναι, αλλά αν σκοπός αυτής της ερώτησης είναι να μάθετε αν ζω από τη λογοτεχνική μετάφραση, η απάντηση είναι όχι. Οι αμοιβές μου ποτέ δεν επαρκούσαν για τον βιοπορισμό μου, οπότε στην αρχή και για κάποια χρόνια συμπλήρωνα το εισόδημά μου ως καθηγήτρια χημείας στο λύκειο. Αργότερα, ένα εισόδημα από ένα ενοίκιο μού έδωσε τη δυνατότητα να εγκαταλείψω το σχολείο και πέραν του εκάστοτε λογοτεχνικού έργου που μετέφραζα, να μπορέσω να ασχοληθώ με την έκδοση του περιοδικού «Μετάφραση», ως μέλος της συντακτικής επιτροπής, αλλά και να διοργανώσω κάποιες ενδιαφέρουσες συναντήσεις-εργαστήρια με μεταφραστές λογοτεχνίας. Σήμερα, αν και συνταξιούχος, εξακολουθώ να μεταφράζω και είμαι διευθύντρια σύνταξης του περιοδικού τέχνης και λόγου Νησίδες.
Επί 35 χρόνια δεν έχω μείνει ποτέ χωρίς βιβλίο. Πάντα δούλευα με συμβόλαιο και ποτέ με πιεστικές προθεσμίες, επειδή ήταν μια προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ για μένα για να μπορώ να κάνω καλή δουλειά. Οι αμοιβές, στην Ελλάδα είναι ως γνωστόν τουλάχιστον ανεπαρκείς, και πνευματικά δικαιώματα δεν παίρναμε, εμείς οι παλιοί. Ελπίζω η νέα γενιά να το διεκδικήσει και να το κερδίσει. Από μέρους μου διεκδίκησα να αναφέρεται στο συμβόλαιο η υποχρέωση αναγραφής του ονόματος των μεταφραστών/ μεταφραστριών στο εξώφυλλο της έκδοσης, κάτι που νομίζω πως έχει γίνει πλέον κανόνας για τους περισσότερους εκδότες. Αυτό που ήταν για μένα επίσης πάρα πολύ σημαντικό, και φρόντισα να αναφέρεται στα συμβόλαιά μου, ήταν η έγκριση από μεριάς μου των διορθώσεων της επιμέλειας, γεγονός που μου έδωσε τη δυνατότητα να γνωρίσω ορισμένες σημαντικές επιμελήτριες που με τη δουλειά τους πραγματικά βελτίωναν το τελικό αποτέλεσμα. Και γι’ αυτό τις ευχαριστώ. Από τα βιβλία που κατά καιρούς πρότεινα, είχα την τύχη να δω ορισμένα να εκδίδονται, αλλά το ποσοστό τους σε σχέση με το σύνολο των βιβλίων που έχω μεταφράσει είναι μικρό, περίπου ένα 10%.
Η συνήθης ρουτίνα μου:
Όταν μου προτείνουν ένα βιβλίο, το διαβάζω (ενίοτε όχι μέχρι το τέλος) και αν μου αρέσει αναλαμβάνω τη μετάφρασή του. Στη συνέχεια, απολαμβάνω μια πρώτη ολοκληρωμένη ανάγνωση του πρωτοτύπου (άθελά του, όμως, το μυαλό συχνά ξεχνιέται και μεταφράζει, ενώ το χέρι αυτόματα κρατάει σημειώσεις).
Κι αμέσως ανασκουμπώνομαι:
Κάνω πρώτα μια σχεδόν prima vista μετάφραση, ώστε να έχω το σύνολο του κειμένου στα ελληνικά, ενώ παράλληλα ξεκινάω να μελετάω τον συγγραφέα, την εποχή του, την υπόλοιπη εργογραφία του και τις ελληνικές μεταφράσεις άλλων έργων του, αναζητώντας το ιδιαίτερο συγγραφικό του ύφος.
Έπειτα, μεταφράζω πολύ προσεκτικά: λύνω τους δύσκολους κόμπους, βρίσκω τα πραγματολογικά στοιχεία (εδώ η προσεκτική χρήση του διαδικτύου, παρά τις παγίδες του, μας κάνει να απορούμε για το πώς δουλεύαμε πριν απ’ αυτό!), ξετινάζω τις γραμματικές, τον Βοσταντζόγλου, τα ξενόγλωσσα λεξικά, το λεξικό του Τριανταφυλλίδη, βιβλία με παροικίες και γνωμικά κτλ. Αυτό το δεύτερο στάδιο παίρνει πολύ χρόνο. Εδώ γίνεται όλη η δουλειά.
Ύστερα, διαβάζω το μεταφρασμένο κείμενο έχοντας πλάι το πρωτότυπο, αλλά δεν ανατρέχω σ’ αυτό παρά μόνο όταν το μετάφρασμα «κλωτσάει».
Και τέλος διαβάζω το ελληνικό κείμενο μακριά από το πρωτότυπο, σαν απλή αναγνώστρια, σαν να μην το έχω μεταφράσει εγώ. Όχι για να δω αν ρέει, αφού κατά τη γνώμη μου το θέμα δεν είναι αν ένα κείμενο ρέει (αναρωτιέμαι ποιο σοβαρό κείμενο ρέει, είτε στο πρωτότυπο είτε στη μετάφρασή του), το διαβάζω για να δω αν μπορώ να το απολαύσω όπως απόλαυσα την ανάγνωσή του στην ξένη γλώσσα (ή περίπου, για να μην υπερβάλλουμε). Εξυπακούεται, ότι και σ’ αυτή φάση συχνά γίνονται μικρές ή μεγαλύτερες διορθώσεις.
Όταν είχα την τύχη να μεταφράσω εν ζωή συγγραφείς, πάντα ή σχεδόν πάντα επικοινωνούσα μαζί τους με email για διευκρινίσεις, που συχνά ήταν πολύ βοηθητικές. Υπήρξαν και φορές που η επικοινωνία μας οδήγησε σε διορθώσεις του πρωτότυπου κειμένου αφού ο/η συγγραφέας διαπίστωνε τώρα κάποια αβλεψία του, αλλά και περιπτώσεις που η επικοινωνία δεν πρόσφερε πολλά πράγματα αφού και οι ίδιοι οι συγγραφείς δεν καταλάβαιναν εκ των υστέρων το απόσπασμα που είχαν γράψει!
Συλλογικά δεν έχω μεταφράσει ποτέ. Έχω όμως μεταφράσει ένα βιβλίο σε συνεργασία με έναν φίλο, για την ακρίβεια τον άνθρωπο που με εμπιστεύτηκε στα πρώτα μου βήματα και με έριξε στα βαθιά νερά της λογοτεχνικής μετάφρασης. Η εμπειρία μου έμεινε αξέχαστη για πολλούς λόγους. Πρώτα-πρώτα επειδή κλονίστηκαν κάποιες βεβαιότητές μου, είδα κι από άλλη οπτική γωνία ερμηνείες και λύσεις που ούτε καν είχαν περάσει από το μυαλό μου κι έπειτα επειδή είναι πάντα καλύτερα να πίνεις τον καφέ σου με παρέα παρά μόνος. Όσο για το αποτέλεσμα ήταν φυσικά πολύ καλύτερο από αυτό που θα παρέδιδα αν μετάφραζα μόνη μου.
Δεν ξέρω πώς και πότε ξέρω ότι μια μετάφρασή μου είναι καλή. Συνήθως το νιώθω μέσα μου, διαισθητικά, αλλά πάντα το διαπιστώνω με μεγαλύτερη βεβαιότητα όταν διαβάζοντάς την, δεν νιώθω την ανάγκη να προστρέξω στο ξένο κείμενο να δω τι λέει, αλλά απολαμβάνω την ανάγνωση του βιβλίου στα ελληνικά.
Μεταφραστική πρόκληση για μένα ήταν πολλά από τα βιβλία που μετέφρασα, επειδή λόγω του ότι δεν είχα το άγχος να βιοποριστώ από τη μετάφραση, κάθε τόσο αναλάμβανα βιβλία δύσκολα για μένα αλλά που θεωρούσα ότι θα με πήγαιναν λίγο παραπέρα.
Η μεγαλύτερη όμως πρόκληση ήταν τα Τέλματα του Αντρέ Ζιντ, το πρώτο λογοτεχνικό βιβλίο που μετάφρασα, και τούτο επειδή πρωτόπειρη μεταφράστρια τότε, δίχως συναίσθηση των δυσκολιών που θα αντιμετώπιζα, αποφάσισα να καταπιαστώ μ’ ένα αρυτίδωτο παρά τα χρόνια κείμενο, για το οποίο ο Χόρχε Σεμπρούν στο βιβλίο του Αντίο, φως της νιότης, διευκρίνιζε ότι η ιδιαίτερη αρετή του είναι πως «δεν μπορούμε να τα φανταστούμε σε καμιά άλλη γλώσσα πέραν της Γαλλικής», ενώ ο ίδιος ο Ζιντ στο Ημερολόγιό
του έγραφε: «Θέλησα να κάνω τη φράση μου ένα εργαλείο τόσο ευαίσθητο που η απλή μετατόπιση ενός κόμματος να αρκεί για να διαταράξει την αρμονία της». Μόνη δικαιολογία για την αποκοτιά μου, η διαρκής επίβλεψη του καθηγητή μου, του Πέτρου Παπαδόπουλου, που χωρίς τη βοήθειά του το παράτολμο αυτό εγχείρημα θα είχε σίγουρα αποτύχει.
Όταν πέσει στην αντίληψή μου ότι έχει γραφτεί κάποια κριτική για το έργο που έχω μεταφράσει, την διαβάζω, αλλά σπανίως αναφέρεται (ή μάλλον ποτέ) κάτι για τη μετάφραση, κι αν αναφέρεται θα είναι κάποιο ανώδυνο στερεότυπο, π.χ. «η μετάφραση ρέει», «η μεταφράστρια μας χάρισε μια άρτια μετάφραση», διανθισμένο καμιά φορά με παρατηρήσεις ανώδυνες κι αυτές που θα κολλούσαν στη μετάφραση οποιουδήποτε κειμένου. Οπότε, για να είμαι ειλικρινής, δεν με ενδιαφέρουν οι κριτικές και σίγουρα δεν τις φυλάω, ακριβώς επειδή τους κριτικούς λογοτεχνίας δεν τους απασχολεί πραγματικά η μετάφραση. Θα έλεγα μάλιστα ότι συχνά δεν ξέρουν πώς να το κάνουν. Κατά τη γνώμη μου, στον χώρο της λογοτεχνικής κριτικής στην Ελλάδα, είναι λίγες οι περιπτώσεις κριτικών που αντιλαμβάνονται ότι η λογοτεχνική μετάφραση είναι ενσωματωμένη στην λογοτεχνική δημιουργία, στο έργο που παρουσιάζουν στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό.
Πέντε μεταφράσεις μου που ξεχωρίζω