Μύθοι και πραγματικότητες της Λογοτεχνικής Μετάφρασης

Μύθοι και πραγματικότητες της Λογοτεχνικής Μετάφρασης


Σύντομο βιογραφικό

Ο Γιάννης Παλαβός γεννήθηκε το 1980 στο Βελβεντό Κοζάνης. Σπούδασε Δημοσιογραφία και Πολιτιστική Διαχείριση. Έγραψε τις συλλογές διηγημάτων Αληθινή αγάπη και άλλες ιστορίες (2007), Αστείο (2012, που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος και το Βραβείο Διηγήματος του περιοδικού Ο Αναγνώστης), και Το παιδί (2019). Επίσης, έγραψε το σενάριο των κόμικς Το πτώμα (2011) και Γρα-Γρου (2017, που τιμήθηκε με τα βραβεία Καλύτερου Κόμικς και Σεναρίου στα Ελληνικά Βραβεία Κόμικς). Επιμελήθηκε την επανέκδοση των αφηγημάτων του Αθανάσιου Γκράβαλη με τίτλο Σπασμένες Κολώνες (1930). Έχει μεταφράσει έργα των Ουίλιαμ Φόκνερ, Φλάνερι Ο’Κόνορ, Μπρις Ντ΄ Τζ. Πάνκεϊκ, Ουάλας Στέγκνερ, Τομπάιας Γουλφ κ.ά.



ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ / ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

1. Είναι η λογοτεχνική μετάφραση το κύριο επάγγελμα σας; Αν όχι, με ποιες άλλες δραστηριότητες το συνδυάζετε;

Δεν είμαι επαγγελματίας μεταφραστής. Μεταφράζω περιστασιακά, μια στο τόσο, έργα που με συγκινούν και δεν υπάρχουν στα ελληνικά και που υποψιάζομαι ότι, αν δεν καταπιαστώ με τη μετάφρασή τους, οι πιθανότητες να μεταφραστούν, τουλάχιστον στο ορατό μέλλον, δεν είναι πολλές. Αντιλαμβάνομαι τη μετάφραση ως συνομιλία με πεζογράφους και ποιητές που θεωρώ συγγενείς, όχι βέβαια σε επίπεδο ποιότητας έργου αλλά σε επίπεδο αναφορών, βιώματος, βλέμματος και ρίγους. Συνδυάζω τη μετάφραση, όπως και τη συγγραφή, με την πρωινή μου δουλειά: βιοπορίζομαι ως συνεργάτης του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Χωρίς οικονομική εξασφάλιση είναι αδύνατον να ασκήσεις τη μετάφραση όπως επιθυμώ να την ασκώ εγώ, δηλαδή αριστοκρατικά. Χωρίς οικονομική εξασφάλιση, είσαι υποχρεωμένος να μεταφράζεις αδιάλειπτα και δίχως διάκριση προκειμένου να επιβιώσεις, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για το αποτέλεσμα. Ευτυχώς, έχουμε πολλούς επαγγελματίες μεταφραστές που, μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, παραδίδουν εξαιρετικές μεταφράσεις.

2. Ποια είναι η σχέση σας με τους εκδότες όσον αφορά συχνότητα αναθέσεων, συμβόλαια, προθεσμίες, αμοιβές, δικαιώματα; Σε ποιο ποσοστό μεταφράζετε βιβλία που έχετε προτείνει εσείς στον εκδοτικό οίκο;

Μιας και μεταφράζω αποκλειστικά βιβλία που προτείνω ο ίδιος, συνήθως προϋποτίθεται μια φιλική σχέση με τον εκδότη, μια σχέση συνεννόησης, κι αυτό διέπει τα πάντα: προθεσμία, συμβόλαιο, αμοιβή, επιμέλεια, εξώφυλλο, αισθητική της έκδοσης. Βιβλία που γεννιούνται και ωριμάζουν έτσι έχουν κάτι το λεπταίσθητο, ως έργα περισσεύματος καρδίας. Οπότε συνήθως η συνεργασία γίνεται σε εγκάρδιο κλίμα, κάτι που το έχω ανάγκη – και το έχει ανάγκη και το βιβλίο.

3. Έχετε κάποια συγκεκριμένη μέθοδο/ρουτίνα εργασίας; Σε περίπτωση που μεταφράζετε το έργο κάποιου/κάποιας εν ζωή συγγραφέως, συνηθίζετε να ζητάτε τη συνδρομή του/της και πώς;

Η μέθοδος εργασίας είναι η συνήθης όταν παίρνω την απόφαση να καταπιαστώ σοβαρά με κάτι: εμμονή, μονομανία και ενασχόληση με το κείμενο και τον συγγραφέα με όρους, όπως λέει ο φίλος Κώστας Βραχνός, «νοσηρού υπερθεματισμού». Εν μέρει ως απότοκο γενικότερης ανασφάλειας και εν μέρει επειδή η μετάφραση είναι άκρως απαιτητική δουλειά αν φιλοδοξείς να την κάνεις σε υψηλό επίπεδο, ξεψαχνίζω τα πάντα –όσο περισσότερα μπορώ, εν πάση περιπτώσει– γύρω από το κείμενο και τον συγγραφέα, ελέγχω πολλαπλώς τα σκοτεινά σημεία, συγκρίνω τυχόν μεταφράσεις του κειμένου ακόμα και σε γλώσσες που απλώς κουτσοκαταλαβαίνω, αναζητώ μελέτες για το έργο που μεταφράζω, σκαλίζω βιογραφίες και συνεντεύξεις του συγγραφέα, τρυπώνω όσο βαθύτερα μπορώ στον κόσμο του, αφήνομαι να με κατοικήσει. Αλλά όλ’ αυτά τα χρονοβόρα και τα επίμοχθα δεν τα κάνω μόνο από ανασφάλεια ή γιατί πιστεύω, ορθώς ή όχι, ότι έτσι θα είναι καλύτερη η μετάφραση, αλλά επειδή, πιθανώς ανοήτως, το επιθυμώ: πρόκειται για κείμενα που τα πιστεύω, και ο χρόνος και ο μόχθος που επενδύονται μου επιστρέφονται ως ψυχωφέλεια και ως εξοικείωση με τους τρόπους ενός συγγραφέα που αγαπώ και, επίσης, ως επαρκέστερη γνώση της ελληνικής, του υλικού στο οποίο πασχίζω κι ο ίδιος να σμιλέψω τις μορφές μου. Όσο για το αν ζητώ βοήθεια από τον συγγραφέα εφόσον είναι ζωντανός, μέχρι στιγμής κανένας, πλην ενός, από τους συγγραφείς που έχω μεταφράσει δεν ήταν εν ζωή, συνεπώς δεν μου δόθηκε τέτοια δυνατότητα. Τον μοναδικό συγγραφέα που βρισκόταν –και βρίσκεται– εν ζωή, τον Τομπάιας Γουλφ, δεν χρειάστηκε να τον προσεγγίσω: ο λόγος του είναι λιτός και διαυγής, εξού και η γοητεία του.

4. Έχετε μεταφράσει ποτέ συλλογικά; Ποια είναι η γνώμη σας για τη συνεργατική λογοτεχνική μετάφραση;

Προσπάθησα παλιότερα, πριν από μια δεκαετία και βάλε, να μεταφράσω με μια φίλη ποιήματα του Αμερικανού ποιητή Ντόναλντ Τζάστις. Έπειτα από δυο μέρες αποφασίσαμε ότι, αν θέλουμε να παραμείνουμε φίλοι, πρέπει να σταματήσουμε. Τα μετάφρασα μόνος μου – είναι μια εργασία που κρατώ στο συρτάρι μου και κάποτε πρέπει να την ξαναπιάσω, γιατί ο Τζάστις είναι σημαντικός ποιητής. Δεν πολυπιστεύω στη συλλογική μετάφραση, τουλάχιστον όχι στη συλλογική μετάφραση λογοτεχνίας: η πεζογραφία κι ακόμα περισσότερο η ποίηση είναι η διά της γλώσσας αποτύπωση του σχετίζεσθαι ενός νου, ενός βλέμματος, με τον κόσμο. Αντίστοιχα, η μετάφραση είναι πιθανότερο να είναι επιτυχής όταν αυτό το σχετίζεσθαι μεταστοιχειώνεται στη γλώσσα-στόχο μέσα από έναν νου και ένα βλέμμα. Είναι προσωπική υπόθεση: μεταγγίζει μια ιδιωτική, ανεπανάληπτη υγρασία. Προφανώς μπορούν –και πρέπει– να γίνονται διορθώσεις, προτάσεις και παρεμβάσεις από φίλια καλοπροαίρετα μάτια, αλλά η ιδιοσυχνότητα του μεταφράσματος πρέπει κατά κανόνα να εκπέμπεται από μία ιδιοσυγκρασία.

5. Πώς/Πότε ξέρετε ότι έχετε κάνει μια καλή μετάφραση;

Ισχύει ό,τι ισχύει κι όταν γράφω ένα διήγημα: νιώθω ότι ένα κείμενο στέκει κι έχει φτάσει σ’ ένα επίπεδο όταν, μετά από αλλεπάλληλες διορθώσεις, αλλαγές, μετακινήσεις λέξεων και σημείων στίξης, προσθαφαιρέσεις και διαγραφές, αίφνης μοιάζει να είναι κάτι στο οποίο δεν μιλάω εγώ, κάτι που δεν το τροφοδοτώ εγώ, αλλά κάτι που πια μου απευθύνεται εκείνο, ότι έχει αποκτήσει μια υπόσταση σχεδόν υλική, ζωντανή, κι ότι δεν του παρέχω εγώ ό,τι χρειάζεται προκειμένου να ορθοποδήσει αλλά ότι πλέον μου δίνει αυτό. Ότι πλέον ανοίγω διάλογο μαζί του και είναι κάτι αυθύπαρκτο, που αναπνέει τρισδιάστατο πάνω στη δισδιάστατη σελίδα και συζητάμε, και μου αποκαλύπτει αισθήματα και σκέψεις που δεν είχα φανταστεί όσο πάλευα να του δώσω πνοή.

6. Ποιο ήταν το έργο που, μέχρι σήμερα, απετέλεσε τη μεγαλύτερη μεταφραστική πρόκληση για εσάς; Γιατί;

Το δυσκολότερο εγχείρημα που ανέλαβα παραμένει το πρώτο βιβλίο που μετάφρασα, οι Τριλοβίτες του Μπρις Ντ΄ Τζ. Πάνκεϊκ. Κι αυτό γιατί το ανέλαβα, δηλαδή το πρότεινα στον εκδότη κι ύστερα πέρασα σχεδόν έναν χρόνο αγκαζέ του, με άγνοια κινδύνου, άγνοια του μεγέθους της δυσκολίας και της δέσμευσης. Και, επίσης, επειδή αντικειμενικά, αν υποθέσουμε ότι επιτρέπεται να χρησιμοποιούμε αυτό το επίρρημα, πρόκειται για ένα δύσκολο κείμενο: λούμπεν νεανική αργκό της Δυτικής Βιρτζίνιας της δεκαετίας του ’70, στενή σχέση με τα πολιτισμικά και κοινωνικο-πολιτικά συμφραζόμενα της εποχής, χιούμορ –πάντα δύσκολο να αναπλαστεί επιτυχώς στη γλώσσα-στόχο–, λεπτομερείς αναφορές στη μηχανολογία των αυτοκινήτων και στη χλωρίδα και την πανίδα του Αμερικανικού Νότου – όλ’ αυτά. Αλλά ήταν τόσο ικανός συγγραφέας ο αδικοχαμένος Πάνκεϊκ, αυτόχειρας στα είκοσι επτά του, που δεν λυπάμαι τον κόπο και τον χρόνο που αφιέρωσα.

7. Διαβάζετε/Φυλάτε τις κριτικές που έχουν γραφτεί για τις μεταφράσεις σας; Θεωρείτε ότι υπάρχει κριτική μεταφράσεων στην Ελλάδα;

Δεν ξέρω πόσοι ασχολούνται σοβαρά με την κριτική της μετάφρασης στην Ελλάδα. Ο ίδιος ο λόγος γύρω από τη λογοτεχνία, ιδίως τώρα με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν είναι ακριβώς ικανοποιητικός. Πραγματικός διάλογος και κριτική γίνονται πια σε λίγα μέρη, σε περιοδικά που μάλλον δεν διαβάζουν και πολλοί πέρα από τους συντάκτες τους. Και σ’ αυτά τα περιοδικά ακόμα, τα οποία συνήθως είναι οχήματα μιας παρέας, γράφουν φίλοι και γνωστοί για φίλους και γνωστούς. Σ’ αυτό το πλαίσιο, το να σχολιάσει κανείς σοβαρά μια μετάφραση, πέρα από γενικόλογα σχόλια όπως «υποδειγματική» ή «ρέει απρόσκοπτα», δεν είναι κάτι σύνηθες. Για τη μετάφραση ενδιαφέρονται περισσότερο όσοι έχουν μεταφράσει και είναι σε θέση να αντιληφθούν τι και πώς έπραξε ο μεταφραστής, και τότε, ιδιωτικά ή σε κάποια ομήγυρη, θα εκφραστούν επί του αποτελέσματος. Για τους υπόλοιπους, δηλαδή για τη μεγάλη πλειονότητα, ο μεταφραστής καθίσταται ορατός μόνο όταν σκοντάψει, και μάλιστα όταν σκοντάψει θεαματικά. Κάτι που, βέβαια, μπορεί να συμβεί και στους καλύτερους. Παρόλ’ αυτά, ασφαλώς και χαίρομαι όταν διαβάζω επαινετικά σχόλια για μεταφράσεις μου: ασχέτως του τι έχει καταλάβει ο σχολιαστής, εγώ που ξέρω πόσος κόπος, χρόνος και πονοκέφαλος προηγήθηκαν, χαμογελώ. Γιατί η λόξα μου δεδικαίωται.


Πέντε μεταφράσεις μου που ξεχωρίζω:

Ουάλας Στέγκνερ, Το τραγούδι της σάλπιγγας και άλλα διηγήματα, Gutenberg 2019.

Μπρις Ντ΄ Τζ. Πάνκεϊκ, Τριλοβίτες, Μεταίχμιο 2015.

Ουίλιαμ Φόκνερ, Ο αχυρώνας φλέγεται, Κίχλη 2018.

Άλντεν Νόουλαν, Χαίρομαι που είμαι εδώ, Loggia 2020.

Γκιλβίκ, Η θάλασσα, Gutenberg 2023.

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: