ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ / ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
Το επιχείρησα αμέσως μετά τις μεταπτυχιακές μου σπουδές αλλά στάθηκε αδύνατον σε ένα τόσο αφιλόξενο περιβάλλον: δυσβάσταχτες ασφαλιστικές εισφορές, άδικη οριζόντια (αντί για κλιμακωτή) φορολογία, χρονοβόρες δουλειές με δυσανάλογες αμοιβές. Δεν υπάρχουν οι συνθήκες για να ασκηθεί σοβαρά ως ελευθέριο επάγγελμα ούτε καταβάλλονται προσπάθειες για να εξορθολογιστεί το πλαίσιο, στον μικρό βαθμό που θα ήταν δυνατό σε μια χώρα με το μικρότερο αναγνωστικό κοινό πανευρωπαϊκά και αδιάφορη την πολιτεία για την ουσιαστική στήριξη του βιβλίου. Εργάστηκα, συνεπώς, κάποια χρόνια στην ιδιωτική εκπαίδευση, ολοκλήρωσα τη διατριβή μου και από το 2008 ξεκίνησα να διδάσκω στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, αρχικά ως συμβασιούχος και στη συνέχεια ως μέλος ΔΕΠ· από άλλη θέση προφανώς και με διαφορετικό τρόπο, λειτουργώ και πάλι σε έναν βαθμό ως διαμεσολαβήτρια κειμένων.
Είχα την τύχη να ξεκινήσω τις μεταφράσεις με τις ευλογίες της Μάγδας Κοτζιά του «Εξάντα» που με εμπιστεύτηκε παρά την απειρία μου: ανέλαβα εξ αρχής πολύ απαιτητικά κείμενα αλλά ανταμείφθηκα με μια υποδειγματική επαγγελματική σχέση, που με τον καιρό εξελίχθηκε σε φιλική. Αυτή η αφετηρία λειτούργησε ως καλή σύσταση στον εκδοτικό χώρο αλλά και ως μέτρο σύγκρισης για τις μετέπειτα συνεργασίες μου: προφανώς κι υπήρξαν διαψεύσεις ή συνεργασίες που στράβωσαν, πια όμως έχω την πολυτέλεια να μην κυνηγάω συμβόλαια, αλλά βιβλία που με αφορούν και συνδυάζονται με τα ερευνητικά μου ενδιαφέροντα. Έχω κρατήσει λίγες σταθερές συνεργασίες με εκδότες που λαμβάνουν υπόψη τους τις προτάσεις μου κι αντιλαμβάνονται παρόμοια το βιβλίο. Ανάλογοι όροι συνεργασίας, όμως, είναι μια εξαίρεση στον διόλου ειδυλλιακό γενικό κανόνα. Φοβάμαι πως η συζήτηση γύρω από τις προτιμήσεις των μεταφραστών, την αναγνωρισιμότητά τους, την καταλυτική συμβολή τους σε μια έκδοση (σε υπερθετικό βαθμό, λες κι είναι συν-δημιουργοί του κειμένου) κερδίζουν έδαφος όσο ψαλιδίζεται η επαγγελματική τους υπόσταση· ένα προπέτασμα καπνού την ώρα που οι όροι εργασίας χειροτερεύουν, περίπου όπως ο τιμητικός χαρακτηρισμός του «λειτουργού» για τους δοκιμαζόμενους, υποαμειβόμενους δασκάλους κάθε βαθμίδας.
Η γενική φόρμουλα είναι δουλειά μέχρις εξοντώσεως, ατελείωτα αναγνώσματα (γαλλικά και ελληνικά) και διόλου λελογισμένη χρήση του χρόνου: εάν μια υποσημείωση χρειαστεί μια ώρα με το ρολόι ή και παραπάνω, θα της την αφιερώσω. Ως προς τη ρουτίνα, πιο αποτελεσματικό τρόπο θεωρώ την «ολομέτωπη επίθεση» σε ένα κείμενο, ακριβώς όπως στην ανάγνωση ενός μεγάλου μυθιστορήματος, να του επιτρέψεις να λειτουργήσει ως ρουφήχτρα: ιδανικά χωρίς περισπάσεις από άλλες ασχολίες και υποχρεώσεις, με κατεβασμένα τα τηλέφωνα, αποκλεισμένες τις δελεαστικές περισπάσεις. Αν υπήρχαν σοβαρές βιβλιοθήκες στην Ελλάδα με υποδειγματικά αναγνωστήρια θα ήταν ο παράδεισός μου. Δεν είναι πολλοί οι εν ζωή συγγραφείς που έχω μεταφράσει και συνήθως δεν χρειάστηκα τη συνδρομή τους, εκτός από τον ομότιμο σήμερα καθηγητή και ακαδημαϊκό Λάμπρο Κουλουμπαρίτση με τον οποίο βρισκόμασταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα και ελέγχαμε κεφάλαιο-κεφάλαιο την Ιστορία της αρχαίας και μεσαιωνικής φιλοσοφίας, έργο ογκωδέστατο και με ειδική ορολογία που δεν θα είχα αναλάβει χωρίς τη διαβεβαίωσή του εξ αρχής ότι θα είχε τον τελικό λόγο στην επιμέλεια.
Το έχω δοκιμάσει πειραματικά στην τάξη, σαν εργαστηριακό μάθημα: μπορεί να έχει οφέλη διδακτικά, όταν η ομάδα έχει δουλέψει στο ίδιο κείμενο και σχολιάζει, αντιπαραβάλλει φωναχτά εναλλακτικές αποδόσεις και λύσεις, όπως το να δουλέψεις ένα κείμενο κι έπειτα να συγκρίνεις τη μετάφρασή σου με μια προγενέστερη· δεν βλέπω όμως να λειτουργεί μια τελική συνεργατική μετάφραση, το βρίσκω ανέφικτο να επιτευχθεί ένα ενιαίο ύφος: μοιραία ξεπηδάν παραφωνίες, κι αν πάλι κάποιος αναλάβει να ομοιογενοποιήσει το σύνολο, καταλήγει να το ξαναγράψει εξ αρχής.
Αυτό που ξέρω είναι ότι έχω αντιμετωπίσει ισότιμα τα κείμενα που έχω αναλάβει, ανεξαρτήτως προσωπικού γούστου. Προφανώς και ορισμένα τα περιέβαλλα με περισσή φροντίδα, ενδελεχέστερα φινιρίσματα, επίμετρα κ.λπ. γιατί το απαιτούσε το ύφος και με αφορούσε ιδιαίτερα το περιεχόμενο, κανένα όμως δεν το υποτίμησα ούτε το ξεπέταξα βιαστικά. Από κει κι ύστερα, κρίνει το κοινό. Τα περισσότερα κομπλιμέντα πάντως τα έχω πάρει είτε μεμονωμένα είτε συλλογικά σε λέσχες ανάγνωσης για τη Φροσύνη του Bloch-Michel, μια νουβέλα που διαδραματίζεται στη Σκύρο του ’60: το πιο αυθόρμητο σχόλιο ήταν πως αν δεν έβλεπαν το όνομα του συγγραφέα, θα έκοβαν το χέρι τους πως το έχει γράψει «δικός μας, Έλληνας». Το ασφαλέστερο δικό μου κριτήριο είναι, πριν παραδώσω το κείμενο, να το διαβάζω φωναχτά μόνη μου ή ιδανικά σε κάποιον πρόθυμο και ώριμο ακροατή για να διαπιστώσω αν κάπου σκαλώνει το νόημα, κλωτσάει το ύφος ή αν –με φυσικότητα– ξεπηδά μια προσφορότερη απόδοση.
Το μυθιστόρημα-ποταμός Οι ρίζες του ουρανού γεμάτο ετερόκλητα πρόσωπα με ξεχωριστό ιδιόλεκτο και σε μόνιμη ένταση μεταξύ τους: αγωνία μην προδώσω τη συγκλονιστική αποτύπωση της αφρικανικής γης, μην χάσει σε καυστικότητα το ιδιότυπο χιούμορ του Γκαρί, η ιερόσυλη αποκαθήλωση παραλογισμών και αυταπατών που μας φαίνονται κανονικότητα· σε πολλές σελίδες χρειάστηκαν αλλεπάλληλες προφορικές αναγνώσεις για να κρατηθεί ο ρυθμός και το μυθοπλαστικό κρεσέντο της αφήγησης. Το Μαύρο Αίμα του Λουί Γκιγιού που μεταφράζω τώρα, το πιο ντοστογιεφσκικό έργο της γαλλικής λογοτεχνίας, εφάμιλλο του Ταξιδιού στην άκρη της νύχτας αλλά επισκιασμένο από αυτό: πολυσέλιδο ομοίως και πυκνό, ένα οξυδερκές μωσαϊκό χαρακτήρων μιας επαρχιακής βρετόνικης πόλης στη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου, επίσης με επισφαλή στην απόδοσή τους ιδιόλεκτα και λογοπαίγνια. Τα μανιφέστα του υπερρεαλισμού του Μπρετόν, μαζί με συνοδευτικά τους κείμενα στην «οριστική» έκδοση του 1962 των εκδ. Pauvert για τις εκδόσεις Άγρα. Οι λόγοι είναι προφανείς: η συνθετότητα του λόγου, οι πυκνές, συχνά κρυπτικές, αναφορές σε πρόσωπα και πράγματα της εποχής που χρωματίζουν τον τόνο και οι λεκτικές ακροβασίες στις σελίδες της αυτόματης γραφής του Poisson soluble όπου το συγκείμενο δεν λειτουργεί ως πυξίδα καθιστούν το όλο εγχείρημα μια σκληρή διανοητική δοκιμασία. Δεν έχω κάνει τίποτα πιο επίμοχθο μέχρι τώρα.
Κατά κανόνα οι αναφορές στη μετάφραση εάν υπάρχουν (πόσο μάλλον για τη σύνολη ποιότητα μιας έκδοσης) είναι από μονολεκτικές (συνήθως ότι «ρέει») έως λακωνικότατες, εκτός από τις σπάνιες περιπτώσεις που κάποιο μεταφραστικό πόνημα ή κάποια βράβευση σκανδαλίσει και για ένα διάστημα τροφοδοτήσει ζωηρές αντιπαραθέσεις. Γενικά για την κριτική του βιβλίου στην Ελλάδα, βλέπουμε να αλλοιώνεται τα τελευταία χρόνια με την εισαγωγή νέων ηθών: πολλές επιφανειακές βιβλιοκρισίες που λίγο έως πολύ αναμασούν δελτία Τύπου, πολλές πληρωμένες καταχωρίσεις και δη λίστες αναγνωστικών προτάσεων, πολλή μετριότητα υπερπροβεβλημένη, πολλή αφωνία για καλά βιβλία με φτωχά PR, ακόμη και γενική ομερτά για κακά βιβλία με γερές πλάτες. Κι η συναίνεση στα τρενταρίσματα των social μοιάζει να γενικεύεται: καταχωρίσεις στα free press με το αζημίωτο, διαγκωνισμοί για τα δημοφιλή taglines (ένα από τα «θρυλικά» προέγραφε τις κριτικές ως «συρματοπλέγματα» γύρω από τη λογοτεχνία), βιτρίνες βιβλιοπωλείων στημένες ακόμη και βάσει των bookstagramers ή που διαλαλούν την πραμάτεια τους με ταμπελάκια «βιβλίο tiktok», για να μη μιλήσουμε για τις μονοπωλιακού τύπου πρακτικές, με την επικυριαρχία δύο-τριών εκδοτών που καταπίνουν τους μικρότερους. Αυτός δεν είναι άραγε ο θρίαμβος του lifestyle σε ένα περιβάλλον που θα έπρεπε εξ ορισμού να είναι εχθρικό προς ανάλογες μόδες;