ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ / ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
Όχι. Το συνδυάζω με μαθήματα ισπανικών, σεμινάρια & συγγραφή.
Σε γενικές γραμμές καλή. Είχα μία πολύ άσχημη εμπειρία με ένα συμβόλαιο που αποδείχτηκε ελλιπές και που, δυστυχώς, είχα υπογράψει. Ο εκδοτικός, αφού παρέδωσα τη μετάφραση, δεν ήθελε να με πληρώσει και στο βιβλίο (το οποίο είχα προτείνει εγώ) έβαλαν ως μεταφραστή έναν «μπατζανάκη» τους. Μεσολάβησε η συγγραφέας, ο ατζέντης της, η δικηγόρος που έβαλα, και αφού μου βγήκε η ψυχή, δικαιώθηκα!
Φυσικά, υπάρχει πάντα το ζήτημα των αμοιβών, για τις τόσες ώρες εργασίας είναι ένα κακοπληρωμένο επάγγελμα, και των πνευματικών δικαιωμάτων του μεταφραστή.
Ένα 70% είναι βιβλία που πρότεινα εγώ.
Φαντάζομαι ότι, λίγο πολύ, η ρουτίνα μου είναι αυτή που έχουν οι περισσότεροι. Καφές, λεξικά, βιογραφίες, μελέτες, καφές, ίντερνετ, και ώρες, ώρες, ώρες…. Ξαναδουλεύω το κείμενο πολλές φορές. Αν έχω μεταφράσεις στα αγγλικά, τις συμβουλεύομαι για τα σημεία που με παίδεψαν, αφού πρώτα έχω δώσει εγώ μια λύση. Ναι, μπορεί να ζητήσω τη συνδρομή του/της συγγραφέως μέσω email. Για συγγραφείς που δεν βρίσκονται εν ζωή είχα την τύχη να επικοινωνήσω με μελετητές του έργου τους ή συγγενείς τους.
Όχι, ποτέ. Εννοείται ότι το μεταφρασμένο βιβλίο είναι προϊόν συλλογικής δουλειάς (συνεργαζόμαστε με επιμελητές, εκδότες, συναδέλφους, ανθρώπους διαφόρων ειδικοτήτων που συμβουλευόμαστε, σχεδιαστές εξωφύλλου, τον ίδιο τον συγγραφέα κ.λπ.), αλλά η ομαδική μετάφραση εμένα προσωπικά θα με δυσκόλευε. Τη στιγμή που μεταφράζω χρειάζομαι τη σιωπή, τον εσωτερικό διάλογο με το κείμενο (με τον/τη συγγραφέα), βυθίζομαι σ’ αυτό που κάνω. Επίσης, δε θα μου άρεσε να εργάζομαι σε μέρος του έργου. Από την άλλη, η μετάφραση είναι επικοινωνία και θεωρώ ότι ένα συλλογικό μετάφρασμα είναι πιθανότατα πιο δημιουργικό και σίγουρα εξίσου αξιόλογο.
Πιστεύω ότι ο μεταφραστής πάντα ξέρει (ή νομίζει ότι ξέρει) πότε έχει κάνει μια καλή μετάφραση και σε ποια σημεία χωλαίνει. Πώς αντιλαμβανόμαστε ότι το μεταφραστικό αποτέλεσμα είναι καλό;;; Θεωρώ ότι η μετάφραση δεν είναι ποτέ οριστική, δουλεύουμε και ξαναδουλεύουμε το κείμενο. Όταν πάρω το εκτυπωμένο πλέον βιβλίο στα χέρια μου και, καθώς το διαβάζω, νιώσω να με πλημμυρίζει μια ζεστή ικανοποίηση, λέω ότι κάτι πέτυχα. Πάντα υπάρχουν όμως σημεία που θα σκαλώσω, θα παγώσω, γιατί ξέρω ότι εκεί, κι εκεί, έχω προδώσει τον/τη συγγραφέα μου. Υπάρχουν φυσικά και πιο αντικειμενικοί κριτές, οι επιμελητές και, ίσως, οι αναγνώστες.
Δύο είναι τα έργα. Το ένα ήταν βιβλίο που δεν μου άρεσε. Καθόλου. Το άλλο είναι το Σάμα του Αντόνιο Ντι Μπενεντέτο. Λατρεύω το έργο του Ντι Μπ., ταυτίζομαι μαζί του, οπότε αυτό αποτελεί άλλη μια πρόκληση για μένα. Το ύφος του είναι μοναδικό, η οικονομία του λόγου ιδιοφυής, η σύνταξή του ιδιότροπη, συχνά ο λόγος του δεν ρέει, το λεξιλόγιό του στρυφνό, υπαινικτικό, και οι επιλογές του αυτές ταυτίζονται με την ιδιοτροπία και τη διάθεση του ήρωά του. Η γραφή του διακρίνεται επίσης για τους νεολογισμούς, τη δημιουργία μετοχών και τη διαφορετική χρήση λέξεων. Ο ρυθμός, ο ιδιαίτερος παλμός του κειμένου και οι συχνότατες παρηχήσεις είναι από μόνα τους μια πρόκληση. Υπάρχουν σημεία κομβικά όπου διασταυρώνονται τα νοήματα και το έργο του μοιάζει να διέπεται από μαθηματικούς νόμους. Κι όταν ο μεταφραστής πάει να αλλάξει κάτι, βλέπει συχνά να καταρρέουν μπροστά στα μάτια του κομμάτια του οικοδομήματος. Η ισορροπία της πρότασης αποδεικνύεται τότε ασταθής και καταλαβαίνεις ότι στο πρωτότυπο όλα έχουν μια λειτουργία.
Ναι, φυλάω όσες μου φαίνονται ενδιαφέρουσες. Η αλήθεια είναι ότι η κριτική αφορά περισσότερο το βιβλίο και λιγότερο τη μετάφραση, οπότε όχι, δεν θεωρώ ότι υπάρχει κριτική μεταφράσεων. Από την άλλη, δεν εμπιστεύομαι καθόλου τους κριτικούς και τις κριτικές, γενικώς…
Πέντε μεταφράσεις μου που ξεχωρίζω: