ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ / ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
Ασχολούμαι επαγγελματικά με τη μετάφραση και την επιμέλεια κειμένων εδώ και 20 χρόνια. Το βιβλίο είναι μια δύσκολη υπόθεση που από πολλές απόψεις απαιτεί αποκλειστικότητα. Ειδικότερα η μετάφραση είναι μια δραστηριότητα που διαστέλλεται, υπερβαίνοντας σίγουρα τις ώρες που έχω ορίσει ως «ημερήσιο» χρόνο εργασίας. Τόσο το πρωτότυπο όσο και το μετάφρασμα κατακλύζουν το μυαλό σε εικοσιτετράωρη βάση· και αυτή είναι μια σχέση που τελειώνει (αν θεωρήσουμε ότι τελειώνει) μόνο με την τελική παράδοση του κειμένου. Επιπλέον, και αυτό είναι κάτι που συνήθως υποτιμάται, η μετάφραση και η επιμέλεια είναι μια σκληρή εργασία –με την πιο κυριολεκτική έννοια της σωματικής καταπόνησης– που δεν αφήνει περιθώρια για άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες.
Όλα αυτά τα χρόνια, έχω συνεργαστεί με αρκετούς εκδοτικούς οίκους. Έτσι, η επαγγελματική μου σχέση αλλά και η προσωπική μου εμπειρία παρουσιάζουν έντονες διακυμάνσεις. Η συχνότητα των αναθέσεων καθορίζεται από πολλούς παράγοντες, όπως ο θεματικός προσανατολισμός κάθε εκδότη ή τα αντικειμενικά οικονομικά μεγέθη κάθε οίκου. Συχνά παίζει ρόλο και κάποια «γλώσσα αναφοράς» – για παράδειγμα, υπάρχουν εκδότες που στρέφουν το ενδιαφέρον τους σε μη αγγλόγλωσσα κείμενα. Φυσικά, έχει διαμορφωθεί ένας βασικός πυρήνας εκδόσεων με τις οποίες συνεργάζομαι σε σταθερή βάση. Από εκεί και πέρα, υπάρχει και ένας ευρύτερος κύκλος εκδοτών που από καιρό σε καιρό –ή για κάποιον συγκεκριμένο λόγο– θέλουν να φέρουν στο ελληνικό κοινό ένα ιταλικό έργο.
Οι προθεσμίες παράδοσης είναι ένα σημαντικό πρόβλημα το οποίο καλείται να αντιμετωπίσει όποιος ασχολείται επαγγελματικά με τη μετάφραση. Και σε αυτή την περίπτωση, ένα πλήθος παραμέτρων, όπως η έναρξη μιας εμπορικής περιόδου ή μια συμφωνία που μπορεί να έχει ένας εκδοτικός οίκος σε σχέση με την ημερομηνία ολοκλήρωσης του έργου, καθορίζουν το εύρος του χρόνου που έχουμε στη διάθεσή μας. Οι λύσεις εδώ δεν είναι πολλές. Κάποιες φορές, όχι τις περισσότερες, υπάρχει η δυνατότητα να μεταφέρεις τον τρέχοντα όγκο δουλειάς για να δώσεις προτεραιότητα σε μια «κατεπείγουσα» ανάθεση· συχνά όμως οφείλεις να την αρνηθείς. Ως επιμελήτρια, έχω πέσει πάνω σε κακές –πραγματικά κακές όμως– μεταφράσεις και, ως μεταφράστρια, δεν θα ήθελα ποτέ να έρθω σε αυτή τη θέση.
Όσον αφορά τις αμοιβές, νομίζω ότι για όσους τουλάχιστον βρίσκονται αρκετά χρόνια στον χώρο της μετάφρασης έχει διαμορφωθεί ένα σχετικά σταθερό πλαίσιο. Και εδώ τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Για παράδειγμα, το ύψος των απολαβών επηρεάζεται ασφαλώς και από τη γλώσσα την οποία μεταφράζουμε. Από αυτή την άποψη, όσοι μεταφράζουν μη αγγλόγλωσσα κείμενα είναι ελαφρώς πιο προνομιούχοι· ο νόμος της προσφοράς, βλέπετε. Πάντως, επειδή έχω συχνές επαφές με συναδέλφους στο εξωτερικό, είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι η μετάφραση, αλλά και η επιμέλεια, στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι μια κακοπληρωμένη δουλειά.
Μολονότι παρακολουθώ τακτικά τις ιταλικές εκδόσεις και το διάβασμα βιβλίων στα ιταλικά είναι μέρος της καθημερινότητάς μου, αποφεύγω να προτείνω βιβλία προς μετάφραση. Αξιολογώ βεβαίως για λογαριασμό εκδοτών, και από αυτή την άποψη συμμετέχω στην απόφαση για την παραγωγή στα ελληνικά κάποιων βιβλίων, αλλά δεν μπαίνω στη διαδικασία μιας πρότασης. Δεν πρόκειται για κάποιου είδους «αναγνωστικό εγωισμό», ούτε για κάποιους συγκεκριμένους λόγους αρχής. Ίσως είναι ιδιοσυγκρασιακό. Μόνο τελευταία, διαβάζοντας τη σκέψη ενός Ιταλού διανοούμενου, ένιωσα την ανάγκη να προτείνω κάποια κείμενά του –όχι λογοτεχνικά– για παρουσίαση στο ελληνικό κοινό και νομίζω ότι τελικά θα εκδοθούν ένα ή δύο βιβλία.
Η ρουτίνα είναι το παρεπόμενο σχεδόν κάθε επαγγελματικής δραστηριότητας. Η διαφορά με μια αμιγώς εξαρτημένη εργασιακή σχέση είναι ότι εκεί οι κανόνες, τα ωράρια ή η παραγωγικότητα καθορίζονται τρόπον τινά εξωτερικά. Έτσι, στη δουλειά μας η μεγαλύτερη πρόκληση είναι η αυτοπειθαρχία. Πράγματι, η απόκτηση ελέγχου στο μυαλό, αλλά και στο σώμα που είναι υποχρεωμένο να κλειδώνει σε συγκεκριμένες στάσεις, ατελείωτες ώρες στο γραφείο, ήταν για μένα μια άσκηση που κράτησε αρκετά χρόνια. Από εκεί και πέρα, εγκαθίστανται υπό τη μορφή εργασιακής συνήθειας, ή και τελετουργίας, διάφορες πρακτικές διαχείρισης των κειμένων και κατανομής στον διαθέσιμο χρόνο. Για παράδειγμα, ένα βιβλίο το επεξεργάζομαι απαρέγκλιτα σε τρεις φάσεις, τηρώντας ανάμεσά τους μια καθιερωμένη χρονική απόσταση και επιχειρώντας σε κάθε νέα ανάγνωση να αποστασιοποιούμαι, όσο αυτό είναι δυνατόν, από την προηγούμενη.
Θεωρώ ότι η γνώμη του συγγραφέα είναι σημαντική, και συχνά απαραίτητη. Θεωρώ επίσης ότι πρέπει να είναι και οριοθετημένη. Δεν υπαινίσσομαι με αυτό ότι «ο συγγραφέας είναι νεκρός» μετά το πέρας του κειμένου και δεν αποδέχομαι –τουλάχιστον στην ολότητά της– τη μεταδομιστική αντίληψη ότι το κείμενο είναι σε τελική ανάλυση ένα ανοιχτό παιχνίδι άπειρων νοημάτων. Κάτι τέτοιο θα υπονόμευε περισσότερο το ήδη ασταθές πεδίο του μεταφραστικού εγχειρήματος. Ωστόσο, η συνδρομή του θα πρέπει να σταματά σε γλωσσικές ή τεχνικές διευκρινίσεις, αποφεύγοντας ο μεταφραστής τον πειρασμό της εκμαίευσης κάποιων –προσωπικών– περαιτέρω νοημάτων, πέραν όσων αποτυπώνονται στο πρωτότυπο κείμενο.
Ως εκ τούτου, και με δεδομένα τα παραπάνω, φροντίζω να βρίσκομαι σε επαφή με τον συγγραφέα. Ο τρόπος συνομιλίας (τηλεφωνικά ή μέσω διαδικτύου) ποικίλλει ανάλογα με το είδος και τις απαιτήσεις κάθε βιβλίου ή ακόμα και με το επίπεδο της διαπροσωπικής σχέσης που διαμορφώνεται κάθε φορά.
Δεν έχει τύχει ποτέ να μεταφράσω συλλογικά ή να μου προτείνουν κάτι παρόμοιο. Και για να είμαι ειλικρινής, δεν κατανοώ τι ακριβώς εννοούμε όταν λέμε «συλλογική μετάφραση». Υπό μία έννοια, κάθε μετάφραση προϋποθέτει έρευνα πάνω σε λεξικολογικά ή πραγματολογικά στοιχεία, αναζήτηση γλωσσικών ή ευρύτερα αισθητικών επιλογών. Αυτή είναι μια διαδικασία που ενδεχομένως να εμπλέκει και άλλους ανθρώπους, όπως τον συγγραφέα, τον επιστημονικό ή γλωσσικό επιμελητή· ακόμα και έναν φίλο «ακροατή» ή «αναγνώστη» κατά τη διάρκεια της μετάφρασης. Σε ό,τι με αφορά, έχω αποκτήσει ένα παρόμοιο δίκτυο ανθρώπων, τους οποίους εμπιστεύομαι και στους οποίους απευθύνομαι, ανάλογα πάντα και με το είδος ή τις ειδικές απαιτήσεις του κειμένου. Κάτι τέτοιο όμως υποθέτω ότι βρίσκεται ακόμη μακριά από μια συγκεκριμένη απόδοση του «συλλογικού». Η εικόνα της μετάφρασης ως μιας μοναχικής –εμμονικά μοναχικής– διαδικασίας, παρότι είναι μονόπλευρη, ίσως και καρικατουρίστικη, δεν παύει να περιγράφει μια βιωμένη πραγματικότητα. Και σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι το έργο του μεταφραστή, πέρα από αισθητικό αποτέλεσμα, συνιστά μέσο βιοπορισμού για τον ίδιο, και αυτή είναι μια κομβική διαμεσολάβηση με γενική ισχύ.
Ωστόσο, το ίδιο το εγχείρημα μιας καθαυτό συνεργατικής μετάφρασης είναι κάτι που σίγουρα αξίζει να συζητηθεί. Το πιο κρίσιμο ίσως σημείο της σχετικής επιχειρηματολογίας είναι η ιδέα ότι βρίσκεσαι –σε ζωντανό χρόνο– μπροστά σε ένα πλήθος εναλλακτικών λύσεων, ότι γίνεσαι αποστασιοποιημένος παρατηρητής και κριτής της ίδιας σου της επιλογής ως μιας πρότασης ανάμεσα σε άλλες. Μπορούμε να φανταστούμε τις δυνατότητες αλλά και τα προβλήματα μιας τέτοιας προοπτικής.
Το ερώτημα εμπεριέχει κάτι που δεν γίνεται να απαντηθεί, τουλάχιστον όχι από εμένα: «Τι είναι μια καλή μετάφραση;»
Θα ήταν σκόπιμο, λοιπόν, να θέσουμε το ζήτημα αντίστροφα, λέγοντας ότι η αληθινή πρόκληση είναι να αποφευχθεί μια κακή μετάφραση. Κάθε βιβλίο, ανεξαρτήτως αν θεωρείται «πρώτης γραμμής», αν μη τι άλλο δικαιούται μια έντιμη μεταφραστική απόπειρα, μια όσο το δυνατόν ακριβέστερη μεταφορά στην ελληνική γλώσσα. Αυτό είναι κάτι που με κάνει να αισθάνομαι καλά. Από κει και πέρα, υπάρχουν μεταφράσεις για τις οποίες έχεις μια έξωθεν καλή μαρτυρία: ένα βραβείο ή μια επαινετική κριτική. Υπάρχει και το υποκειμενικό αίσθημα της πληρότητας. Το γεγονός ότι διαβάζεις ύστερα από καιρό κάτι που έχεις μεταφράσει και νιώθεις ότι η λύση που βρήκες σε εκείνο ή το άλλο σημείο είναι πραγματικά καλή.
Μια μετάφραση μπορεί να αποτελεί πρόκληση για διάφορους λόγους. Κάποιοι από αυτούς σχετίζονται με τη θεματική του βιβλίου, αν, για παράδειγμα, πρόκειται για φιλοσοφικό ή επιστημονικό κείμενο, άλλοι με γλωσσικά ζητήματα, όπως η ύπαρξη τοπικών διαλέκτων (και η Ιταλία έχει πραγματικά πολλές) ή αργκοτικών στοιχείων, και άλλοι με τον ιδιαίτερο τρόπο γραφής του κάθε συγγραφέα. Τέλος, μια ειδική μορφή πρόκλησης είναι αυτή της μετάφρασης κάποιου γνωστού, κλασικού συγγραφέα, ειδικά αν το συγκεκριμένο έργο έχει ξαναμεταφραστεί. Έτσι, αν και μπαίνω στον πειρασμό να αναφερθώ σε κάποια από τα βιβλία αστροφυσικής που έχω μεταφράσει, θα ξεχωρίσω τον Μαρκήσιο της Ροκαβερντίνα του Λουίτζι Καπουάνα. Ήταν η πρώτη φορά, χρόνια πριν, που κλήθηκα να συνδιαλεχθώ με έναν μεγάλο συγγραφέα και μπορώ ακόμη να ανακαλέσω την ένταση και την αγωνία της πρωτόπειρης.
Φυσικά διαβάζω τις κριτικές για τις μεταφράσεις μου. Στην αρχή τις φύλαγα, τώρα δεν θυμάμαι καν πού τις έχω. Με τον καιρό γίνεται και η ανάγνωση των κριτικών μέρος της εργασιακής ρουτίνας, σιγά σιγά ξεθωριάζει η μαγική δύναμη που ασκούσαν πάνω σου αρχικά. Δεν ξέρω αν υπάρχει στην Ελλάδα μια κουλτούρα κριτικής μεταφράσεων, υπό την έννοια ενός παγιωμένου δικτύου κριτικών ικανού να επηρεάσει την πορεία ενός μεταφρασμένου κειμένου. Νομίζω ότι και εδώ παίζει ρόλο η πρωτότυπη γλώσσα ή η θεματική του βιβλίου. Ακούω, για παράδειγμα, από καιρό σε καιρό να δίνεται μάχη για μια νέα μετάφραση εκείνου του φιλοσοφικού κειμένου ή της άλλης ποιητικής συλλογής. Ο χώρος της ιταλικής παραγωγής είναι εκ των πραγμάτων πιο περιορισμένος.
Πάντως, καλοί κριτικοί υπάρχουν. Θυμάμαι, για παράδειγμα, μια κριτική που είχε γραφτεί για μια μετάφρασή μου. Κατάλαβα αμέσως από τα αποσπάσματα που είχε παραθέσει στο κείμενό του ότι ο συντάκτης του είχε διαβάσει προσεκτικά όχι μόνο το δικό μου μετάφρασμα αλλά και το πρωτότυπο, καθώς και μια παλιότερη μετάφραση. Νομίζω πάντως ότι στο εγγύς μέλλον, και δεδομένων των αλλαγών που πιθανώς επίκεινται λόγω π.χ. της χρήσης της τεχνητής νοημοσύνης ή άλλων τεχνικών μέσων, μια πιο οργανωμένη παρουσία της μεταφραστικής κριτικής σίγουρα θα βοηθήσει σημαντικά.
Πέντε μεταφράσεις μου που ξεχωρίζω