ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ / ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
Πάντα είχα κάμποσες χορδές στο βιολί μου (όπως λέμε στα γαλλικά). Όχι για λόγους ασφάλειας αλλά για να αποφεύγω όσο γίνεται την πλήξη και την ανία της μίας και μοναδικής δραστηριότητας. Ανέκαθεν –και συνεχίζω πάνω στην ίδια γραμμή– έπραττα ως dilettante αρνούμενη να πάρω εαυτόν σοβαρά. Σοβαρά έπαιρνα και παίρνω μόνον αυτό που κάνω είτε είναι στο θέατρο είτε στη μετάφραση είτε στη συγγραφή ή ακόμη και στις εκδοτικές δραστηριότητές μου που είναι σχετικά πρόσφατες. Έχω μάθει να παίρνω τις αρμόζουσες αποστάσεις από τα πράγματα και να αποφεύγω τις «θερμοκεφαλιές» (συγγνώμη για τον νεολογισμό) που οδηγούν σε χάος. Δεν χρειάζεται νομίζω να αναλύσει κανείς γιατί το θέατρο και η λογοτεχνία κάνουν καλή παρέα· το ένα τρέφει και τρέφεται από το άλλο. Η μετάφραση και μάλιστα η λογοτεχνική είναι και αυτή, πέραν του προαναφερθέντος λόγου, ένας είδος σκηνοθεσίας μια που ο μεταφραστής καλείται, εν τέλει, να επανατοποθετήσει το έργο του λόγου σε μια άλλη γλώσσα, να το επανασκηνοθετήσει με λίγα λόγια. Από αυτή την άποψη γίνεται λίγο δημιουργός. Αρκεί βέβαια να μην το πιστέψει… Κάπως έτσι και με κάποιους «εσωτερικούς κανόνες» (ή μυστικές συνταγές αν προτιμάτε) τα συνδυάζω.
Τις μεταφράσεις τις χωρίζω σε τρία είδη: βιοποριστικές που μεταφράζει κανείς ότι του ζητηθεί, δεν χρειάζεται να πω κάτι παραπάνω γιατί η λέξη «βιοπορισμός» αιωρείται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από τα κεφάλια όλων γιατί όλοι πρέπει να βιοποριστούν· ελάχιστες είναι θαρρώ οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν, άλλωστε, τον κανόνα. Έρχονται, ύστερα, αυτές που έχουν σχέση με τα ενδιαφέροντά μας και τις αναλαμβάνουμε με μεγάλη χαρά. Κάπως έτσι βίωσα τη συνεργασία μου με την Εθνική Πινακοθήκη και τους ουκ ολίγους καταλόγους των εκθέσεων που πέρασαν από τα χέρια μου. Θυμάμαι τα κείμενα να έρχονται το ένα μετά το άλλο, τα καμπανάκια για τις προθεσμίες να χτυπούν και ένα είδος μαζοχιστικής ηδονής να με σπρώχνει να δώσω τον καλύτερο εαυτό μου. Θυμάμαι εκείνον τον τεράστιο κατάλογο της έκθεσης «Όταν η Ελλάδα έγινε μόδα» όπου είχα «μετακομίσει» στον αιώνα του Louis XV και τίποτα δεν μπορούσε να με φέρει στην καθημερινότητα. Είχα όμως περάσει πολύ ωραία, είχα κάνει ένα μεγάλο ταξίδι και είχα γνωρίσει σε βάθος τον γαλλικό νεοκλασικισμό, εγώ η κατ’ εξοχήν μπαρόκ! Το λέω αυτό γιατί στο θέατρο η κύρια ενασχόλησή μου είναι η μπαρόκ όπερα. Η τρίτη κατηγορία είναι οι μεταφράσεις που κάνουμε γιατί απλά τις «γουστάρουμε» (για να το πούμε εν ανθηρώ έλληνι λόγω) είτε τις έχουμε συμφωνήσει είτε όχι με κάποιον εκδότη. Αυτές βέβαια καμιά φορά μένουν στο συρτάρι και περιμένουν. Αυτή ήταν και η περίπτωση των παραμυθιών της Comtesse de Ségur που κυκλοφόρησαν πρόσφατα στα ελληνικά με τον τίτλο Παραμύθια με νεράιδες για μικρούς και μεγάλους, όταν πλέον απέκτησα τον δικό μου εκδοτικό χώρο. Υπάρχουν στα συρτάρια μου και άλλα παραμύθια – για ενήλικες – που και αυτά θα βρουν τον δρόμο τους. Στη γαλλική λογοτεχνική παράδοση οι θαυμαστές αφηγήσεις ή αφηγήσεις με νεράιδες (conte merveilleux ή conte de fées) είναι από τα μεγαλύτερα κεφάλαια της συγγραφικής παραγωγής ιδίως στον 17ο και 18ο αιώνα. Αλλά εδώ θα σταματήσω γιατί το θέμα αυτό είναι αρκετά περίπλοκο.
Στην κατηγορία αυτή των μεταφράσεων είχα τη χαρά να βρω ενίοτε και σύμφωνους εκδότες. Έτσι εκδόθηκε η Μαργκώ η μανταρίστρα, ένα ερωτικό μυθιστόρημα του Fougeret de Monbron, πάλαι ποτέ, από τις εκδόσεις «Ολκός» και ένα μικρό μέρος από τα απομνημονεύματα του Καζανόβα καθώς και ένας τόμος με κείμενα για το λυρικό θέατρο* στις εκδόσεις «Μίλητος», εξαντλημένα σήμερα και τα δύο.
Όσο για συμβόλαια, προθεσμίες, αμοιβές, αναθέσεις και άλλα τινά, προσπαθώ όσο γίνεται να τα αποφεύγω. Γιατί άραγε; Ίσως γιατί έχω κάποια γραμμάρια χιούμορ!
Εγώ πέραν του Λόγου περί της Μεθόδου του René Descartes άλλη μέθοδο δεν ξέρω. Κυρίως δουλεύω το βράδυ, όπου κι αν βρίσκομαι, την ημέρα την αφιερώνω στη μάθηση.
Φυσικά και πρέπει να ζητείται η συνδρομή των συγγραφέων που είναι εν ζωή όπως ζητείται και η συνδρομή των εν ζωή συνθετών από τον μαέστρο και τον σκηνοθέτη (αν πρόκειται για σκηνικό έργο). Αποφεύγω όμως να συνεργάζομαι με όσους είναι ενεργοί και αυτό επειδή στα τελευταία χρόνια έχει κάπως αλλάξει αυτό που εγώ έχω στο κεφάλι μου ως «εργασιακό ήθος».
Όχι, κατηγορηματικά όχι! Θεωρητικά, δεν είμαι κατά της συνεργατικής λογοτεχνικής μετάφρασης αλλά για να το κάνω θα πρέπει να βρω την «αδελφή συναδελφική ψυχή». Στην Ελλάδα όπου βλέπω έπαρση, πισώπλατα χτυπήματα, μικροψυχίες και υπέρμετρα εγώ το θεωρώ μάλλον αδύνατον. Ως άτομο, όμως, εν γένει αισιόδοξο ελπίζω πως μια μέρα ίσως να γίνει κι αυτό…
Εδώ θα σας απαντήσω πολύ λακωνικά: Πώς ξέρετε ότι το φαγητό που μαγειρέψατε είναι καλό; ─ το δοκιμάζετε!
Όλα, με τον τρόπο τους, προκλήσεις είναι! Και το λέω αυτό επειδή πρώτιστη υποχρέωση του μεταφραστή είναι να αποδώσει με τις λέξεις την ατμόσφαιρα. Αυτό είναι το δύσκολο, να αποφασίσει, για παράδειγμα, ποια λέξη θα ξεχωρίσει από τα συνώνυμά της για να εναρμονίζεται καλύτερα με την ατμόσφαιρα. Η μετάφραση είναι, όπως και η ζωγραφική άλλωστε, θέμα αποχρώσεων. Συμφωνώ να αποδώσεις τον τίτλο του μυθιστορήματος La Peste, του Albert Camus, ως Πανούκλα, όταν όμως την ίδια λέξη τη βρεις σε ένα κείμενο της Madame de Sévigné (στην τύχη το λέω), τότε θα πρέπει να την πεις «πανώλη». Από την άποψη αυτή πρόκληση ήταν και η πρόσφατη μετάφρασή μου μου του μυθιστορήματος Marie-Claire της Marguerite Audoux που η απλοϊκότητά του κρύβει έναν τόσο ιδιαίτερα δομημένο αρχετυπικό – ας μου επιτραπεί ο όρος– νατουραλισμό. Εκεί δόθηκε ο αγώνας με τις λέξεις.
Και να μην θέλει κανείς να τις διαβάσει θα τις βρει μπροστά του στο διαδίκτυο. Και λέω «να μην…» επειδή στην Ελλάδα ούτε λογοτεχνική κριτική σοβαρή υπάρχει ούτε μεταφράσεων. Φτάνει να αποφασίσει κάποια διαδικτυακή «περσόνα» και οι οπαδοί θα ακολουθήσουν. Δεν ξέρω πραγματικά γιατί στην Ελλάδα αυτό έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις και γιατί όλοι θεωρούν εαυτούς επαΐοντες. Αυτό που μπορώ να πω είναι πως η κατάσταση είναι άκρως προβληματική. Όλα γίνονται πρόχειρα, επιδεικτικά, εγωιστικά, πράγμα που με κάνει να πιστέψω στην παντελή απουσία του ορθού Λόγου.
Πέντε μεταφράσεις μου που ξεχωρίζω