ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ / ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
Η λογοτεχνική μετάφραση είναι το κύριο επάγγελμά μου από το 2020 και μετά. Επί 20 χρόνια (2000-2020) εργάστηκα ως μεταφράστρια πλήρους απασχόλησης σε μεταφραστικό γραφείο με γλώσσες εργασίας τα αγγλικά και τα γαλλικά. Παράλληλα παρακολουθούσα σεμινάρια μετάφρασης από τα ισπανικά και άρχισα να ασχολούμαι, δειλά-δειλά, με τη λογοτεχνική μετάφραση περί το 2002, μεταφράζοντας 1 ή 2 βιβλία το χρόνο.
Σπάνια προτείνω εγώ τίτλους για μετάφραση, ενώ αρκετές φορές μου έχει ζητηθεί να διαβάσω κάποιους τίτλους ως αναγνώστρια, προκειμένου να γνωμοδοτήσω εάν θα είχε νόημα να εκδοθούν οι εν λόγω τίτλοι στα ελληνικά. Χαίρομαι πολύ που καθώς περνούν τα χρόνια ολοένα περισσότεροι εκδότες εκτιμούν τη δουλειά μου και μου εμπιστεύονται βιβλία τους. Τη συχνότητα των αναθέσεων θα την χαρακτήριζα άτακτη. Οι αναθέσεις προκύπτουν μάλλον συμπτωματικά, διαδοχικά ή επικαλυπτόμενες. Μόνο μία φορά, στη μέχρι τώρα πορεία μου, θυμάμαι να έχω παραδώσει όλα τα έργα που είχα αναλάβει και να μην έχω κανένα επόμενο βιβλίο προς μετάφραση. Η χαρά της αεργίας σε συνδυασμό με τον τρόμο της ανεργίας κράτησαν λίγες μόνο εβδομάδες.
Για πολλά χρόνια υπέγραφα τα συμβόλαια με τους εκδότες χωρίς να δίνω ιδιαίτερη σημασία πέρα από τα βασικά: αμοιβή και προθεσμία. Στην πορεία, χάρη στη δράση του Συλλόγου Μεταφραστών, Επιμελητών και Διορθωτών (ΣΜΕΔ) και της Πανελλήνιας Ένωσης Επαγγελματιών Μεταφραστών Πτυχιούχων Ιονίου Πανεπιστημίου (ΠΕΕΜΠΙΠ) και τη γνωριμία μου με εμπειρότερες συναδέλφισσες και συναδέλφους άρχισα να ενημερώνομαι για τα πνευματικά δικαιώματα του μεταφραστικού μου έργου, αρκετές φορές απευθύνθηκα σε νομικούς που ειδικεύονται στο δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας, και άρχισα να συζητώ με τους εκδότες κάποιους όρους των συμβάσεων και να διεκδικώ π.χ. την αναγραφή του ονόματός μου στο εξώφυλλο ή ένα έστω συμβολικό ποσοστό πνευματικών δικαιωμάτων επί των πωλήσεων, πέραν της εφάπαξ αμοιβής μου. Η αλήθεια είναι πως κάποιοι εκδότες δεν μπαίνουν καν στη διαδικασία συζήτησης ή αναπροσαρμογής των όρων των συμβολαίων τους, αλλά με ενδιαφέρει πολύ να ανοίγω αυτή τη συζήτηση όποτε μπορώ, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, ακόμα κι αν γίνομαι «γραφική». Στην πράξη, συνήθως η διαπραγμάτευση αρχίζει και τελειώνει στο ύψος της εφάπαξ αμοιβής. Αξίζει πάντως να σημειωθεί πως με τα χρόνια έμαθα πως η μη υπογραφή συμβολαίου είναι καλύτερη από την υπογραφή ενός «κακού» συμβολαίου, δεδομένου ότι τα πνευματικά δικαιώματα των μεταφραστών προστατεύονται ούτως ή άλλως από το νόμο.
Όσο για τις προθεσμίες, επιτρέψτε μου απλώς να ευχαριστήσω τους εκδότες με τους οποίους συνεργάζομαι για την κατανόησή τους. Ναι, είμαι από αυτές τις περιπτώσεις.
Αναζητώ πάντα πληροφορίες για τον/τη συγγραφέα, το ευρύτερο έργο του/της και τον συγκεκριμένο τίτλο. Συγκεντρώνω διάφορες πληροφορίες τόσο προτού ξεκινήσω, όσο και καθόλη τη διάρκεια της μετάφρασης. Προσπαθώ να κάνω το μεγαλύτερο μέρος της έρευνάς μου, είτε σε γλωσσικό είτε σε πραγματολογικό επίπεδο, στο πρώτο χέρι της μετάφρασης, ωστόσο όταν κάποιο σημείο «αντιστέκεται» ιδιαίτερα, το μαρκάρω και προχωράω. Η έρευνα είναι αντιπαραγωγικό σπορ.
Όταν μεταφράζω συγγραφείς εν ζωή δεν θεωρώ δεδομένο πως θα επικοινωνήσω μαζί τους. Ωστόσο μπορεί να το κάνω είτε για να τους/τις συγχαρώ για τη δουλειά τους και να μοιραστώ τη χαρά μου που τους/τις μεταφράζω είτε για να ζητήσω κάποια διευκρίνιση σε συγκεκριμένα σημεία ή και τα δύο. Πάντως, προτού «ενοχλήσω» τον/την συγγραφέα με τις απορίες μου (συνήθως μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή/και μέσω κοινωνικών δικτύων, πλέον), θα έχω φροντίσει να συζητήσω πρώτα τους προβληματισμούς μου τόσο με ομότεχνούς μου όσο και με φυσικούς ομιλητές της γλώσσας που μεταφράζω. Οι πληροφοριοδότ(ρι)ες είναι θησαυρός ανεκτίμητος!
ΝΑΙ! Είχα πολλές φορές τη χαρά να μεταφράσω συλλογικά και δεν χάνω ευκαιρία να το επαναλάβω. Η ιστορία ξεκίνησε όταν με δάσκαλο τον μέντορα Νίκο Πρατσίνη, μια ομάδα πέντε μεταφραστριών μεταφράσαμε τον Αλφανουί
του Φερλόσιο (εκδ. Λαγουδέρα, 2007) και, μάλιστα, κερδίσαμε το Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Ισπανόφωνης Λογοτεχνίας ΕΚΕΜΕΛ 2008. Έκτοτε συμμετείχα σε αρκετά εργαστήρια συλλογικής μετάφρασης (και διοργάνωσα κι εγώ ένα-δυο) και πιστεύω πως αυτή η εμπειρία διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο με τον οποίο σκέφτομαι και λειτουργώ ως μεταφράστρια. Η δεύτερη και τρίτη και τέταρτη ματιά σε ένα έργο τέχνης είναι πολύ σημαντικό εργαλείο για να αφουγκραστείς με έναν πρισματικό τρόπο το κείμενο, στην περίπτωση της μετάφρασης της λογοτεχνίας, ώστε να καταλήξεις στην καλύτερη δυνατή απόδοσή του. Είναι λίγο σαν την κουβέντα που κάνουμε με την παρέα μας βγαίνοντας από μια κινηματογραφική προβολή. Καθεμιά/καθένας έχει παρατηρήσει/εστιάσει κάπου αλλού, βλέπουμε όλες το ίδιο έργο και όλοι παρατηρούμε κάτι διαφορετικό, εστιάζουμε σε κάτι άλλο, ερμηνεύουμε μέσα από τα προσωπικά μας φίλτρα. Το μοίρασμα αυτό και η διάδραση, που συχνά θυμίζει ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία ομάδας, αποκαλύπτει πτυχές που κατά μόνας μπορεί και να είχαν ξεφύγει. Παράλληλα, η συνεργατική μετάφραση είναι και μια άσκηση ταπεινότητας: ναι, έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα, αλλά, ναι, μπορεί κάποιος άλλος/κάποια άλλη να έχει μια ακόμα καλύτερη ιδέα. Αυτό το πάρε-δώσε, το γεγονός ότι μπαίνεις στο μυαλό της/του συναδέλφου για να δεις με ποιο σκεπτικό κατέληξε στη διαφορετική απόδοση που προτείνει, είναι ένας τρόπος σκέψης που ενσωματώνεις στον τρόπο δουλειάς σου χάρη στην εμπειρία της συνεργατικής μετάφρασης. Δεν γνωρίζω άνθρωπο που να συμμετείχε σε ομαδική μετάφραση (όπου ομάδα = δύο ή περισσότερα άτομα) και να μη βγήκε ενθουσιασμένος από τη διαδικασία. Πρόσφατα είχα τη χαρά να πάρω μέρος σε συνεργατικές μεταφράσεις με την Ελένη Βλάχου (Ο πόλεμος, Λετρία, εκδ. Πουά, 2023), με την Δάφνη Παπαδούδη (Μάτια, πόδια και κοιλίτσα, Νίκολς, εκδ. Σιέλ, 2024), ενώ με τον αγαπημένο φίλο και συνάδελφο Γιάννη Μπελέγρη έχουμε ξεκινήσει ένα απίθανο μεταφραστικό ταξίδι σε ένα γαλλόφωνο κείμενο του 1836 που ούτε θα τολμούσαμε να αναλάβουμε ο καθένας μόνος του ούτε θα μπορούσαμε το φέρουμε εις πέρας με την ίδια επιτυχία. Ζήτω οι ομάδες!
Κάθε φορά που παραδίνω στον εκδότη μια μετάφραση, είναι λίγο σαν να κρατάω την ανάσα μου, μέχρι την πρώτη επικοινωνία με την επιμελήτρια/τον επιμελητή. Πριν από λίγα χρόνια είχα ακούσει έναν ξένο συγγραφέα να λέει πως νιώθει γυμνός/εκτεθειμένος μπροστά στους μεταφραστές του. Το ίδιο νιώθω κι εγώ μπροστά στην επιμελήτρια/τον επιμελητή της δουλειάς μου. Διορθώσεις/βελτιώσεις θα υπάρχουν πάντα, αυτό είναι δεδομένο, αλλά την πρώτη αποτίμηση της δουλειάς μου την κάνει ο πρώτος άνθρωπος που τη βλέπει ολοκληρωμένη και έχει την εμπειρία και τις γνώσεις να την κρίνει. Προσπαθώ να κάνω κάθε φορά ό,τι καλύτερο μπορώ, αλλά ξέρω ότι έχω κάνει μια καλή μετάφραση μόνο όταν διαβάζω μια καλή κουβέντα από τους ανθρώπους που επιμελούνται τη δουλειά μου.
Χωρίς δεύτερη σκέψη: Ο Πλατέρο κι εγώ, του Χουάν Ραμόν Χιμένεθ (εκδ. Καστανιώτη, με την υποστήριξη του Ινστιτούτου Θερβάντες της Αθήνας). Γραμμένο το 1914, ήταν ως τότε, το έργο με τη μεγαλύτερη χρονική απόσταση από τη στιγμή που γράφτηκε ως τη στιγμή που κλήθηκα να το μεταφράσω. Και το πρώτο βραβείο Νομπέλ λογοτεχνίας που κλήθηκα ποτέ να μεταφράσω. Ο Χουάν Ραμόν Χιμένεθ είναι μια πολύ σπουδαία, πολύ ειδική περίπτωση λογοτέχνη, με πολύ ιδιαίτερη φωνή και ύφος και το συγκεκριμένο έργο έχει μεγάλο ειδικό βάρος στην ισπανόφωνη λογοτεχνία. Μεταφράζοντας ένιωθα συχνά-πυκνά πως είμαι ανεπαρκής για να φέρω εις πέρας αυτό το εγχείρημα και χρειάστηκα τη βοήθεια πολλών φίλων φιλολόγων και μεταφραστριών. Ομολογώ πως ο Πλατέρο με τρομοκράτησε. Και πολύ καλά μου έκανε. Μου χάρισε όμως και μεγάλες συγκινήσεις, όπως, για παράδειγμα, τα λόγια του επιμελητή της έκδοσης, Αλέξανδρου Πανούση, όταν μου έστειλε το σελιδοποιημένο κείμενο με τις διορθώσεις του: «Το κείμενο είναι εξαιρετικό, και η μετάφρασή σας από τις καλύτερες που μου έχουν τύχει τα τελευταία (αρκετά) χρόνια».
Τις αναζητώ και τις διαβάζω, ναι. Τις φύλαγα τα πρώτα χρόνια, ειδικά τις έντυπες· κάπου στο χαρτοβασίλειό μου υπάρχουν ακόμα αποκόμματα εφημερίδων με αναφορές στις πρώτες μου μεταφράσεις. Τώρα πια, αρκεί μια αναζήτηση στο Google. Με ενδιαφέρει πάντα να βλέπω ποια/ποιος γράφει και τι διαβάζει και αν αντιλαμβάνεται ή δεν αντιλαμβάνεται τη δουλειά μου σε αυτό που διαβάζει και πόσο στέκεται σε αυτή. Κατανοώ πως η κριτική μεταφράσεων για να γίνει σωστά (για να γίνει δηλαδή αντιπαραβολή με το πρωτότυπο) απαιτεί πολύ χρόνο και ειδικές γνώσεις που λίγοι διαθέτουν και ακόμα λιγότεροι είναι προτίθενται να αμείψουν εύλογα. Τελικά, όμως, δεν ξέρω ποιους αφορά μια τέτοια κριτική: εμάς τις μεταφράστριες, τους εκδότες, το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό; Ή μήπως η κριτική μεταφράσεων έχει περισσότερο νόημα στον ακαδημαϊκό χώρο, για ερευνητικούς/ εκπαιδευτικούς σκοπούς; Δεν έχω απαντήσεις, μόνο ερωτήματα.
Πέντε μεταφράσεις μου που ξεχωρίζω: