ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ / ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
Εδώ και 25 χρόνια ασχολούμαι επαγγελματικά με την λογοτεχνική μετάφραση, αν και δεν αποτελεί την κύρια πηγή του εισοδήματός μου. Άλλες δραστηριότητες μου στο παρελθόν κατά διαστήματα ήταν η διδασκαλία της τουρκικής γλώσσας, σεμινάρια λογοτεχνικής μετάφρασης, επιμέλεια εκδόσεων, διόρθωση κειμένων.
Δεν έχω σταθερή σχέση με τους εκδότες, αν και έχει συμβεί να συνεργαστώ με κάποιους για περισσότερες από μία μεταφράσεις. Όσον αφορά τις αμοιβές προθεσμίες και δικαιώματα, αυτά συμφωνούνται με τον εκδότη ή την εκδότρια στο ξεκίνημα της ανάθεσης του εκάστοτε έργου και κλείνουν με την ολοκλήρωσή του.
Σε ένα σύνολο 21 βιβλίων, 4 από αυτά τα έχω προτείνει η ίδια σε εκδοτικούς οίκους (και εκδόθηκαν). Όλα τα υπόλοιπα ήταν επιλογή των εκδοτών να μεταφραστούν (εκδόθηκαν όλα πλην ενός).
Η μέθοδος εργασίας μου είναι ολοκληρωτική αφοσίωση στη μετάφραση με το ξεκίνημά της. Πλήρης απουσία «ελεύθερου χρόνου». Κάθε μετάφραση αποτελεί και μια κατά κάποιο τρόπο ασκητική περίοδο. Δουλεύω αργά και επίμονα στην κατανόηση του κειμένου, κάτι το οποίο δεν έχει να κάνει τόσο με το γλωσσικό μέρος όσο με τη στάση του συγγραφέα. Δεν αφήνω εκκρεμότητες, σημεία αμετάφραστα «για αργότερα». Αφού ολοκληρωθεί η μεταφορά από την μία στην άλλη γλώσσα, επιστρέφω στο κείμενο από άλλη θέση πλέον. Είναι μια δεύτερη φάση, ίσως πιο επίπονη από την ίδια τη μετάφραση, όπου διαβάζω το κείμενο στην γλώσσα υποδοχής (τα ελληνικά) και μεταβάλλομαι βαθμιαία από μεταφράστρια σε αναγνώστρια και κριτή, διατηρώντας ακόμη νωπή την έγνοια τού να είμαι πιστή σ' αυτό που ήθελε να πει ο συγγραφέας. Η πλήρης αποστασιοποίηση από το κείμενο και την αρχική γλώσσα, ακόμη και από τη γλώσσα της μετάφρασης, συντελείται σε πολύ μεγαλύτερο χρόνο. Συχνά έχει συμβεί να μην αναγνωρίζω αργότερα φράσεις και εκφράσεις που έχουν βγει από το δικό μου χέρι.
Στις περιπτώσεις που μεταφράζω έργο κάποιου/κάποιας εν ζωή συγγραφέως, ζητώ τη συνδρομή του/της μόνο όταν βρίσκομαι μπροστά σε ανυπέρβλητους γρίφους, ή αν κρίνω ότι χρειάζομαι την συναίνεσή της/του για κάποια ιδιαίτερη μεταφραστική επιλογή. Επικοινωνώ μαζί του/της μέσω του εκδότη πάντοτε.
Η ερώτηση αυτή θα μπορούσε να έχει και άλλη μία ενδιαφέρουσα πτυχή, για τις περιπτώσεις (συχνές) όπου οι συγγραφείς δεν είναι εν ζωή. Πώς χειρίζεται τότε η μεταφράστρια / ο μεταφραστής τα ερωτηματικά που προκύπτουν; Από ποιον «παίρνει άδεια» για τις επιλογές που κάνει;
Δεν έχω προσωπική εμπειρία από συλλογική μετάφραση. Ωστόσο έχω την εμπειρία της συνεργασίας με την μεταφράστρια γαλλικών (και αγγλικών) Françoise Miquet η οποία μετέφρασε από τα ελληνικά στα γαλλικά κάποιες ιστορίες που έχω γράψει (Μικρές αστόλιστες ιστορίες, εκδ. Εστία 2018). Ο διάλογός μας πάνω σε γλωσσικά, ιστορικά και πολιτισμικά θέματα που αναδύονταν μέσα από τα κείμενα κράτησε για καιρό (με ηλεκτρονική αλληλογραφία, Καναδάς-Γαλλία-Ελλάδα) και υπήρξε μια γόνιμη και πολύτιμη ανταλλαγή γύρω από το θέμα της γλώσσας και της μετάφρασης.
Θα απαντούσα ―αυθόρμητα― σε αυτό το ερώτημα λέγοντας ότι έχει να κάνει με τον/την συγγραφέα πρωτίστως. Έχει να κάνει με το εργαλείο της γλώσσας και τον τρόπο που το κατέχει και το χρησιμοποιεί ο/η συγγραφέας στη δική του γλώσσα. Και ακολουθεί βέβαια η πρόκληση για την μεταφράστρια, να σταθεί στο ύψος της πρότασης του συγγραφέα. Η μεταφράστρια / ο μεταφραστής είναι ταυτόχρονα και η πρώτη αναγνώστρια / ο πρώτος αναγνώστης που θα δεχτεί (ή όχι...) θα κρίνει, θα υπερασπιστεί εντέλει τον συγγραφέα/ την συγγραφέα που μεταφράζει. Πρόκειται για μια ζωντανή σχέση είτε ο συγγραφέας είναι εν ζωή είτε όχι.
Για να επιστρέψω στο ερώτημα «πότε ξέρω ή πώς ξέρω ότι έχω κάνει μια καλή μετάφραση» θα πω ότι αυτό συνδέεται με το επίπεδο γοητείας της γλώσσας του συγγραφέα αλλά και με το βαθμό εμπλοκής μου ως μεταφράστριας σε αυτό που ο τελευταίος αφηγείται. Πιθανώς η «καλή μετάφραση» να σχετίζεται και με την ταύτιση που μπορεί να συμβεί, αν συμβεί, μεταξύ του κειμένου και της μεταφράστριας (ερήμην του συγγραφέα μάλιστα).
Το έργο που αποτέλεσε μέχρι σήμερα τη μεγαλύτερη μεταφραστική (γλωσσική) εμπειρία για μένα είναι οι Αποσυνάγωγοι του Τούρκου συγγραφέα Ογούζ Ατάι (εκδόσεις Gutenberg 2022), πρώτον λόγω του υπερβολικού μεγέθους του βιβλίου (724 σελίδες το πρωτότυπο, 974 σελίδες η ελληνική μετάφραση) και δεύτερον, ίσως και το κυριότερο, λόγω των εναλλαγών που υπάρχουν στην γλώσσα του κειμένου. Ο συγγραφέας χρησιμοποίησε αλλού παλαιότερες και αλλού φανταστικές εκδοχές της τουρκικής γλώσσας. Οπότε η πρόκληση στην μετάφραση ήταν μεγάλη όσο και η ευθύνη στη λήψη αποφάσεων.
Υπάρχει ωστόσο ακόμη ένα έργο που αποτέλεσε μεταφραστική πρόκληση για μένα, όχι από γλωσσική άποψη αλλά από την άποψη της κοινωνικο/συναισθηματικής εμπλοκής μου σε αυτό. Είναι η κοινωνική ανθρωπολογική μελέτη της Νουρντάν Τουρκέρ Δεν έχω πατρίδα, έχω τον τόπο μου ― Ρωμιοί της Πόλης, χώρος, μνήμη, τελετουργίες (εκδ. Πατάκη 2018).
Ναι, διαβάζω όποτε βρίσκω κριτικές που έχουν γραφτεί για βιβλία που έχω μεταφράσει. Διαβάζω ακόμη και όσα γράφονται σε μπλογκ βιβλιόφιλων, κάποιες φορές με πολλή ευαισθησία και κεραίες υποδοχής για τα βιβλία. Φυλάω τις κριτικές ως μικρά δώρα, και όσες από αυτές είναι εποικοδομητικές, δηλαδή έχουν βάθος και κρίση, τις φυλάω ως μεγάλα δώρα.
Δεν είμαι σε θέση να απαντήσω στο ερώτημα αν υπάρχει κριτική μεταφράσεων στην Ελλάδα. Αν η κριτική της μετάφρασης προϋποθέτει και γνώση της αρχικής γλώσσας ενός κειμένου, τότε πρέπει να πω ότι στην Ελλάδα δεν διαθέτουμε ακόμη ικανό αριθμό ανθρώπων με επάρκεια στην τουρκική γλώσσα και με βαθιά γνώση της ιστορίας της τουρκικής λογοτεχνίας και κουλτούρας οι οποίοι να ασχολούνται επιπλέον και με την κριτική των μεταφρασμένων βιβλίων. Οπότε τα μεταφρασμένα από τα τουρκικά βιβλία κρίνονται κατ’ ανάγκην μόνο ως προς τα ελληνικά τους. Και βέβαια είναι χρήσιμο και αναγκαίο να κρίνονται ως προς αυτό, που οδηγεί και στο ερώτημα «Είναι καλό να ρέει η μετάφραση;» Ναι, είναι καλό να ρέει η μετάφραση και να μη σκοντάφτει η αναγνώστρια/ο αναγνώστης σε παρά/ξενες εκφράσεις, αλλά το ερώτημα ίσως θα εξακολουθεί να παραμένει γύρω από το πόσο γνωρίσαμε έναν/μία συγγραφέα από τη μετάφρασή του…
Πέντε μεταφράσεις μου που ξεχωρίζω: