ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ / ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
Συνδυάζω την ενασχόληση μου με τη λογοτεχνική μετάφραση με τη διδασκαλία της γαλλικής γλώσσας και λογοτεχνίας, έτσι, έχω την πολυτέλεια να ασχολούμαι με τη μετάφραση ως ερασιτέχνης, με άλλα λόγια ως κάποιος που αγαπάει και τον ευχαριστεί αυτό που κάνει.
Όπως είπε ο Valery Larbaud «Πες μου ποιον μεταφράζεις για να σου πω ποιος είσαι», όλα τα έργα που έχω μεταφράσει είναι της δικής μου επιλογής και εκφράζουν τις δικές μου (λογοτεχνικές) αναζητήσεις, αρχικά ως αναγνώστρια. Ειδικά για την περίπτωση του σπουδαίου ισραηλινού συγγραφέα Αβραάμ Β. Γεοσούα, είμαι ιδιαίτερα περήφανη που, προτείνοντας τον στις εκδόσεις Καστανιώτη, συνέβαλα στο να γίνει γνωστό στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό το μεγαλύτερο μέρος του έργου του.
Θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό να δίνεται στον μεταφραστή όλος ο απαιτούμενος χρόνος προκειμένου να «δουλέψει» τη μετάφραση του. Από αυτή την άποψη, οι εκδοτικοί οίκοι με τους οποίους συνεργάστηκα σέβονταν πάντοτε να χρονικά όρια που έθετα για την παράδοση μιας μετάφρασης, όπως και την επιθυμία μου για στενή συνεργασία με τους επιμελητές.
Σε ό,τι αφορά το θέμα της αμοιβής και των δικαιωμάτων του μεταφραστή, ενώ έχει γίνει σημαντική πρόοδος από τότε που ξεκίνησα, (με τη μετάφραση του Κύριου Μάνι, του Αβραάμ Β. Γεοσούα, το 1998), δυστυχώς έχουμε ακόμα μεγάλη απόσταση να διανύσουμε ώστε να εκτιμηθεί πραγματικά και να αμειφθεί ανάλογα ο μόχθος του μεταφραστή.
Θα χαρακτήριζα τη μέθοδο με την οποία εργάζομαι «εμμονική»: ασχολούμαι αποκλειστικά με ένα έργο, αδυνατώ δηλ. να μεταφράζω παράλληλα και κάποιο άλλο, διαβάζω πολύ, κυρίως ελληνική αλλά και μεταφρασμένη λογοτεχνία, πράγμα που μου δίνει ερεθίσματα, με βοηθά να λύνω μεταφραστικούς γρίφους, κυρίως όμως με βοηθά να επαναοικιειοποιηθώ τη γλώσσα-στόχο, που καμιά φορά μοιάζει να την «καταπίνει» η γλώσσα-αφετηρία.
Εργάζομαι καθημερινά, με αυστηρό ωράριο, ακολουθώντας πάντα την ίδια ρουτίνα: ξαναδιαβάζω όλα όσα έχω ήδη μεταφράσει, πράγμα που με βοηθά να ξαναβρώ τον ρυθμό και το ύφος του κειμένου, να ξαναμπώ στον ειρμό του συγγραφέα.
Θεωρώ ότι η διαδικασία της μετάφρασης απαιτεί από τον μεταφραστή την μεγαλύτερη δυνατή ταύτιση, καθώς αυτή κινητοποιεί μέσα του κάτι το βιωματικό, που τον βοήθα να προσεγγίσει την αυθεντικότητα του πρωτότυπου κειμένου. Στο τελευταίο δε ―και το πιο δημιουργικό― στάδιο αυτής της διαδικασίας, ο μεταφραστής μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό του να απαλλαγεί από την υποχρέωση να μείνει «πιστός» στο πρωτότυπο, με τη στενή έννοια του όρου, και να αναδείξει όχι μόνο όλη τη ζωντάνια και την ευελιξία της γλώσσας-στόχου αλλά, κυρίως, την δυνατότητα της να ανοιχτεί σε μια άλλη (γλωσσική) κουλτούρα. Τότε, μπορεί να ανατρέψει, λόγου χάριν, κάποια γλωσσικά στερεότυπα, να παραβεί ορισμένους γραμματικούς κανόνες, να αναζητήσει νέα σημαινόμενα και νέες εκφράσεις, που θα του επιτρέψουν να μεταδώσει στον αναγνώστη τον παλμό, «τη ζωή» του πρωτότυπου έργου.
Πριν ρωτήσω τον συγγραφέα για τυχόν σκοτεινά σημεία, προτιμώ να αφήσω το ίδιο το κείμενο να μου αποκαλύψει τα μυστικά του. Η ευκαιρία να μιλήσει ένας μεταφραστής με το συγγραφέα του βιβλίου που μεταφράζει είναι, κατά τη γνώμη μου, πολύτιμη και πάντα εμπλουτιστική. Καμιά φορά, η βοήθεια που θα λάβει μπορεί να μην του λύσει τις απορίες, οπότε θα χρειαστεί να αναλάβει ο ίδιος την ευθύνη της επιλογής του, βασιζόμενος στο αισθητήριο του και τις γνώσεις του. Κάτι ανάλογο μου συνέβη όταν ζήτησα από τον Άμος Οζ να με συμβουλέψει αν έπρεπε να χρησιμοποιήσω την λέξη «αγάπη» ή «έρωτα», (τη στιγμή που δεν υπάρχει στην εβραϊκή γλώσσα αυτός ο διαχωρισμός!) Πρόσφατα, μεταφράζοντας την ισραηλινή συγγραφέα Χιλά Μπλουμ, βρέθηκα μπροστά σε μια κάπως γριφώδη φράση της. Στις επίμονες ερωτήσεις μου, η συγγραφέας μου επεσήμανε ότι η ασάφεια ήταν ηθελημένη από την πλευρά της. Η επισήμανση της, άκρως διδακτική, μου υπενθύμισε πόσο σημαντικό είναι ο μεταφραστής να διατηρεί - στο μέτρο του δυνατού- το διφορούμενο ή το αμφίσημο του πρωτότυπου έργου, να κατανοεί αλλά να μην υποκύπτει στον πειρασμό να επεξηγεί ή να απλουστεύει, να αφήνει τελικά περιθώριο να λειτουργήσει και στη γλώσσα-στόχο η ανάκληση συνειρμών.
Σε ό,τι με αφορά, δεν έχω μεταφράσει ποτέ συνεργατικά. Το να μεταφράζεις, είναι για μένα μια απολύτως μοναχική διαδικασία, που περνάει μέσα από πολλά στάδια αμφιβολιών, ζυγίσματος της κάθε λέξης και συνεχούς αναζήτησης, επομένως θα μου ήταν αδύνατον να μοιραστώ αυτή την περιπέτεια με έναν άλλο μεταφραστή.
Αν δεχθούμε ότι το ύφος και το περιεχόμενο ενός λογοτεχνικού έργου είναι πράγματα αδιαχώριστα, αν όχι ταυτόσημα, θεωρώ «καλή», μια μετάφρασή μου, όταν αυτή διατηρεί και αποδίδει αυτή την ταύτιση ύφους-περιεχομένου.
Επιπλέον, η μετάφραση μου είναι καλή, αν κατάφερα να αφουγκραστώ τη «φωνή» του συγγραφέα, την πικραμένη οργή π.χ. του επιζώντα της Σοά νομπελίστα συγγραφέα Ίμρε Κέρτες στο Καντίς για ένα αγέννητο παιδί, τον σαρκασμό του, την περιφρόνηση του για κάθε είδους ολοκληρωτισμό.
Είναι καλή η μετάφραση μου όταν, επεκτείνοντας τα όρια της γλώσσας-στόχου, δεν κατέφυγα σε μεταφραστικές ευκολίες, δεν «ισοπέδωσα» ούτε «λείανα» τις λεκτικές ή πολιτιστικές διαφορές που αναμφίβολα υπάρχουν ανάμεσα στα δύο έργα- κάτι που θεωρώ μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις του μεταφραστικού εγχειρήματος.
Αντιμετώπισα τη μεγαλύτερη μεταφραστική πρόκληση όταν μετέφραζα τον Ιούδα
του Άμος Οζ - ενός συγγραφέα, λάτρη της γλώσσας, που διαλέγει τις λέξεις σαν σπάνια πετράδια, συνθέτοντας ένα πλούσιο γλωσσικό ψηφιδωτό, το οποίο, φυσικά, θα πρόδιδα αν επιχειρούσα να το αποδώσω απλοποιώντας το ή χρησιμοποιώντας συνηθισμένες λέξεις.
Η μεταφραστική πρόκληση συνεχίστηκε όταν, μετά από την πληθωρικά ευφάνταστη πρόζα του Οζ, ανέλαβα να μεταφράσω τον Αθάνατο Μπάρτφους του Ααρόν Άππελφελντ - ενός συγγραφέα η πρόζα του οποίου είναι απολύτως λιτή, απογυμνωμένη από υφολογικά και λεκτικά στολίδια και, ταυτόχρονα, μεστή ποιητικότητας, μια πρόζα όπου είναι εμφανής η πρόθεση του συγγραφέα να αποκαθάρει, τις λέξεις, να ξαναδώσει στις πιο ταπεινές από αυτές όλο το «πρωτογενές» βάρος τους.
Διαβάζω και φυλάω τις κριτικές για τα βιβλία που μετέφρασα, καθώς αυτές αφορούν πρώτα και κύρια τα ίδια τα έργα.
Οι κριτικές για την ίδια την μετάφραση (εάν υπάρχουν) περιορίζονται, συνήθως, σε δυο τρεις αράδες, και αυτό είναι λυπηρό, επειδή μοιάζει να παραμελείται ο σημαντικότερος παράγοντας για την αποδοχή ή την απόρριψη ενός μεταφρασμένου λογοτεχνικού έργου. Το θέμα της κριτικής της μετάφρασης είναι πολύ ευρύ και θα χρειαζόταν να αναλυθεί ιδιαίτερα. Θέλω να πιστεύω, πάντως, ότι όταν οι αναγνώστες επαινούν μια μετάφραση μου, το κάνουν επειδή αυτή κατάφερε να τους μεταδώσει το «ρίγος» του πρωτότυπου έργου, και όχι επειδή τη βρήκαν «ρέουσα».
Θα ήθελα ωστόσο να σημειώσω ότι θεωρώ πολύ θαρραλέα πράξη τη βράβευση μου με το Κρατικό βραβείο Μετάφρασης το 2002, για το Ταξίδι στο τέλος της χιλιετίας του Α. Β. Γεοσούα, διότι, η απόφαση αυτή της κριτικής επιτροπής στηρίζει απολύτως την άποψη ότι η μετάφραση (έστω και από μια «περιφερειακή» γλώσσα, που λίγοι έχουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν) είναι αναδημιουργία και επομένως το μεταφρασμένο έργο πρέπει να κρίνεται και να στέκεται αυτόνομα.
Πέντε μεταφράσεις μου που ξεχωρίζω
Από το σύνολο της μεταφραστικής μου δουλειάς θα διάλεγα τα εξής πέντε έργα, όχι μονάχα λόγω της μεγάλης λογοτεχνικής τους αξίας ή απλώς για λόγους μεταφραστικούς, αλλά επειδή οι συγγραφείς τους εκφράζουν μια οικουμενική θεώρηση του κόσμου που αποτελεί ηθική πυξίδα για μένα.