Μύθοι και πραγματικότητες της Λογοτεχνικής Μετάφρασης

Φωτ. Χρίστος Χρυσόπουλος
Φωτ. Χρίστος Χρυσόπουλος

Σύντομο βιογραφικό

Η Σοφία Αυγερινού είναι συγγραφέας, μεταφράστρια και διδάκτωρ Γερμανικής Φιλολογίας ΕΚΠΑ, ενώ έχει σπουδάσει επίσης Νομικά και Φιλοσοφία του Δικαίου. Έχει δημοσιεύσει τρία μυθιστορήματα: Τρεις κόρες (Νεφέλη 2017), Ο άλλος Λάζαρος (Νεφέλη 2014) και Το χρονικό μιας Διαβολούπολης (Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» 2003) και έχει μεταφράσει έργα των Χέρμαν Μπροχ, Ε. Τ. Α. Χόφμαν, Αλέξανδρου Δουμά, Φιόντορ Ντοστογιέφσκι κ.ά.




ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ / ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

1. Είναι η λογοτεχνική μετάφραση το κύριο επάγγελμα σας; Αν όχι, με ποιες άλλες δραστηριότητες το συνδυάζετε;

Είμαι καθηγήτρια γερμανικών και εργάζομαι στο Υπουργείο Παιδείας, στο Τμήμα που μεριμνά για τα μαθητικά ζητήματα των ελληνικών σχολείων του εξωτερικού. Εξάλλου, αφότου ολοκλήρωσα το διδακτορικό μου στη γερμανική λογοτεχνία, έχω διδάξει κάποια εξάμηνα στο Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΕΚΠΑ, μια εμπειρία πολύ όμορφη, όπως κάθε φορά που μας δίνεται η δυνατότητα να έρθουμε σε επαφή με νέους ανθρώπους και να ζωντανέψουμε μέσα τους την αγάπη για τη λογοτεχνία. Οπότε όχι, η μετάφραση δεν είναι το κύριο επάγγελμά μου, ευτυχώς ή δυστυχώς. Δυστυχώς γιατί οι υποχρεώσεις μου δεν μου επιτρέπουν να της αφιερώσω ακόμη περισσότερο χρόνο, ίσως και να ζήσω λιγάκι το «όνειρο» του ανθρώπου των γραμμάτων που περνά τη μέρα του αφοσιωμένος σ’ αυτή τη δραστηριότητα, γράφοντας, διαβάζοντας, ενδεχομένως συμμετέχοντας πιο ενεργά στην πνευματική κίνηση της πόλης. Ευτυχώς, γιατί το γεγονός ότι δεν βιοπορίζομαι αποκλειστικά από τη μετάφραση μού δίνει τη δυνατότητα της επιλογής, η οποία, κακά τα ψέματα, είναι πολύ σημαντική και για την ποιότητα της δουλειάς του μεταφραστή, αλλά και για τη χαρά που αντλεί από το έργο του.

2. Ποια είναι η σχέση σας με τους εκδότες όσον αφορά συχνότητα αναθέσεων, συμβόλαια, προθεσμίες, αμοιβές, δικαιώματα; Σε ποιο ποσοστό μεταφράζετε βιβλία που έχετε προτείνει εσείς στον εκδοτικό οίκο;

Ο χώρος της μετάφρασης, όπως και κάθε χώρος γραμμάτων και τεχνών στη χώρα μας, χαρακτηρίζεται από μεγάλη προσφορά και σχετικά μικρή ζήτηση: ο αριθμός των αναγνωστών, και μάλιστα των αναγνωστών με αξιώσεις, είναι μικρός σε σχέση με το πλήθος των εξαιρετικών εκδόσεων που βλέπουμε κάθε χρόνο. Εξαρτάται λοιπόν από πολλούς παράγοντες το ζήτημα, εάν και πότε θα αποκτήσει μία/ένας εκπρόσωπος αυτού του χώρου (συγγραφέας, μεταφραστής, εκδότης, επιμελητής) την αναγνωρισιμότητα που θα της/του επιτρέψει να εργαστεί με περισσότερη ευχέρεια, ασφάλεια, σεβασμό και σχετική ανεξαρτησία. Τα αναφέρω αυτά, γιατί η επισφάλεια του χώρου δεν επιτρέπει πολλά «λάθη» και οι σχέσεις εμπιστοσύνης οικοδομούνται, κατ’ ανάγκην, με αργούς ρυθμούς ανάμεσα στους συντελεστές του βιβλίου. Για μένα, μολονότι δραστηριοποιούμαι στον χώρο του βιβλίου από το 2003, τότε που εκδόθηκε το πρώτο μου μυθιστόρημα, και η πρώτη μου μετάφραση, από τις εκδόσεις της «Εστίας», μετρά ήδη 19 χρόνια εκδοτικής ζωής, η δυνατότητα να νιώσω πιο ελεύθερη και να προτείνω ιδέες ή να διεκδικήσω όρους ήρθε με την πάροδο του χρόνου και μάλιστα τα τελευταία δύο χρόνια. Είναι αλήθεια ότι έκτοτε έχουν αυξηθεί οι προτάσεις συνεργασίας που δέχομαι από τους εκδοτικούς οίκους και μου δίνεται η δυνατότητα να προτείνω βιβλία προς μετάφραση. Βέβαια, προϋπόθεση για να θέτει κανείς όρους είναι η συνέπεια στις προθεσμίες και η παράδοση ενός χειρογράφου που σέβεται το πρωτότυπο, τον επιμελητή και τον αναγνώστη – τουλάχιστον, έτσι το βλέπω εγώ. Από την άλλη, στο τυπικό μέρος της δουλειάς (συμβόλαια, αμοιβές), είχα την τύχη πάντοτε να συνεργάζομαι με ανθρώπους έντιμους, γνώστες και λάτρεις του καλού βιβλίου, που συνειδητοποιούν ότι η ποιότητα της εργασίας του κάθε συντελεστή εξαρτάται και από τις συνθήκες υπό τις οποίες αυτή παρέχεται – μιλάμε βέβαια για την κατάσταση όπως έχει παγιωθεί στην Ελλάδα, όπου η μετάφραση είναι δραστηριότητα υποαμειβόμενη σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς σχεδόν κάθε πνευματική δραστηριότητα θεωρείται, από την Πολιτεία και τους ιδιώτες, ως πάρεργο.

3. Έχετε κάποια συγκεκριμένη μέθοδο/ρουτίνα εργασίας; Σε περίπτωση που μεταφράζετε το έργο κάποιου/κάποιας εν ζωή συγγραφέως, συνηθίζετε να ζητάτε τη συνδρομή του/της και πώς;

Έχοντας διαβάσει το έργο και σχετική δευτερογενή βιβλιογραφία, καταγράφω μια πρώτη μορφή της μετάφρασης. Κατόπιν αφήνω να παρέλθει κάποιο χρονικό διάστημα, για να «καθαρίσει» ο νους μου και να αποστασιοποιηθώ κάπως από τις επιλογές μου και αργότερα επιστρέφω και αντιπαραβάλλω λέξη προς λέξη πρωτότυπο και μετάφρασμα. Έπειτα ξεκινά η δική μου επιμέλεια επί του κειμένου, η επίλυση διλημμάτων και η τελική ανάγνωση. Κάποιες φορές χρειάζεται η βοήθεια φυσικών ομιλητών ή ανθρώπων με εξειδικευμένες γνώσεις σε διάφορα αντικείμενα. Ξαναβλέπω το μετάφρασμα όταν έχει περάσει από τα χέρια του επιμελητή, για να λυθούν επιπλέον απορίες και να φωτιστούν σκοτεινά σημεία. Μετά τη σελιδοποίηση, το διαβάζω ξανά. Είναι πάντα δύσκολη η στιγμή του «τυπωθήτω», αλλά το βιβλίο πρέπει να πάρει τον δρόμο του, η συγγραφή και η μετάφραση είναι ζωντανές διαδικασίες που μας ακολουθούν καθώς εμείς αλλάζουμε, πρέπει όμως να ξέρουμε πότε έχει έρθει η ώρα να βάλουμε τελεία.
Όσο για την επικοινωνία με τους εν ζωή συγγραφείς, εξαρτάται από τις ιδιαιτερότητες του κειμένου, έχει συμβεί και αυτό. Επειδή όμως προτιμώ να μεταφράζω κλασικούς συγγραφείς, δεν μου δίνεται συχνά αυτή η ευκαιρία. Και αυτό είναι ένα από τα παράδοξα της μετάφρασης, γιατί είναι το παρελθόν ίσα ίσα, η παλιότερη μορφή της γλώσσας, οι συνθήκες που αναπαράγονται στα λογοτεχνικά έργα, αυτό που θα είχε μεγαλύτερη ανάγκη διευκρίνισης, ώστε να συνδέσουμε το έργο με την εποχή μας. Στην περίπτωση, λοιπόν, της κλασικής λογοτεχνίας, η έλλειψη αναπληρώνεται από τις κριτικές μελέτες, τα ιστορικά λεξικά, τις βιογραφικές πληροφορίες, τις σημειώσεις των ίδιων των συγγραφέων και φυσικά το σύνολο του έργου τους: Όλα αυτά με βοηθούν να εγκαθιδρύσω μια ιδεατή «επικοινωνία» με τον δημιουργό.

4. Έχετε μεταφράσει ποτέ συλλογικά; Ποια είναι η γνώμη σας για τη συνεργατική λογοτεχνική μετάφραση;

Όχι, δεν έτυχε να μου ζητηθεί να συμμετάσχω σ’ ένα τέτοιο εγχείρημα, αλλά δεν το επιδίωξα και η ίδια, για να είμαι ειλικρινής. Αναγνωρίζω ότι η συνεργατική μετάφραση έχει το πλεονέκτημα της πολυφωνίας και του αμοιβαίου ελέγχου σε ένα πρώιμο στάδιο, καθώς και ότι «σπάει» τη μοναξιά της δραστηριότητας αυτής. Από ό,τι καταλαβαίνω, είναι μια από τις πιο σύγχρονες τάσεις στη μετάφραση και δεν αποκλείεται να τη βλέπουμε όλο και πιο συχνά, ενώ σίγουρα συνιστά μια ευοίωνη στροφή στη συλλογικότητα, που γενικά τείνει να χαθεί ως έννοια στις κοινωνίες μας, και ίσως αποτελεί επίσης μια μορφή αμφισβήτησης της μονοσήμαντης, σίγουρης για τον εαυτό της μετάφρασης που προέρχεται από έναν άνθρωπο. Καλώς ή κακώς, όμως, αυτός ο τρόπος δουλειάς δεν ανταποκρίνεται στην ιδιοσυγκρασία μου και στον πολύ «προσωπικό» τρόπο, με τον οποίο προσλαμβάνω τα λογοτεχνικά έργα και ίσως αυτός είναι ο λόγος που δεν έχω εμπλακεί ποτέ στη συνεργατική μετάφραση.

5. Πώς/Πότε ξέρετε ότι έχετε κάνει μια καλή μετάφραση;

Συνήθως αυτό το καταλαβαίνω ήδη από το πρώτο «χέρι», την πρώτη μορφή μετάφρασης που καταγράφω. Θα έλεγα ότι η μεγάλη δυσκολία για μένα προκύπτει όταν ανακαλύπτω, διαβάζοντας το βιβλίο, ότι δεν επικοινωνώ όπως θα έπρεπε με το κείμενο, ότι κάτι με κρατάει «έξω» από αυτό: προσωπικές αισθητικές αντιλήψεις ή διάφορες άλλες σκέψεις, που ίσως δεν θα έπρεπε να επηρεάζουν τη μετάφραση. Αλλά πρόκειται για μια διαμεσολάβηση πολύ προσωπική, μια διαδικασία όπου καλείσαι να εισέλθεις πλήρως στον ξένο λόγο, να τον αφομοιώσεις και μετά να ξεχάσεις τον εαυτό σου και να έχεις κατά νου την αίσθηση του λόγου που θα ήθελε, κατά την ερμηνεία σου πάντα, να μεταδώσει ο συγγραφέας, μια διαδικασία νοητικής αποστασιοποίησης, αλλά και μέγιστης ενσυναίσθησης. Γι’ αυτό πιστεύω πως έχει επιτευχθεί ο στόχος της μετάφρασης όταν νιώθω πως το μετάφρασμα δεν αντιστέκεται στο πρωτότυπο, αλλά το ακολουθεί αβίαστα, παράγοντας ένα αντίστοιχο, ποτέ ακριβώς ίδιο, βέβαια, αισθητικό αποτέλεσμα.

6. Ποιο ήταν το έργο που, μέχρι σήμερα, απετέλεσε τη μεγαλύτερη μεταφραστική πρόκληση για εσάς; Γιατί;

Με κριτήριο την πολυπλοκότητα και εσωστρέφεια του μοντερνιστικού λόγου, την πειραματική διάθεση και την πληθώρα λογοτεχνικών ειδών, υφών, πλοκών και διαθέσεων που συνυφαίνει ο συγγραφέας στο πρωτότυπο, θα έλεγα ότι η μεγαλύτερη μεταφραστική πρόκληση για μένα μέχρι στιγμής ήταν οι Υπνοβάτες του Μπροχ (εκδ.Έρμα 2022), λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι κυκλοφορεί ακόμη η εκδοχή του Κώστα Κουντούρη (εκδ. Μέδουσα 1988) και μια νέα μετάφραση οφείλει να δικαιολογήσει διπλά την ύπαρξή της. Από κάθε άποψη, πάντως, η μετάφραση των Υπνοβατών αποτέλεσε μια τομή στη μεταφραστική μου πορεία, μια διαδικασία που με ωρίμασε και με οδήγησε στο να εργάζομαι με τρόπο ακόμη πιο συνειδητό.

7. Διαβάζετε/Φυλάτε τις κριτικές που έχουν γραφτεί για τις μεταφράσεις σας; Θεωρείτε ότι υπάρχει κριτική μεταφράσεων στην Ελλάδα;

Ναι, τις διαβάζω και τις φυλάω στο αρχείο μου. Αλλά, όπως υπονοεί το ερώτημά σας, σπανίως γίνεται στη χώρα μας κανονική κριτική μιας μετάφρασης. Συνήθως η επικαιρότητα ή η σπουδαιότητα του πρωτότυπου ―αφήνω άλλους παράγοντες, εξωλογοτεχνικούς― προκαλεί την ανάγκη της (εγκωμιαστικής) παρουσίασής του στο αναγνωστικό κοινό. Υποθέτω ότι αληθινή κριτική μετάφρασης μπορεί να κάνει μόνο όποιος γνωρίζει καλά και τις δύο γλώσσες και φυσικά το ίδιο το έργο στο πρωτότυπο. Αυτό δεν σημαίνει ότι απλώς θα επισημανθούν σημασιολογικές αποκλίσεις επιμέρους λέξεων ή φράσεων, μολονότι θα μπορούσε κι αυτό να γίνει αντικείμενο συζήτησης. Η κριτική θα έπρεπε να αφορά κυρίως το ύφος του μεταφράσματος και το κατά πόσο ανταποκρίνεται στο ύφος του πρωτότυπου κειμένου, το εάν το μετάφρασμα απηχεί τις κοινωνικές και λογοτεχνικές συμβάσεις της εποχής του, εάν και εφόσον αυτό ήταν μέλημα του συγγραφέα, την ακρίβεια στην τήρηση της δομής, η οποία συνήθως έχει μεγάλη σημασία, ακόμη και στο πλαίσιο μιας και μόνο πρότασης. Εννοείται ότι η κριτική θα ασχοληθεί με τυχόν παραλείψεις ή παραποιήσεις στοιχείων του πρωτότυπου, για λόγους ευκολίας ή στο όνομα της «επικαιροποίησης» για τον σημερινό αναγνώστη ή στον βωμό του προσωπικού ιδιώματος του μεταφραστή. Για μένα, ωστόσο, η μεγαλύτερη αμαρτία απέναντι στο πρωτότυπο είναι η «εξημέρωσή» του. Εξημερώνουμε ένα λογοτεχνικό έργο, όταν αφαιρούμε τα «αντικανονικά», «αποκρουστικά», «ξεπερασμένα» στοιχεία του, όταν απαλείφουμε τις επαναλήψεις που επέτρεψε ο δημιουργός του, όταν εφευρίσκουμε ωραίες φράσεις, «ωραία ελληνικά», εκεί όπου δεν υπήρχαν κανονικά και ακαδημαϊκά, στρωτά γερμανικά, ιταλικά ή αγγλικά. Με λίγα λόγια και απαντώντας στο κεντρικό ερώτημα, κατά πόσο θα πρέπει να «ρέει» η μετάφραση, θα έλεγα ότι πρέπει να ρέει ακριβώς στον βαθμό που το θέλησε αντίστοιχα ο συγγραφέας. Η αίσθηση που γεννά το μετάφρασμα, η δυσφορία, η άνεση, η αποστασιοποίηση, η ταύτιση, θα πρέπει να ανταποκρίνεται στην αντίστοιχη του πρωτότυπου. Και αυτό, φυσικά, ανοίγει ένα ευρύ πεδίο ερμηνείας. Εναπόκειται στον μεταφραστή να το επεξεργαστεί, στον κριτικό να το κρίνει και στον αναγνώστη να το βιώσει.

Πέντε μεταφράσεις μου που ξεχωρίζω:

Αλέξανδρος Δουμάς: Ο κόμης του Μόντε-Χρίστο, εκδ. Εστία 2018.

Ε.Τ.Α. Χόφμαν: Τα ελιξίρια του διαβόλου, εκδ. Μάγμα 2021.

Γιάκομπ Βάσερμαν: Κάσπαρ Χάουζερ ή Η ραθυμία της καρδιάς, εκδ. Σοκόλη 2021.

Γιεβγκένι Ζαμιάτιν: Εμείς, εκδ. Έρμα 2022.

Χέρμαν Μπροχ: Οι υπνοβάτες. Μια τριλογία, εκδ. Έρμα 2022.


    ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: