Χώρα, σώματα, λέξεις

Χώρα, σώματα, λέξεις

Κά­ποιες από τις με­τα­φο­ρι­κές, με­τα­φρα­στι­κές προ­τά­σεις του Δη­μη­τριά­δη: μια γλώσ­σα που σέ­βε­ται την ανε­ξαρ­τη­σία της, που δεν φο­βά­ται πα­ρά­δο­ξες λύ­σεις, που ξε­ση­κώ­νει το τρα­γι­κό από συμ­βα­τι­κά και προ­βλέ­ψι­μα συμ­φρα­ζό­με­να και το το­πο­θε­τεί, και κά­ποιες φο­ρές το εκ­σφεν­δο­νί­ζει θα μπο­ρού­σα­με να πού­με, σε χώ­ρο απρό­σμε­νο και ανοί­κειο. Και ενώ αυ­τό ίσως κά­πο­τε αμ­φι­σβη­τεί­ται από κά­ποιους τρο­μαγ­μέ­νους, μέ­σω του χά­σμα­τος, της από­στα­σης που δη­μιουρ­γεί φέρ­νει το τρα­γι­κό και τη βία του πιο κο­ντά μας, κα­θώς μας πα­ρα­κι­νεί να το πλη­σιά­σου­με με νέ­ους όρους ή μας τεί­νει το κέ­λυ­φος νέ­ων όρων που πε­ρι­μέ­νουν να το γε­μί­σου­με εμείς με ό,τι η με­τα­φο­ρά ή με­τά­φρα­ση μας βοη­θά ν’ ανα­κα­λύ­ψου­με, ν’ αντι­με­τω­πί­σου­με.

Απο­φεύ­γο­ντας τους ιδιω­μα­τι­σμούς, οι οποί­οι προσ­διο­ρί­ζουν και πε­ριο­ρί­ζουν το­πι­κά και χρο­νι­κά, διευ­ρύ­νο­ντας τις δυ­να­τό­τη­τες της ίδιας της γλώσ­σας, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας με τόλ­μη αρ­χαί­ες εκ­φρά­σεις και ακό­μη πιο τολ­μη­ρά ανα­πλά­θο­ντας και συ­χνά πα­ρα­ποιώ­ντας με συ­νέ­πεια το αρ­χαίο γλωσ­σι­κό υλι­κό, ο Δη­μη­τριά­δης δί­νει δια­κρι­τή έμ­φα­ση στην πα­ρου­σία του τό­τε στο τώ­ρα. έτσι το τρα­γι­κό ξε­πε­τά­γε­ται και πά­λι ανά­με­σά μας ως στιλ­πνό πρό­βλη­μα, ως αστρα­φτε­ρά σκό­τη, μια δια­λυ­τι­κή διαύ­γεια, μια αδυ­σώ­πη­τη εκ­κρε­μό­τη­τα που επι­στρέ­φει στη γλώσ­σα που την εκ­φρά­ζει. Ο Δη­μη­τριά­δης για πα­ρά­δειγ­μα με­τα­φρά­ζει την Ορέ­στεια και η Ορέ­στεια με­τα­φρά­ζει τον Δη­μη­τριά­δη, η τρα­γι­κή της δύ­να­μη εκ­κρε­μεί στη γλώσ­σα του, στην υφή και τη δο­μή της.

Όπο­τε συ­να­ντώ τον Δη­μή­τρη Δη­μη­τριά­δη νιώ­θω μια ελα­φριά ζά­λη, την πη­γή και τη χώ­ρα της οποί­ας δεν μπο­ρώ να εντο­πί­σω. Εί­ναι μέ­σα μου, εί­ναι μέ­σα του, εί­ναι ανά­με­σα μας, πά­νω μας ή κά­τω μας. Ζά­λη σαν αμυ­δρό, ηρε­μι­στι­κό φως. Ζά­λη δί­χως τη βία της σφα­γής. Δί­χως ίχνος από οποια­δή­πο­τε βία. Σαν από την αί­σθη­ση ότι τί­πο­τε δεν εί­ναι αλη­θι­νό. Και όμως τί­πο­τε δεν εί­ναι πιο αλη­θι­νό. Ζά­λη από την απου­σία σκλη­ρό­τη­τας ή οποιου­δή­πο­τε σκλη­ρού ση­μεί­ου. Η ζά­λη μιας γεν­ναιο­δω­ρί­ας. Απορ­ρο­φά κα­θώς προ­σφέ­ρει. Μια ενερ­γη­τι­κή πα­θη­τι­κό­τη­τα. Η ατμό­σφαι­ρα που δη­μιουρ­γεί ο ρυθ­μός του θυ­μι­κού παλ­μού. Πε­ρισ­σό­τε­ρο από το να με πεί­σει, με σα­γη­νεύ­ει. Και νιώ­θω μά­λι­στα ότι σα­γη­νεύ­ει πε­ρισ­σό­τε­ρο τον εαυ­τό του από μέ­να. Ώσπου ζα­λί­ζε­ται από την ίδια του τη σα­γή­νη, από τη δί­νη της, και τε­λι­κά αιω­ρεί­ται μέ­σα σ’ αυ­τή.

[ Από το υπό έκ­δο­ση βι­βλίο Δη­μή­τρης Δη­μη­τριά­δης, Χώ­ρα, σώ­μα­τα, λέ­ξεις, εκδ. Σαιξ­πη­ρι­κόν ]


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: