————————————————————
Η Σ Κ Ο Ν Η Τ Ο Υ Χ Ρ Ο Ν Ο Υ
Τουρίστας στην Ελλάδα του 1900 {2}
«Αν αγνοείτε τα έθιμα, απορρίπτετε το φαγητό, φοβάστε το άγνωστο και αποφεύγετε τους ανθρώπους, ίσως είναι καλύτερα να μείνετε σπίτι». Αυτά έγραφε στα απομνημονεύματά του με τίτλο «Ο κόσμος είναι το σπίτι μου», ο τιμημένος με βραβείο Πούλιτζερ, Τζέιμς Μίτσενερ (1907-1997). Τέσσερα χρόνια μετά τη γέννηση του Αμερικανού συγγραφέα, (επαν)εκδόθηκε ο τουριστικός οδηγός του Αντόλφ Ζοάν, που είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά το 1896, με αφορμή την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα (δες Χάρτη #18). Στη «βελτιωμένη και επαυξημένη» ύλη του οι τουρίστες εύρισκαν όλα εκείνα τα στοιχεία που τους επέτρεπαν να γνωρίσουν τα ήθη και τα έθιμα της χώρας που επισκέπτονταν, να προσεγγίσουν τους κατοίκους, να γευτούν τα φαγητά και να μην τους φοβίζει το άγνωστο. Όσα συμβούλευε δηλαδή, χρόνια μετά, ο Τζέιμς Μίτσενερ.
Ένα από τα πρώτα κεφάλαια του οδηγού ήταν αφιερωμένο σε όσους έρχονταν ατμοπλοϊκώς από τη Μασσαλία. Η άφιξη στο λιμάνι του Πειραιά, αρόδο εκείνα τα χρόνια, η αποβίβαση με βάρκες και οι κουραστικές, συχνά δαπανηρές, τελωνειακές διατυπώσεις, περιγράφονταν γλαφυρά στις σελίδες του. Παράλληλα, δίνονταν κάποιες λέξεις (γραμμένες με ελληνικά τυπογραφικά στοιχεία), για καλύτερη κατανόηση: «Τα μεγάλα ξενοδοχεία στέλνουν τους αντιπροσώπους τους (“δραγουμάνοι”) με βάρκες σημαιοστόλιστες με τα εμβλήματα των καταλυμάτων, για να παραλάβουν τους ταξιδιώτες από το πλοίο. Παραδώστε τις αποσκευές και εμπιστευθείτε τον εαυτό σας μόνο στον εξουσιοδοτημένο “δραγουμάνο”. Προπαντός, μην τον χάσετε από τα μάτια σας».
Η αποβίβαση στην προκυμαία, με όλα τα συνακόλουθα, αποτελούν σπαρταριστή μαρτυρία για τα όσα είχε να αντιμετωπίσει ο ξένος επισκέπτης στην Ελλάδα του –πρώιμου ακόμα– τουρισμού: «Η εκφόρτωση των αποσκευών στον Πειραιά εξακολουθεί να είναι περίπλοκη για όσους δεν γνωρίζουν ούτε τη γλώσσα, ούτε τις συνήθειες. Ο ταξιδιώτης δέχεται μαζική επίθεση στο κατάστρωμα του πλοίου. Τον περικυκλώνουν, φωνασκώντας στην άγνωστη γλώσσα τους, πλήθος βαρκάρηδων, αχθοφόρων, διερμηνέων και άλλων ατόμων. και πρέπει να αμυνθεί ζωηρά. Επιβιβάζεται με τα μπαγκάζια του στη βάρκα που θα τον μεταφέρει στην ακτή (1 δραχμή χωρίς αποσκευές, 2 δραχμές με αποσκευές), εκεί όπου βρίσκεται το τελωνείο».
Ο εκτελωνισμός των αποσκευών ήταν το επόμενο στάδιο στην… εποποιία της άφιξης: «Ορισμένοι ταξιδιώτες που δεν γνωρίζουν τη γλώσσα, πιθανώς να αντιμετωπίσουν προβλήματα με τους υπαλλήλους που ελέγχουν τις αποσκευές. Σε περίπτωση διαφωνίας, καλό είναι να ζητήσουν την παρέμβαση ενός επιθεωρητή που μιλάει γαλλικά. Οι τσάντες και τα μικρά πακέτα περνούν χωρίς δυσκολία. Ανοίγονται και ελέγχονται μόνο οι βαλίτσες και τα μπαούλα. Αντικείμενα καινούρια, όπως οι φωτογραφικές μηχανές ή τα εξαρτήματα υπαίθριας ζωγραφικής, αλλά και όσα ρούχα, παπούτσια, γάντια, καπέλα κ.λπ. βρίσκονται μέσα στις αποσκευές, εκτελωνίζονται αφού πληρωθούν αρκετά υψηλοί δασμοί. Ό,τι και αν κάνει ο ταξιδιώτης, είναι πολύ δύσκολο να τελειώσει με τις διατυπώσεις χωρίς να πληρώσει κάτι. Ζητήστε οπωσδήποτε απόδειξη για το ποσό που καταβλήθηκε».
Οι επιλογές που είχε ένας ξένος περιηγητής για τις μετακινήσεις του στην ενδοχώρα ήταν αρκετές. Ο γαλλικός τουριστικός οδηγός έκανε ειδική αναφορά στους ελληνικούς σιδηροδρόμους, με αναλυτικές λεπτομέρειες για τις συνδέσεις, τους ενδιάμεσους σταθμούς, αλλά και τις συνθήκες ταξιδιού. Πληροφορούσε, με… εθνική υπερηφάνεια, ότι οι συρμοί ήταν κατασκευασμένοι στη Γαλλία και παρέθετε τις κύριες γραμμές που λειτουργούσαν εκείνα τα χρόνια: 1) Πειραιάς – Αθήνα – Λάρισα. 2) Κρυονέρι – Αγρίνιο. 3) Αθήνα – Πειραιάς – Πελοπόννησος. 4) Πύργος – Κατάκωλο. 5) Ο οδοντωτός Διακοφτό – Καλάβρυτα. Λειτουργούσε επίσης ο Σιδηρόδρομος Βορείου Ελλάδος (αλλιώς «γραμμή Αιτωλίας»), καθώς και ο Σιδηρόδρομος Θεσσαλίας με σύνδεση Βόλου – Μηλιών Πηλίου.
Συμπληρωματικά, ο οδηγός σημείωνε ότι τα τρένα δεν εκτελούσαν δρομολόγια τη νύχτα, ότι η ταχύτητα που ανέπτυσσαν ήταν 25-30 χιλιόμετρα την ώρα και ότι το πιο γρήγορο ήταν το εξπρές Αθήνα – Πάτρα. Παράλληλα, προειδοποιούσε τους αδαείς για τις συνθήκες που θα αντιμετώπιζαν: «Καπνίζουν παντού στο εσωτερικό των τραίνων, παρά τις επίσημες απαγορεύσεις. Τα ωράρια συχνά μεταβάλλονται και οι ενδιάμεσοι σταθμοί δεν διαθέτουν αίθουσα αναμονής, εκτός από εκείνους της γραμμής Πειραιάς – Λάρισα που έχουν αντιγράψει το γαλλικό μοντέλο. Πολλοί σταθμάρχες με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη μιλούν γαλλικά και μπορούν να σας εξυπηρετήσουν. Στους περισσότερους σταθμούς θα βρείτε αχθοφόρους (“χαμάλης”) που αναλαμβάνουν τη φόρτωση και εκφόρτωση των αποσκευών (χρέωση από 0,50 λεπτά, ανάλογα με το βάρος). Εκτός από την Κόρινθο και την Τρίπολη, στους υπόλοιπους σταθμούς σερβίρουν μόνο καφέ, αναψυκτικά και κάποια λιτά φαγητά (βραστά αβγά, τυρί και φρούτα) με τοπικό κρασί».
Πολύ χειρότερες συνθήκες, σύμφωνα με τον οδηγό, επικρατούσαν στη μετακίνηση με πλοίο. Όταν μια τέτοια η επιλογή ήταν αναπόφευκτη, εφόσον ο προορισμός ήταν κάποιο νησί του Αιγαίου (Πάρος, Νάξος, Σαντορίνη στις αναφορές), ή του Ιονίου πελάγους (Κέρκυρα, Ζάκυνθος), τότε ο ταξιδιώτης έπρεπε να οπλιστεί με περισσή υπομονή και… σθένος, για όσα επρόκειτο να αντιμετωπίσει εν πλω: «Τα ατμόπλοια των ελληνικών ναυτιλιακών εταιρειών είναι πολύ προβληματικά. Οι συνθήκες ταξιδιού απέχουν παρασάγγας από ό,τι μπορεί να ονειρευτεί ένας τουρίστας. Εκτός από επιβάτες, μεταφέρουν βρόμικα ή δύσοσμα φορτία: πρόβατα, κατσίκια, βόδια κ.λπ. Το καλοκαίρι είναι προτιμότερο να κοιμάστε στο κατάστρωμα, ή στην τραπεζαρία που μετατρέπεται τα βράδια σε κοιτώνα, παρά σε μια στενή καμπίνα στοιχειωμένη από τις κατσαρίδες. Το φαγητό (μέτριο) κοστίζει 2,5-3 δραχμές και συνοδεύεται από κρασί».
Εκτός από τα παραπάνω προτείνονταν, εναλλακτικά, κάποιες άλλες επιλογές για τις χερσαίες μετακινήσεις. Τόσον εντός, όσο και μακράν των πόλεων: «Παρά την ύπαρξη σιδηροδρομικών δικτύων και ατμοπλοϊκών γραμμών, ο τουρίστας μπορεί επίσης να χρησιμοποιήσει άμαξα, άλογο, ή μουλάρι. Για πολλούς, αυτού του είδους η επιλογή έχει μια διαχρονική γοητεία». Η χρήση της ιππήλατης άμαξας ήταν σίγουρα η πιο κομψή λύση: «Σε όλες τις πόλεις μπορείτε να βρείτε λαντό το ίδιο πολυτελή όπως οι γαμήλιες άμαξες. Αποτελούν αριστοκρατικό μέσο μεταφοράς και επιβάλλονται ως η μόνη επιλογή που είναι συμβατή με την αξιοπρέπειά ενός ξένου επισκέπτη». Η συμβατότητα αυτή, πάντως, κόστιζε ακριβά στον τουρίστα: «Οι απαιτήσεις του οδηγού είναι συχνά υπερβολικές: η ημερήσια χρέωση μιας άμαξας με 2 ή 3 άλογα πληρώνεται από 25 έως 40 δραχμές ή και ακόμα περισσότερο. Καλό είναι να συμφωνήσετε εξαρχής (“αρραβώνας”) με τον αμαξά, ώστε να είστε βέβαιοι για την ακριβή τήρηση του προγράμματος». Μια πιο οικονομική λύση προσφερόταν σε εκείνους που λογάριαζαν περισσότερο το κόστος, παρά τη… συμβατότητα με την ευρωπαϊκή τους αξιοπρέπεια: «Ο ταξιδιώτης που στερείται προκαταλήψεων θα έχει κέρδος αν επιλέξει ένα όχημα πιο ταπεινό: τη δίτροχη καρότσα (“σούστα”) που στοιχίζει 2 ή 3 φορές λιγότερο από μια άμαξα. Κυκλοφορούν παντού και μερικές είναι το ίδιο κοκέτες στη διακόσμηση, όσο και τα σικελικά κάρα».
Σε περιοχές με δύσβατα εδάφη, ο οδηγός πρότεινε κάποιες λιγότερο άνετες (αλλά αναγκαίες) λύσεις για μετακίνηση. Ξεκινούσαν από το άλογο, περνούσαν στο μουλάρι και κατέληγαν στο γαϊδουράκι. Στο ταπεινό αυτό τετράποδο, άλλωστε, οφείλει την ύπαρξή του τόσο ο τουριστικός οδηγός του Αντόλφ Ζοάν, όσο και όλες οι αντίστοιχες εκδόσεις. Η ιστορία πάει πιο πίσω, στο 1878. Τη χρονιά εκείνη ο (28χρονος τότε) Ρόμπερτ Λίουις Στίβενσον κατηφόρισε από την Σκοτία στη Γαλλία, με σκοπό να δοκιμάσει τις σωματικές αντοχές και συγγραφικές του ικανότητες, σε ένα πρωτότυπο ταξίδι αναψυχής –και καταγραφής. Καβάλα σε ένα γαϊδουράκι διέσχισε μονάχος μια έκταση 200 χιλιομέτρων, στους ορεινούς όγκους των Σεβενών. Το ταξίδι διήρκεσε 12 μέρες και οι εντυπώσεις του Στίβενσον μεταφέρθηκαν στις σελίδες ενός βιβλίου που κυκλοφόρησε τον επόμενο χρόνο. Το Ταξίδια με ένα γάιδαρο στις Σεβέν, ένα από τα πρώτα που εξέδωσε ο γνωστός συγγραφέας, θεωρείται πρωτοποριακό στο είδος της λεγόμενης «υπαίθριας λογοτεχνίας» (outdoor literature), στις υποδιαιρέσεις της οποίας εντάσσονται οι τουριστικοί οδηγοί.
Ας επιστρέψουμε όμως στις σελίδες του οδηγού. Ως προς τα ζώα που μπορούσε να χρησιμοποιήσει ο τουρίστας για τις μετακινήσεις του στην κακοτράχαλη ενδοχώρα, οι οδηγίες ήταν σαφείς: «Η ράτσα του ρουστίκ αλόγου στην Ελλάδα, παρά τον εκφυλισμό της, διαθέτει δύναμη, αντιστέκεται στην κόπωση και τα καταφέρνει στους δύσβατους δρόμους. Για τις ορεινές διαδρομές να προτιμήσετε τον ημίονο (“μουλάρι”), εξαιτίας της εξαιρετικής νοημοσύνης που επιδεικνύει στις δύσκολες διαδρομές. Ο ελληνικός ημίονος είναι ένα αξιοθαύμαστο ζώο, έχοντας την ικανότητα να περνάει από μονοπάτια, όπου ο άνθρωπος κινδυνεύει να αισθανθεί ίλιγγο και να γκρεμιστεί. Στα επικίνδυνα περάσματα εμπιστευθείτε το χαλινάρι στον οδηγό (“αγωγιάτης”) που κινείται πεζός και κατευθύνει το ζώο».
Το μουλάρι, εντούτοις, είναι αυτό ακριβώς που ορίζει η λέξη: ένα πεισματάρικο ζώο, συχνά με απρόβλεπτη συμπεριφορά, που μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στους αμαθείς. Σαν τον… καλομαθημένο τουρίστα, για παράδειγμα, που είχε αφήσει την ιππασία και τους καταπράσινους αγρούς στην πατρίδα του και διάβαζε τα ακόλουθα στις σελίδες του οδηγού: «Επειδή το ζώο αυτό δεν διστάζει να σύρεται σε τοίχους, να περνά τον ανήμπορο αναβάτη κάτω από χαμηλά κλαδιά δέντρων, ή να κινείται σύριζα σε απόκρημνα σημεία, θα πρέπει να κρατάτε μια λεπτή βέργα (“βίτσα”) που θα κόψει ο αγωγιάτης καθ’ οδόν, με την οποία θα κατευθύνετε τις κινήσεις του ζώου χωρίς να το χτυπάτε στο κεφάλι».
Στις οδηγίες του βουνού και του λόγγου απέμενε το… λεξιλόγιο του ζώου. Ο τρόπος, δηλαδή, που ένας ξένος στη γλώσσα και τις συνήθειες, μπορούσε να δώσει κάποιες βασικές εντολές στο ζώο και αυτό να τις εκτελέσει: «Θα μάθετε εύκολα το ιδιαίτερο λεξιλόγιο που κατανοούν τα ζώα στην Ελλάδα: "ντε!", από το τουρκικό “haidé”, (προχώρα!) για να πάνε πιο γρήγορα, και “όξω!” για να τα κρατήσετε μακριά από τοίχο ή δέντρο. Υπάρχει, τέλος, μια ιδιαίτερη εντολή για να το κάνετε να σταματήσει. Αυτή είναι η πιο δύσκολη στην εκφώνηση. Ενώ τραβάτε το χαλινάρι, πρέπει να φωνάξετε ένα ακατάληπτο συμπίλημα συμφώνων (“μπρρρρρρτ!”). Αν είναι δύσκολο να το πείτε, καλύτερα φωνάξτε τον αγωγιάτη για να συγκρατήσει το ζώο».
Ο ρόλος, η εμπειρία και ο χαρακτήρας του –πολύτιμου σε τέτοιες διαδρομές– αγωγιάτη περιγράφονταν με αδρές πινελιές, χωρίς να παραλείπεται η κοστολόγηση των υπηρεσιών του. «Ο αγωγιάτης είναι τις περισσότερες φορές ένας φιλότιμος άνδρας που δεν λογαριάζει ούτε χρόνο ούτε κόπο προκειμένου να σας εξυπηρετήσει. Στις ευθύνες και στα καθήκοντά του ανήκουν η καλή γνώση της περιοχής, η ασφάλεια του αναβάτη, η τήρηση του προγράμματος και η ανεύρεση καταλύματος και τροφής στις διανυκτερεύσεις. Η αμοιβή του είναι 1,5-2 δραχμές ημερησίως. Αν μείνετε σε χάνι, πληρώνετε εσείς το φαγητό και τον ύπνο του, αλλά δεν είστε υποχρεωμένοι να πληρώσετε την τροφή του ζώου (σανό, κριθάρι), κάτι το οποίο πρέπει να φροντίσει ο ίδιος».
Οι μακρινές διαδρομές στο εσωτερικό της χώρας παρουσίαζαν ιδιαίτερες δυσκολίες για τους ταξιδιώτες που αγνοούσαν τον τόπο και τη γλώσσα. Σε αυτή την περίπτωση τη λύση έδινε ο –πολύγλωσσος– διερμηνέας: «Ο “δραγουμάνος” είναι ιδιαίτερα χρήσιμος: μιλά απταίστως τη γλώσσα σας, γνωρίζει μέχρι βάθους τη χώρα και έχει παντού φίλους που μπορεί να φανούν χρήσιμοι σε δυσκολίες που ανακύπτουν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Στην πρωτεύουσα λειτουργεί η Εταιρεία Διερμηνέων Αθηνών. Ο ξενοδόχος ή τα γραφεία ταξιδιών θα σας βοηθήσουν να επιλέξετε τον κατάλληλο επαγγελματία. Μπορείτε να έλθετε σε προφορική συμφωνία μαζί του, ή να συντάξετε γραπτώς ένα συμβόλαιο παροχής υπηρεσιών».
Από τον τουριστικό οδηγό μαθαίνουμε ποιοι ήταν οι βασικοί όροι ενός τέτοιου συμβολαίου. Μεταξύ άλλων, ο δραγουμάνος είχε υπό την ευθύνη του τον ταξιδιώτη και τις αποσκευές του. Σε αυτές, εκτός από τα χρειώδη και τον κατάλληλο για την περίσταση ρουχισμό, περιλαμβάνονταν τα σύνεργα ζωγραφικής και η φωτογραφική μηχανή, που πιθανώς χρησιμοποιούσε ο ξένος περιηγητής. Χωρίς τη συγκατάθεσή του τελευταίου, ο δραγουμάνος δεν μπορούσε να πάρει και άλλα άτομα στην εκδρομή, με εξαίρεση τον καμαριέρη, εφόσον ο τουρίστας διέθετε αυτή την πολυτέλεια. Ο δραγουμάνος αναλάμβανε επίσης να βρει ένα καλό άλογο, με την υποσημείωση ότι το ζώο «δεν πρέπει να έχει ελληνική σέλα (“σαμάρι”), αλλά αγγλική πολυτελείας με δερμάτινο χαλινάρι».
Εκτός από τα παραπάνω, ο (γαλλομαθής στην προκειμένη περίπτωση) διερμηνέας και οδηγός όφειλε να βρίσκει τα καλύτερα καταλύματα για τις διανυκτερεύσεις και να φροντίζει για τη σίτιση του τουρίστα. Βάσει των αναλυτικών όρων που αναγράφονταν στο συμβόλαιο, έπρεπε να εξασφαλίζει για όλη τη διάρκεια του ταξιδιού το ακόλουθο μενού: Πρωινό, πριν από κάθε αναχώρηση, αποτελούμενο από καφέ με γάλα, τσάι, σοκολάτα, βούτυρο και αβγά. Γεύμα, σε κάποιο διάλειμμα της διαδρομής, με πλουσιότερα εδέσματα, όπως κρύα πιάτα, ψητό κοτόπουλο, αβγά, τυρί και μισή μποτίλια κρασί. Για το βράδι, σούπα, αρνί ή χοιρινό, γλυκό και κρασί κατ’ επιλογή. «Το κόστος μίσθωσης ενός διερμηνέα είναι αρκετά υψηλό για τον τουρίστα που ταξιδεύει μόνος», σημείωνε ο οδηγός. «Περίπου 40 γαλλικά φράγκα ημερησίως για ένα ταξίδι 8 ημερών, και 70-80 φράγκα για ταξίδι μεγαλύτερης χρονικής διάρκειας. Για δύο ταξιδιώτες, η ημέρα χρεώνεται 30-35 φράγκα κατ’ άτομο και 30 φράγκα αν πρόκειται για πολυάριθμο γκρουπ».
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
[ Εικονογράφηση: αρχείο Α. Μαλανδράκη ]