Γιατί ο Καβάφης;

(Π Ο Ι Η Σ Η,  Ε Ρ Ω Τ Α Σ,  Α Υ Τ Ο Κ Ρ Α Τ Ο Ρ Ι Α)

Γιατί ο Καβάφης;
Ψηφιακό «φαγιούμ» Δημήτρης Καλοκύρης

Ο Κα­βά­φης σή­με­ρα έχει την πιο ισχυ­ρή και ευ­ρεία απή­χη­ση από όσους έγρα­ψαν στα ελ­λη­νι­κά στα σχε­δόν δια­κό­σια χρό­νια από την έναρ­ξη του αγώ­να για εθνι­κή ανε­ξαρ­τη­σία, που ήταν επί­σης αγώ­νας για ανε­ξαρ­τη­σία των ελ­λη­νι­κών γραμ­μά­των. Οι δια­στά­σεις της πα­γκό­σμιας αυ­τής απή­χη­σης αντι­στοι­χούν σε έναν διαρ­κώς αυ­ξα­νό­με­νο αριθ­μό με­τα­φρά­σε­ων σε άλ­λες γλώσ­σες, στις πολ­λα­πλές με­τα­φρά­σεις του έρ­γου του στα αγ­γλι­κά, που απο­τε­λούν τη lingua franca ή κοι­νή γλώσ­σα της επο­χής μας, όπως ήταν άλ­λο­τε τα ελ­λη­νι­κά και αρ­γό­τε­ρα τα λα­τι­νι­κά, στη διεύ­ρυν­ση της με­λέ­της της ποί­η­σής του ως κοι­νού τό­που διε­θνούς ανα­φο­ράς και του πε­ρι­βάλ­λο­ντος στο οποίο προ­έ­κυ­ψε, στην ανά­δει­ξη στί­χων του σε πα­ροι­μιώ­δεις φρά­σεις και στον δη­μό­σιο ενα­γκα­λι­σμό εμ­βλη­μα­τι­κών ποι­η­μά­των του, όπως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά συ­νέ­βη με την ανά­γνω­ση της «Ιθά­κης» (1911), του τε­λευ­ταί­ου «ομη­ρι­κού» ποι­ή­μα­τος του Κα­βά­φη, στην κη­δεία της Ζα­κλίν Κέ­νε­ντι-Ωνά­ση από τον τε­λευ­ταίο σύ­ντρο­φό της Μω­ρίς Τέ­μπελ­σμαν.
Ο Κ.Π. Κα­βά­φης εί­ναι ένα από τρία Κ –με τη Μα­ρία Κάλ­λας και τον Νί­κο Κα­ζαν­τζά­κη στις άλ­λες δύο γω­νί­ες– ενός τρι­γώ­νου ανα­γνω­ρι­σι­μό­τη­τας της συμ­με­το­χής της ελ­λη­νι­κής καλ­λι­τε­χνι­κής και πνευ­μα­τι­κής πα­ρα­γω­γής στον σύγ­χρο­νο διε­θνή πο­λι­τι­στι­κό κα­τα­με­ρι­σμό.
Ο Κα­βά­φης απέ­κτη­σε την ανα­γνώ­ρι­ση αυ­τή πολ­λές δε­κα­ε­τί­ες με­τά τον θά­να­τό του το 1933, όταν η θέ­ση του ήταν αβέ­βαιη, έστω και αν ο ίδιος πί­στευε, όπως το εί­χε δια­τυ­πώ­σει σε ανώ­νυ­μο «εγκώ­μιο» για τον εαυ­τό του, που δεν δη­μο­σιεύ­τη­κε στο ξέ­νο πε­ριο­δι­κό για το οποίο προ­ο­ρι­ζό­ταν, ότι ήταν ποι­η­τής του μέλ­λο­ντος. Όχι αρ­κε­τά γνω­στός την επο­χή που στην Αλε­ξάν­δρεια ποι­η­τή από την οι­κο­γέ­νειά του θε­ω­ρού­σαν έναν από τους αδελ­φούς του, η φυ­σιο­γνω­μία αυ­τή της ιστο­ρι­κής δια­σπο­ράς του ελ­λη­νι­σμού, που προη­γεί­ται δη­λα­δή νε­ό­τε­ρων κυ­μά­των ελ­λη­νι­κής απο­δη­μί­ας, κα­τα­τρι­βό­ταν στις συ­μπλη­γά­δες του πλέγ­μα­τος δια­σπο­ρο­φο­βί­ας και ομο­γε­νειο­λα­γνεί­ας, όπως το έχω ονο­μά­σει, ως «Βυ­ζα­ντι­νός άρ­χων, εξό­ρι­στος, στι­χουρ­γών», σύμ­φω­να με το ποί­η­μα εκεί­νο του 1921 που ανα­δει­κνύ­ει τη σχέ­ση των εκτός ελ­λα­δι­κής πνευ­μα­τι­κής επι­κρά­τειας με τη μη­τριά μη­τέ­ρα. Η κα­τ’ εξο­χήν δια­σπο­ρι­κή διά­στα­ση του Κα­βά­φη στοι­χειο­θε­τεί­ται στο προ δε­κα­ε­τιών αφιέ­ρω­μα στον ποι­η­τή στον έντυ­πο «Χάρ­τη».
Η αμ­φι­σβή­τη­ση του Κα­βά­φη στην Ελ­λά­δα τώ­ρα έχει συρ­ρι­κνω­θεί σε μειο­ψη­φού­σα αντί­λη­ψη – με το εν­δια­φέ­ρον που μπο­ρεί να έχουν όλες οι μειο­ψη­φί­ες, όταν μά­λι­στα εξι­σορ­ρο­πούν υπερ­βο­λές κα­βα­φο­λα­γνεί­ας – που πα­ρα­πέ­μπει σε από­ψεις που εκ­φρά­ζει στην τε­λευ­ταία συ­νέ­ντευ­ξη στον Μι­σέλ Φάις και μο­νό­λο­γο του ο Μα­νό­λης Ανα­γνω­στά­κης. Έχο­ντας από νω­ρίς στα­μα­τή­σει να γρά­φει ποι­ή­μα­τα, αν και ποι­κι­λο­τρό­πως κα­βα­φο­γε­νής, για τον Ανα­γνω­στά­κη φαι­νό­ταν αδια­νό­η­το να γρά­φε­ται σε με­γά­λη ηλι­κία ποί­η­ση, μια τέ­χνη την οποία συ­νέ­δεε με τη νε­ό­τη­τα. Όλα αυ­τά βέ­βαια εμπλέ­κο­νται με την αμ­φι­θυ­μία που επι­κρα­τεί για την ποί­η­ση στην Ελ­λά­δα, θέ­μα που θα απα­σχο­λή­σει άλ­λη φο­ρά.

Μα­θη­μα­τι­κοί & ιστο­ρι­κοί

Θα έλε­γα εν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει ότι υπάρ­χουν δύο κα­τη­γο­ρί­ες ποι­η­τών. Από τη μία, βιά­ζο­νται οι «μα­θη­μα­τι­κοί» της πό­λης του λυ­ρι­σμού, με πο­λιού­χο τον Ρε­μπώ, που έως ει­κο­σι­πέ­ντε ετών γρά­φουν ό,τι εί­ναι να γρά­ψουν, έχο­ντας χρό­νο με­τά να επι­δο­θούν σε εμπό­ριο όπλων ή άλ­λες ασχο­λί­ες. Από την άλ­λη πλευ­ρά, κα­θυ­στε­ρούν στα έδρα­να της βι­βλιο­θή­κης της ζω­ής οι «ιστο­ρι­κοί», οι ποι­η­τές εκεί­νοι που με­τά τα εξή­ντα συ­γκε­ντρώ­νουν όσα έμα­θαν στο τα­ξί­δι, έστω δι­καιο­λο­γώ­ντας το πρώ­το ποί­η­μα που έγρα­ψαν και κα­νείς δεν κα­τά­λα­βε, ού­τε οι ίδιοι. Σε θέ­ση πο­λιού­χου των ιστο­ρι­κών έχει ανα­χθεί ο Κα­βά­φης, με πολ­λα­πλές χρο­νο­λο­γι­κές το­μές στη δη­μιουρ­γι­κή πο­ρεία του και ποι­ή­μα­τα κα­νο­νι­κά, απο­κη­ρυγ­μέ­να, ατε­λή, κρυμ­μέ­να.
Μπο­ρεί επι­πλέ­ον να ει­πω­θεί ότι από πλευ­ράς βιο­πο­ρι­στι­κών προ­ϋ­πο­θέ­σε­ων –που αδυ­να­τεί να δια­σφα­λί­σει η ποί­η­ση ως πρω­το­γε­νής μορ­φή λό­γου, από την οποία ιστο­ρι­κά εκ­πο­ρεύ­ο­νται άλ­λες, όπως το θέ­α­τρο και η πε­ζο­γρα­φία, που εμπο­ρευ­μα­το­ποιού­νται ευ­κο­λό­τε­ρα– οι ποι­η­τές δια­κρί­νο­νται επί­σης σε δύο κα­τη­γο­ρί­ες. Σε γό­νους εύ­πο­ρων οι­κο­γε­νειών, που έτσι εξα­σφα­λί­ζουν τα προς το ζην, και σε υπαλ­λή­λους, στον βαθ­μό που μια ζωή δη­μιουρ­γι­κής αλη­τεί­ας δυ­σκο­λεύ­ει σε με­γα­λύ­τε­ρες ηλι­κί­ες, ενώ χο­ρη­γί­ες αρ­χαιό­τε­ρου τύ­που, από μαι­κή­νες και αυ­λές, εκλεί­πουν ή νε­ό­τε­ρου τύ­που, από πα­νε­πι­στή­μια και προ­γράμ­μα­τα δη­μιουρ­γι­κής γρα­φής, δεν έχουν εμπε­δω­θεί.
Οι ποι­η­τές που εί­ναι υπάλ­λη­λοι, ακό­μη και αν νιώ­θουν υπε­ράλ­λη­λοι, εί­ναι κυ­ρί­ως δη­μό­σιοι υπάλ­λη­λοι, όπως ο Κα­βά­φης, που επί­πο­να δού­λευε, επι­βε­βαιώ­νει η επαγ­γελ­μα­τι­κή στα­διο­δρο­μία του, σε έναν καφ­κι­κού χιού­μορ τρί­το κύ­κλο αι­γυ­πτια­κής υπη­ρε­σί­ας εγ­γειο­βελ­τιω­τι­κών έρ­γων, σε κτή­ριο που σή­με­ρα φι­λο­ξε­νεί το ξε­νο­δο­χείο Metropole στην Αλε­ξάν­δρεια, ένα χι­λιό­με­τρο από το Μου­σείο-Οι­κία Κα­βά­φη. Πράγ­μα­τι εγ­γεί­ως βελ­τί­ω­σε την ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα, όχι δια εμπλου­τι­σμού, αλ­λά «φτω­χαί­νο­ντάς» την, αφαι­ρώ­ντας δη­λα­δή γαρ­νι­τού­ρες της αθη­ναϊ­κής σχο­λής και επι­γό­νων της. Η πε­νία με­τα­φο­ρών στους στί­χους του μά­λι­στα κα­θι­στά εν συ­νό­λω ποι­ή­μα­τά του με­τα­φο­ρές. Ο Κα­βά­φης δεν ήταν όσο φτω­χός εκλαμ­βά­νε­ται σε νε­ο­ρο­μα­ντι­κές ανα­γνώ­σεις της ζω­ής του ποι­η­τή, κα­θώς και από το χρη­μα­τι­στή­ριο απο­κό­μι­σε κά­ποια κέρ­δη, αλ­λά κα­τιού­σα υπήρ­ξε η οι­κο­νο­μι­κή πο­ρεία της οι­κο­γέ­νειας με­τά τον θά­να­το του πα­τέ­ρα του, όσο και αν πά­σχι­ζαν η μη­τέ­ρα Χα­ρί­κλεια και αδελ­φοί του, από τους οποί­ους απε­λευ­θε­ρώ­θη­κε για να μεί­νει μό­νος σε με­γά­λη ηλι­κία.

Ιστο­ρία & έρω­τας

Θα μπο­ρού­σα να ήμουν ιστο­ρι­κός, έχει πει ο Κα­βά­φης, λες και αυ­τό δεν φαί­νε­ται στα ποι­ή­μα­τά του, που ανα­χρο­νί­ζουν επο­χές πριν και με­τά την ελ­λη­νι­στι­κή, ενώ δρα­μα­το­ποιούν τη με­τά­βα­ση από τον πα­γα­νι­σμό στον χρι­στια­νι­σμό. Ακρι­βώς όμως ως ερα­στής της ιστο­ρί­ας ανα­δεί­χθη­κε σε ιστο­ρι­κό του έρω­τα. Από τη σκο­πιά αυ­τή, μι­κρό­τε­ρη ση­μα­σία, όσο και αν δι­καιο­λο­γεί­ται, έχει η διά­κρι­ση με­τα­ξύ «ιστο­ρι­κών» και «ερω­τι­κών» ποι­η­μά­των, αφού επι­κρο­τούν συ­να­φές απο­τέ­λε­σμα με άλ­λα μέ­σα. Από τη σκο­πιά αυ­τή, ένας «πο­λι­τι­κός» Κα­βά­φης εί­ναι πο­λι­τι­κός του έρω­τα. Ταυ­τό­χρο­να βέ­βαια ένας «ερω­τι­κός» Κα­βά­φης ασκεί πο­λι­τι­κή της ποί­η­σης στην επο­χή στην οποία ζει, μια επο­χή με­τά­βα­σης από τον ιμπε­ρια­λι­σμό στον εθνι­κι­σμό και αρ­γό­τε­ρα τη με­τα-αποι­κιο­κρα­τία.
Από την ποί­η­σή του, που κι­νεί και συ­γκι­νεί ανε­ξαρ­τή­τως προ­τι­μή­σε­ων, δεν μπο­ρεί να αφαι­ρε­θεί η ετε­ρό­τη­τα και εν προ­κει­μέ­νω η ερω­τι­κή. Η δια­πί­στω­ση αυ­τή δεν θε­ω­ρή­θη­κε προ­φα­νής, αλ­λά σκαν­δα­λώ­δης, όταν ευ­θέ­ως δια­τυ­πώ­θη­κε σε ανυ­πό­γρα­φο ει­σα­γω­γι­κό κεί­με­νο αφιε­ρώ­μα­τος στον Κα­βά­φη του πε­ριο­δι­κού Journal of the Hellenic Diaspora, που κου­βε­ντιά­ζα­με στη Νέα Υόρ­κη με τον Peter Pappas όταν το έγρα­φε. Χω­ρίς (κά­ποιου εί­δους) ετε­ρό­τη­τα δεν υπάρ­χει τέ­χνη, που εί­ναι προ­νό­μιο των «λο­ξών». Ο πο­λι­τι­σμός συμ­βαί­νει στο πε­ρι­θώ­ριο. Χρειά­ζο­νται βέ­βαια και άλ­λα προ­σό­ντα, κα­θώς η ταυ­τό­τη­τα εί­ναι ανα­γκαία, αλ­λά ανε­παρ­κής συν­θή­κη για να πα­ρά­γει καλ­λι­τε­χνι­κό απο­τέ­λε­σμα. Με­τα­ξύ άλ­λων χρειά­ζε­ται «βι­βλιο­θή­κη». Ο Κα­βά­φης εί­χε πρό­σβα­ση σε αγ­γλι­κή βι­βλιο­θή­κη, αντί­στοι­χη της πρό­σβα­σης που εί­χε ο Μπόρ­χες στην αγ­γλό­φω­νη λο­γο­τε­χνία αρ­χι­κά μέ­σω της βρε­τα­νί­δας για­γιάς του.

Με­τά­φρα­ση & διε­θνής υπο­δο­χή

Ο Κα­βά­φης με συ­νέ­πεια ακο­λού­θη­σε μια στρα­τη­γι­κή ανά­δει­ξης της δου­λειάς του που απέ­κλειε την έκ­δο­ση βι­βλί­ων. Δεν υπήρ­ξε πα­ρέκ­κλι­ση όταν ο ερω­τευ­μέ­νος με την ποί­η­σή του Φόρ­στερ, που τον συ­νά­ντη­σε όταν βρέ­θη­κε με τον Ερυ­θρό Σταυ­ρό στην Αλε­ξάν­δρεια στη διάρ­κεια του Α΄ Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου, πρό­τει­νε έκ­δο­ση με­τα­φρά­σε­ων ποι­η­μά­των του στα αγ­γλι­κά. Ο Φόρ­στερ λει­τούρ­γη­σε όπως ένας μου­σι­κός πα­ρα­γω­γός που κα­τευ­θύ­νει τη διεκ­πε­ραί­ω­ση (crossover) ενός μου­σι­κού έθνικ, από τα ελ­λη­νι­κά εν προ­κει­μέ­νω, σε υψη­λής απή­χη­σης κα­τη­γο­ρία μου­σι­κής, δη­λα­δή στα αγ­γλι­κά. Διεκ­πε­ραί­ω­ση αυ­τού του επι­πέ­δου δεν επι­τυγ­χά­νε­ται απλώς με με­τα­φρά­σεις, όπως εξα­κο­λου­θούν να πι­στεύ­ουν πολ­λοί μη αγ­γλό­φω­νοι συγ­γρα­φείς.
Η μά­χη των με­τα­φρά­σε­ων στα αγ­γλι­κά του Κα­βά­φη συ­νε­χί­ζε­ται αδυ­σώ­πη­τη, όπως άλ­λω­στε και με­τα­ξύ όσων με­λε­τούν την ποί­η­σή του. Πρό­κει­ται ασφα­λώς για μά­χη που απο­βαί­νει προς όφε­λος του έρ­γου του Κα­βά­φη. Πριν από δε­κα­ε­τί­ες, στο πλαί­σιο ενός προ­γράμ­μα­τος ποί­η­σης στο Μου­σείο Nicholas Roerich στη Νέα Υόρ­κη, εί­χα διορ­γα­νώ­σει την πρώ­τη συ­νά­ντη­ση με­τα­φρα­στών του Κα­βά­φη, με τη Rae Dalven, τον Edmund Keeley και άλ­λους. Ελ­πί­ζω να μην απο­δει­χθεί και η τε­λευ­ταία.
Κα­θο­ρι­στι­κή για τη διε­θνή απή­χη­ση του Κα­βά­φη υπήρ­ξε η ει­σα­γω­γή του W.H. Auden στις με­τα­φρά­σεις της Ντάλ­βιν, όπου εκ­φρά­ζει ανυ­πέρ­βλη­τη οφει­λή στον Έλ­λη­να ποι­η­τή. Θε­μέ­λιο για τις με­τα­φρά­σεις των Κή­λυ και Philip Sherrard ήταν η φι­λο­λο­γι­κή δου­λειά του Γ.Π. Σαβ­βί­δη και των μα­θη­τών του, με­τά την αγο­ρά και συ­γκρό­τη­ση αρ­χεί­ου Κα­βά­φη, που τώ­ρα στε­γά­ζε­ται στο Ωνά­σειο. Ιδιαί­τε­ρη μνεία οφεί­λε­ται στις με­τα­φρά­σεις λί­γων ποι­η­μά­των από τον James Merrill, κα­θώς και σε εγ­χει­ρή­μα­τα όπως των George Economou, Memas Kolaitis και Daniel Mendelsohn. Ποι­η­τι­κά επο­πτι­κή πα­ρα­μέ­νει μια σύ­ντο­μη βι­βλιο­κρι­σία στα αγ­γλι­κά του Joseph Brodsky. Από τον γεν­νη­μέ­νο στο Κάι­ρο συγ­γρα­φέα του «Orientalism» Edward Said εί­χα ζη­τή­σει ένα κεί­με­νο για τον Κα­βά­φη και τον επί­σης Αλε­ξαν­δρι­νό Ιτα­λό ποι­η­τή Ungaretti, αλ­λά ήθε­λε να κα­τα­λα­βαί­νει απευ­θεί­ας πε­ρισ­σό­τε­ρα ελ­λη­νι­κά και δεν πρό­λα­βε. Η πε­ρί­πτω­ση του Κα­βά­φη ελέγ­χει δια­φο­ρε­τι­κές θε­ω­ρί­ες διε­θνούς πο­λι­τι­στι­κού κα­τα­με­ρι­σμού, υπο­δο­χής και συ­γκρό­τη­σης μέ­σω με­τα­φρά­σε­ων μιας πα­γκό­σμιας λο­γο­τε­χνί­ας.

Επι­στρο­φή στην Ελ­λά­δα

Εξαι­ρώ­ντας ποι­η­τές, όπως ο Εγ­γο­νό­που­λος και άλ­λοι, με «προ­έ­λευ­ση» από τον Κα­βά­φη, η γε­νι­κό­τε­ρη κα­θιέ­ρω­σή του στην Ελ­λά­δα σε με­γά­λο βαθ­μό προ­ήλ­θε από το εξω­τε­ρι­κό, εξέ­λι­ξη κα­θό­λου ασυ­νή­θι­στη σε χώ­ρες όπου επι­κρα­τεί «αντί­στρο­φος εθνι­κι­σμός», όπως ονο­μά­ζω την τά­ση εκεί­νη να λέ­με, δια­πι­στώ­νο­ντας ότι δεν εί­μα­στε «οι κα­λύ­τε­ροι», πως εί­μα­στε «οι χει­ρό­τε­ροι», για να μην ανα­φερ­θώ σε ζη­λο­φθο­νί­ες. (Απο­τε­λεί κα­θο­λι­κή δια­πί­στω­ση η εκ του εξω­τε­ρι­κού κα­θιέ­ρω­ση, όπως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά και στην πε­ρί­πτω­ση του Θό­δω­ρου Αγ­γε­λό­που­λου ή άλ­λων δη­μιουρ­γών σε τέ­χνες και επι­στή­μες.) Η εν λό­γω κα­θυ­στέ­ρη­ση βέ­βαια συν­δέ­ε­ται με το γε­γο­νός ότι ο Κα­βά­φης δεν φαί­νε­ται να χω­ρά στο σύ­μπλεγ­μα της «γε­νιάς του ’30», όσο και αν θε­ω­ρεί­ται ότι κα­τά­φε­ραν να στρι­μώ­ξουν εκεί άλ­λους, όπως τον Ελύ­τη και τον Εμπει­ρί­κο ή ακό­μη και τον Ρί­τσο, έχο­ντας σβή­σει τον Κα­ρυω­τά­κη.
Ο Κα­βά­φης απο­τε­λεί τη με­γά­λη «ανω­μα­λία» και σκο­τει­νό ση­μείο της γε­νιάς του ’30, η οποία κα­θιε­ρώ­θη­κε πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, στις ει­δι­κές συν­θή­κες της δε­κα­ε­τί­ας του 1960, για­τί τη δε­κα­ε­τία του 1930, όταν εκ­πρό­σω­ποί της έγρα­φαν κο­ρυ­φαία ποι­ή­μα­τά τους, κα­νείς δεν υπο­λό­γι­ζε την ποί­η­ση πε­ρι­μέ­νο­ντας μή­πως φα­νεί φως από την πε­ζο­γρα­φία. Η ποί­η­ση πή­ρε εκ­δί­κη­ση και εκ­δί­κα­ση αρ­γό­τε­ρα μέ­σω Σου­η­δι­κής Ακα­δη­μί­ας, που εύ­λο­γα βρά­βευ­σε τον Γιώρ­γο Σε­φέ­ρη και τον Οδυσ­σέα Ελύ­τη, προ­κα­λώ­ντας ανα­με­νό­με­νες αντι­δρά­σεις στους ιθα­γε­νείς. Εν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει, χρο­νο­τρι­βώ­ντας να εμπε­δω­θεί το σύ­μπλεγ­μα της γε­νιάς του ’30, δό­θη­κε επαρ­κές χρο­νι­κό πε­ρι­θώ­ριο στο έρ­γο του Κα­βά­φη να συ­νε­χί­σει τη διείσ­δυ­σή του στο εξω­τε­ρι­κό.

Οι δυ­σκο­λί­ες εν­σω­μά­τω­σης του Κα­βά­φη στο γραμ­μα­το­λο­γι­κά κυ­ρί­αρ­χο σχή­μα θυ­μί­ζουν επι­νο­ή­σεις με­τα-πτο­λε­μαϊ­κών αστρο­νό­μων που επι­μέ­νουν σε ένα γε­ω­κε­ντρι­κό σύ­στη­μα. Όσο και αν τον πα­ρα­κο­λου­θού­σε νε­α­ρός ακό­μη πρό­ξε­νος στην Κο­ρυ­τσά, ο Σε­φέ­ρης δεν φαί­νε­ται να απο­δέ­χθη­κε τον Κα­βά­φη πριν βρε­θεί στη γε­νέ­τει­ρα Αί­γυ­πτο, ακο­λου­θώ­ντας σε εδά­φη υπό βρε­τα­νι­κό έλεγ­χο την εξό­ρι­στη κυ­βέρ­νη­ση με­τά την ει­σβο­λή των Γερ­μα­νών στην Ελ­λά­δα. Η απο­δο­χή αυ­τή συν­δυά­στη­κε με τη ρε­τσι­νιά ότι ο Κα­βά­φης ήταν με­τα­ξύ με­γά­λων Ελ­λή­νων ποι­η­τών που δεν «ήξε­ραν» ελ­λη­νι­κά. Επι­πλέ­ον, στον Έλιοτ ανα­ζη­τή­θη­καν πα­ραλ­λη­λί­ες, ενώ ο Κα­βά­φης πα­ρα­πέ­μπει σε άλ­λων γη­γε­νών Άγ­γλων και όχι εξ Αμε­ρι­κής υιο­θε­τη­μέ­νων ποι­η­τών τη δρα­μα­τουρ­γία.

Ποί­η­ση & πό­λη

Με­τά τον Μπω­ντλαίρ, που επα­να­θε­με­λί­ω­σε τον σύγ­χρο­νο λυ­ρι­σμό, ο Κα­βά­φης εί­ναι κα­τ’ εξο­χήν ποι­η­τής της πό­λης, της εστί­ας εκεί­νης όπου ανα­φλέ­γο­νται, μέ­χρι τε­λι­κής καύ­σε­ως συ­χνά, πο­λι­τι­κή και πο­λι­τι­σμός. Έως το πρώ­το ήμι­συ του ει­κο­στού αιώ­να άλ­λω­στε, το Πα­ρί­σι – που ανέ­δει­ξε ο Γερ­μα­νός Βάλ­τερ Μπέν­για­μιν – ήταν η πρω­τεύ­ου­σα του (δυ­τι­κού) κό­σμου, πριν τη θέ­ση αυ­τή πά­ρει η Νέα Υόρ­κη, όπου επί­σης κα­τέ­φυ­γαν οι υπερ­ρε­α­λι­στές και ο μέ­γας ητ­τη­μέ­νος της ελ­λη­νι­κής πρω­το­πο­ρί­ας και «νί­κης του λα­ού» Νι­κό­λα­ος Κά­λας, που με­τα­ξύ πρώ­των έγρα­ψε για τον Κα­βά­φη. Για τον εκ Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως Αλε­ξαν­δρι­νό δεν θα μπο­ρού­σε να υπάρ­χει πιο ευ­τυ­χής σύμ­πτω­ση από το να έχει γεν­νη­θεί σε ένα με­σο­γεια­κό πρώ­ην ψα­ρο­χώ­ρι, που προη­γού­με­νος του Να­πο­λέ­ο­ντα ο Αλέ­ξαν­δρος φα­ντά­στη­κε ως πό­λη, όπου συ­γκε­ντρώ­νο­νται και καί­γο­νται βι­βλία, με­τα­φρά­ζο­νται ιε­ρές γρα­φές και κα­τα­κρε­ουρ­γεί­ται η Υπα­τία. Ού­τε ένας Κερ­κυ­ραί­ος, σαν τον Λώ­ρενς Ντά­ρελ, στο «Αλε­ξαν­δρι­νό κουαρ­τέ­το» του οποί­ου ανα­δύ­ε­ται ο Κα­βά­φης, δεν θα μπο­ρού­σε να φα­ντα­στεί όλα αυ­τά. Νο­σταλ­γία και οι­καλ­γία συγ­χρο­νί­ζο­νται.

Ας μην ξε­χα­στεί, τέ­λος, ότι ο πε­πε­ρα­σμέ­νος αριθ­μός των 153+1 ποι­η­μά­των στον κα­βα­φι­κό κα­νό­να διευ­κο­λύ­νει μια ψευ­δαί­σθη­ση επο­πτεί­ας του έρ­γου του, ενώ πα­ρα­κι­νεί σε ού­τως ή άλ­λως απα­ραί­τη­τες στην ποί­η­ση επα­να­να­γνώ­σεις, ερε­θί­ζο­ντας επί­σης δί­ψα ανα­κά­λυ­ψης συ­μπλη­ρω­μα­τι­κών κει­μέ­νων, ανε­ξαρ­τή­τως της συγ­γρα­φι­κής επάρ­κειάς τους. Στον σχε­τι­κά μι­κρό συ­νο­λι­κά αριθ­μό ποι­η­μά­των – μιας πο­ρεί­ας που από «Τεί­χη» (1897) απε­γκλεί­ε­ται «Εις τα πε­ρί­χω­ρα της Αντιο­χεί­ας» (1933) – πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται διε­θνώς εμ­βλη­μα­τι­κά ποι­ή­μα­τα (signature poems), όπως το «Πε­ρι­μέ­νο­ντας τους βαρ­βά­ρους» (1904).

Από τις τε­λευ­ταί­ες δε­κα­ε­τί­ες του ει­κο­στού αιώ­να το άστρο του Κα­βά­φη συ­νε­χί­ζει να με­σου­ρα­νεί, απο­τε­λώ­ντας πλέ­ον στα­θε­ρά στο διε­θνές στε­ρέ­ω­μα. Συ­νερ­γούν πο­λύ ση­μα­ντι­κοί «εξω­τε­ρι­κοί» λό­γοι, όπως ιδί­ως η στο­χευ­μέ­νη ει­σπή­δη­ση στα αγ­γλι­κά, που απο­τε­λούν κοι­νή γλώσ­σα, αλ­λά και το ει­δι­κό εν­δια­φέ­ρον που συ­νε­πά­γε­ται η εν προ­κει­μέ­νω ετε­ρό­τη­τα σε ένα με­ταλ­λασ­σό­με­νο κοι­νω­νι­κό πε­ρι­βάλ­λον. Από τη στιγ­μή που προ­κύ­πτει διε­θνές προ­γε­φύ­ρω­μα γί­νε­ται ευ­κο­λό­τε­ρη η στα­θε­ρο­ποί­η­ση και επέ­κτα­σή του. Πε­ρισ­σό­τε­ροι ξέ­νοι με­τα­φρα­στές και με­λε­τη­τές έρ­χο­νται σε επα­φή με ένα υπό μυ­θώ­δεις συν­θή­κες πα­ρα­γω­γής και πο­σο­τι­κά πε­ριο­ρι­σμέ­νο έρ­γο σε επο­χή με ισχνό ίχνος διε­θνώς της νε­ό­τε­ρης ελ­λη­νι­κής πνευ­μα­τι­κής πα­ρα­γω­γής, η οποία εί­ναι δύ­σκο­λο να διεκ­δι­κή­σει πε­ρισ­σό­τε­ρες θέ­σεις στον πα­γκό­σμιο πο­λι­τι­στι­κό κα­τα­με­ρι­σμό, αφού ήδη πολ­λές κα­τα­λαμ­βά­νο­νται από αρ­χαί­ους Έλ­λη­νες συγ­γρα­φείς.

Έρω­τας & αυ­το­κρα­το­ρία

Όσο κα­θο­ρι­στι­κοί και αν εί­ναι οι εξω­γε­νείς πα­ρά­γο­ντες, θα μπο­ρού­σαν να ανα­τρα­πούν αν δεν στη­ρί­ζο­νταν σε «εσω­τε­ρι­κούς» λό­γους, στο ίδιο το έρ­γο δη­λα­δή. Τέ­κνο μιας εν φα­ντα­σία πό­λης, της Αλε­ξάν­δρειας, και ερω­τευ­μέ­νος με την ιστο­ρία, ο Κα­βά­φης γί­νε­ται ιστο­ρι­κός του έρω­τα. Η ποί­η­ση, όπως κά­θε δη­μιουρ­γία, απο­τε­λεί μορ­φή αντί­στα­σης στην ιστο­ρία, από την οποία προ­έρ­χε­ται και όπου ητ­τη­μέ­νη νι­κη­φό­ρα, αν το ποί­η­μα πε­τύ­χει, πά­λι κα­τα­λή­γει. Η λο­ξή αυ­τή γω­νία προς τον κό­σμο αυ­ξά­νει τα πε­ρι­θώ­ρια ανα­στο­χα­σμού. Στε­κό­ταν «απο­λύ­τως ακί­νη­τος, σε ελα­φρά γω­νία προς το σύ­μπαν», όπως τον έχει πε­ρι­γρά­ψει ο Φόρ­στερ.

Ο Κα­βά­φης εί­ναι τέ­κνο μιας τε­λειω­μέ­νης αυ­το­κρα­το­ρί­ας, του Αλέ­ξαν­δρου. Ως τέ­κνο μιας τε­λειω­μέ­νης ελ­λη­νι­κής, ελ­λη­νι­στι­κής, ελ­λη­νί­ζου­σας, βυ­ζα­ντι­νής, ορ­θό­δο­ξης αυ­το­κρα­το­ρί­ας δια­βλέ­πει στην ποί­η­σή του ήδη το τέ­λος μιας άλ­λης αυ­το­κρα­το­ρί­ας, της βρε­τα­νι­κής, στα βομ­βαρ­δι­σμέ­να αι­γυ­πτια­κά εδά­φη της οποί­ας συ­ζεί με τη φα­ντα­σία και την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Βλέ­πει τι έρ­χε­ται. Και αυ­τό το αυ­το­κρα­το­ρι­κό τέ­λος, πι­στεύω, ανε­παι­σθή­τως, αλ­λά βα­θύ­τα­τα πρέ­πει να συ­γκι­νεί τα τέ­κνα μιας διά­δο­χης αυ­το­κρα­το­ρί­ας, της αμε­ρι­κα­νι­κής.

Για την ιστο­ρία, για τον έρω­τα, για την επι­θυ­μία γρά­φει ο Κα­βά­φης. Και αυ­τή γί­νε­ται η επι­θυ­μία της γρα­φής που συ­γκι­νεί τον ανα­γνώ­στη. Η γυ­ναί­κα του Αυ­στρια­κού σκη­νο­θέ­τη Billy Wilder εί­χε πει το εξής για τον άντρα της, αφού εί­χε γί­νει διά­ση­μος στο Χό­λυ­γουντ: «Ο Μπί­λι Γουάιλ­ντερ ήταν ο Μπί­λι Γουάιλ­ντερ πριν γί­νει ο Μπί­λι Γουάιλ­ντερ». Αυ­τό ακρι­βώς ισχύ­ει για τον Κα­βά­φη, που ήταν ο Κα­βά­φης πριν γί­νει ο Κα­βά­φης.


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: