Γιατί ο Καβάφης;

(Π Ο Ι Η Σ Η,  Ε Ρ Ω Τ Α Σ,  Α Υ Τ Ο Κ Ρ Α Τ Ο Ρ Ι Α)

Γιατί ο Καβάφης;
Ψηφιακό «φαγιούμ» Δημήτρης Καλοκύρης

Ο Καβάφης σήμερα έχει την πιο ισχυρή και ευρεία απήχηση από όσους έγραψαν στα ελληνικά στα σχεδόν διακόσια χρόνια από την έναρξη του αγώνα για εθνική ανεξαρτησία, που ήταν επίσης αγώνας για ανεξαρτησία των ελληνικών γραμμάτων. Οι διαστάσεις της παγκόσμιας αυτής απήχησης αντιστοιχούν σε έναν διαρκώς αυξανόμενο αριθμό μεταφράσεων σε άλλες γλώσσες, στις πολλαπλές μεταφράσεις του έργου του στα αγγλικά, που αποτελούν τη lingua franca ή κοινή γλώσσα της εποχής μας, όπως ήταν άλλοτε τα ελληνικά και αργότερα τα λατινικά, στη διεύρυνση της μελέτης της ποίησής του ως κοινού τόπου διεθνούς αναφοράς και του περιβάλλοντος στο οποίο προέκυψε, στην ανάδειξη στίχων του σε παροιμιώδεις φράσεις και στον δημόσιο εναγκαλισμό εμβληματικών ποιημάτων του, όπως χαρακτηριστικά συνέβη με την ανάγνωση της «Ιθάκης» (1911), του τελευταίου «ομηρικού» ποιήματος του Καβάφη, στην κηδεία της Ζακλίν Κένεντι-Ωνάση από τον τελευταίο σύντροφό της Μωρίς Τέμπελσμαν.
Ο Κ.Π. Καβάφης είναι ένα από τρία Κ –με τη Μαρία Κάλλας και τον Νίκο Καζαντζάκη στις άλλες δύο γωνίες– ενός τριγώνου αναγνωρισιμότητας της συμμετοχής της ελληνικής καλλιτεχνικής και πνευματικής παραγωγής στον σύγχρονο διεθνή πολιτιστικό καταμερισμό.
Ο Καβάφης απέκτησε την αναγνώριση αυτή πολλές δεκαετίες μετά τον θάνατό του το 1933, όταν η θέση του ήταν αβέβαιη, έστω και αν ο ίδιος πίστευε, όπως το είχε διατυπώσει σε ανώνυμο «εγκώμιο» για τον εαυτό του, που δεν δημοσιεύτηκε στο ξένο περιοδικό για το οποίο προοριζόταν, ότι ήταν ποιητής του μέλλοντος. Όχι αρκετά γνωστός την εποχή που στην Αλεξάνδρεια ποιητή από την οικογένειά του θεωρούσαν έναν από τους αδελφούς του, η φυσιογνωμία αυτή της ιστορικής διασποράς του ελληνισμού, που προηγείται δηλαδή νεότερων κυμάτων ελληνικής αποδημίας, κατατριβόταν στις συμπληγάδες του πλέγματος διασποροφοβίας και ομογενειολαγνείας, όπως το έχω ονομάσει, ως «Βυζαντινός άρχων, εξόριστος, στιχουργών», σύμφωνα με το ποίημα εκείνο του 1921 που αναδεικνύει τη σχέση των εκτός ελλαδικής πνευματικής επικράτειας με τη μητριά μητέρα. Η κατ’ εξοχήν διασπορική διάσταση του Καβάφη στοιχειοθετείται στο προ δεκαετιών αφιέρωμα στον ποιητή στον έντυπο «Χάρτη».
Η αμφισβήτηση του Καβάφη στην Ελλάδα τώρα έχει συρρικνωθεί σε μειοψηφούσα αντίληψη – με το ενδιαφέρον που μπορεί να έχουν όλες οι μειοψηφίες, όταν μάλιστα εξισορροπούν υπερβολές καβαφολαγνείας – που παραπέμπει σε απόψεις που εκφράζει στην τελευταία συνέντευξη στον Μισέλ Φάις και μονόλογο του ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Έχοντας από νωρίς σταματήσει να γράφει ποιήματα, αν και ποικιλοτρόπως καβαφογενής, για τον Αναγνωστάκη φαινόταν αδιανόητο να γράφεται σε μεγάλη ηλικία ποίηση, μια τέχνη την οποία συνέδεε με τη νεότητα. Όλα αυτά βέβαια εμπλέκονται με την αμφιθυμία που επικρατεί για την ποίηση στην Ελλάδα, θέμα που θα απασχολήσει άλλη φορά.

Μαθηματικοί & ιστορικοί

Θα έλεγα εν πάση περιπτώσει ότι υπάρχουν δύο κατηγορίες ποιητών. Από τη μία, βιάζονται οι «μαθηματικοί» της πόλης του λυρισμού, με πολιούχο τον Ρεμπώ, που έως εικοσιπέντε ετών γράφουν ό,τι είναι να γράψουν, έχοντας χρόνο μετά να επιδοθούν σε εμπόριο όπλων ή άλλες ασχολίες. Από την άλλη πλευρά, καθυστερούν στα έδρανα της βιβλιοθήκης της ζωής οι «ιστορικοί», οι ποιητές εκείνοι που μετά τα εξήντα συγκεντρώνουν όσα έμαθαν στο ταξίδι, έστω δικαιολογώντας το πρώτο ποίημα που έγραψαν και κανείς δεν κατάλαβε, ούτε οι ίδιοι. Σε θέση πολιούχου των ιστορικών έχει αναχθεί ο Καβάφης, με πολλαπλές χρονολογικές τομές στη δημιουργική πορεία του και ποιήματα κανονικά, αποκηρυγμένα, ατελή, κρυμμένα.
Μπορεί επιπλέον να ειπωθεί ότι από πλευράς βιοποριστικών προϋποθέσεων –που αδυνατεί να διασφαλίσει η ποίηση ως πρωτογενής μορφή λόγου, από την οποία ιστορικά εκπορεύονται άλλες, όπως το θέατρο και η πεζογραφία, που εμπορευματοποιούνται ευκολότερα– οι ποιητές διακρίνονται επίσης σε δύο κατηγορίες. Σε γόνους εύπορων οικογενειών, που έτσι εξασφαλίζουν τα προς το ζην, και σε υπαλλήλους, στον βαθμό που μια ζωή δημιουργικής αλητείας δυσκολεύει σε μεγαλύτερες ηλικίες, ενώ χορηγίες αρχαιότερου τύπου, από μαικήνες και αυλές, εκλείπουν ή νεότερου τύπου, από πανεπιστήμια και προγράμματα δημιουργικής γραφής, δεν έχουν εμπεδωθεί.
Οι ποιητές που είναι υπάλληλοι, ακόμη και αν νιώθουν υπεράλληλοι, είναι κυρίως δημόσιοι υπάλληλοι, όπως ο Καβάφης, που επίπονα δούλευε, επιβεβαιώνει η επαγγελματική σταδιοδρομία του, σε έναν καφκικού χιούμορ τρίτο κύκλο αιγυπτιακής υπηρεσίας εγγειοβελτιωτικών έργων, σε κτήριο που σήμερα φιλοξενεί το ξενοδοχείο Metropole στην Αλεξάνδρεια, ένα χιλιόμετρο από το Μουσείο-Οικία Καβάφη. Πράγματι εγγείως βελτίωσε την ελληνική γλώσσα, όχι δια εμπλουτισμού, αλλά «φτωχαίνοντάς» την, αφαιρώντας δηλαδή γαρνιτούρες της αθηναϊκής σχολής και επιγόνων της. Η πενία μεταφορών στους στίχους του μάλιστα καθιστά εν συνόλω ποιήματά του μεταφορές. Ο Καβάφης δεν ήταν όσο φτωχός εκλαμβάνεται σε νεορομαντικές αναγνώσεις της ζωής του ποιητή, καθώς και από το χρηματιστήριο αποκόμισε κάποια κέρδη, αλλά κατιούσα υπήρξε η οικονομική πορεία της οικογένειας μετά τον θάνατο του πατέρα του, όσο και αν πάσχιζαν η μητέρα Χαρίκλεια και αδελφοί του, από τους οποίους απελευθερώθηκε για να μείνει μόνος σε μεγάλη ηλικία.

Ιστορία & έρωτας

Θα μπορούσα να ήμουν ιστορικός, έχει πει ο Καβάφης, λες και αυτό δεν φαίνεται στα ποιήματά του, που αναχρονίζουν εποχές πριν και μετά την ελληνιστική, ενώ δραματοποιούν τη μετάβαση από τον παγανισμό στον χριστιανισμό. Ακριβώς όμως ως εραστής της ιστορίας αναδείχθηκε σε ιστορικό του έρωτα. Από τη σκοπιά αυτή, μικρότερη σημασία, όσο και αν δικαιολογείται, έχει η διάκριση μεταξύ «ιστορικών» και «ερωτικών» ποιημάτων, αφού επικροτούν συναφές αποτέλεσμα με άλλα μέσα. Από τη σκοπιά αυτή, ένας «πολιτικός» Καβάφης είναι πολιτικός του έρωτα. Ταυτόχρονα βέβαια ένας «ερωτικός» Καβάφης ασκεί πολιτική της ποίησης στην εποχή στην οποία ζει, μια εποχή μετάβασης από τον ιμπεριαλισμό στον εθνικισμό και αργότερα τη μετα-αποικιοκρατία.
Από την ποίησή του, που κινεί και συγκινεί ανεξαρτήτως προτιμήσεων, δεν μπορεί να αφαιρεθεί η ετερότητα και εν προκειμένω η ερωτική. Η διαπίστωση αυτή δεν θεωρήθηκε προφανής, αλλά σκανδαλώδης, όταν ευθέως διατυπώθηκε σε ανυπόγραφο εισαγωγικό κείμενο αφιερώματος στον Καβάφη του περιοδικού Journal of the Hellenic Diaspora, που κουβεντιάζαμε στη Νέα Υόρκη με τον Peter Pappas όταν το έγραφε. Χωρίς (κάποιου είδους) ετερότητα δεν υπάρχει τέχνη, που είναι προνόμιο των «λοξών». Ο πολιτισμός συμβαίνει στο περιθώριο. Χρειάζονται βέβαια και άλλα προσόντα, καθώς η ταυτότητα είναι αναγκαία, αλλά ανεπαρκής συνθήκη για να παράγει καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Μεταξύ άλλων χρειάζεται «βιβλιοθήκη». Ο Καβάφης είχε πρόσβαση σε αγγλική βιβλιοθήκη, αντίστοιχη της πρόσβασης που είχε ο Μπόρχες στην αγγλόφωνη λογοτεχνία αρχικά μέσω της βρετανίδας γιαγιάς του.

Μετάφραση & διεθνής υποδοχή

Ο Καβάφης με συνέπεια ακολούθησε μια στρατηγική ανάδειξης της δουλειάς του που απέκλειε την έκδοση βιβλίων. Δεν υπήρξε παρέκκλιση όταν ο ερωτευμένος με την ποίησή του Φόρστερ, που τον συνάντησε όταν βρέθηκε με τον Ερυθρό Σταυρό στην Αλεξάνδρεια στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, πρότεινε έκδοση μεταφράσεων ποιημάτων του στα αγγλικά. Ο Φόρστερ λειτούργησε όπως ένας μουσικός παραγωγός που κατευθύνει τη διεκπεραίωση (crossover) ενός μουσικού έθνικ, από τα ελληνικά εν προκειμένω, σε υψηλής απήχησης κατηγορία μουσικής, δηλαδή στα αγγλικά. Διεκπεραίωση αυτού του επιπέδου δεν επιτυγχάνεται απλώς με μεταφράσεις, όπως εξακολουθούν να πιστεύουν πολλοί μη αγγλόφωνοι συγγραφείς.
Η μάχη των μεταφράσεων στα αγγλικά του Καβάφη συνεχίζεται αδυσώπητη, όπως άλλωστε και μεταξύ όσων μελετούν την ποίησή του. Πρόκειται ασφαλώς για μάχη που αποβαίνει προς όφελος του έργου του Καβάφη. Πριν από δεκαετίες, στο πλαίσιο ενός προγράμματος ποίησης στο Μουσείο Nicholas Roerich στη Νέα Υόρκη, είχα διοργανώσει την πρώτη συνάντηση μεταφραστών του Καβάφη, με τη Rae Dalven, τον Edmund Keeley και άλλους. Ελπίζω να μην αποδειχθεί και η τελευταία.
Καθοριστική για τη διεθνή απήχηση του Καβάφη υπήρξε η εισαγωγή του W.H. Auden στις μεταφράσεις της Ντάλβιν, όπου εκφράζει ανυπέρβλητη οφειλή στον Έλληνα ποιητή. Θεμέλιο για τις μεταφράσεις των Κήλυ και Philip Sherrard ήταν η φιλολογική δουλειά του Γ.Π. Σαββίδη και των μαθητών του, μετά την αγορά και συγκρότηση αρχείου Καβάφη, που τώρα στεγάζεται στο Ωνάσειο. Ιδιαίτερη μνεία οφείλεται στις μεταφράσεις λίγων ποιημάτων από τον James Merrill, καθώς και σε εγχειρήματα όπως των George Economou, Memas Kolaitis και Daniel Mendelsohn. Ποιητικά εποπτική παραμένει μια σύντομη βιβλιοκρισία στα αγγλικά του Joseph Brodsky. Από τον γεννημένο στο Κάιρο συγγραφέα του «Orientalism» Edward Said είχα ζητήσει ένα κείμενο για τον Καβάφη και τον επίσης Αλεξανδρινό Ιταλό ποιητή Ungaretti, αλλά ήθελε να καταλαβαίνει απευθείας περισσότερα ελληνικά και δεν πρόλαβε. Η περίπτωση του Καβάφη ελέγχει διαφορετικές θεωρίες διεθνούς πολιτιστικού καταμερισμού, υποδοχής και συγκρότησης μέσω μεταφράσεων μιας παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Επιστροφή στην Ελλάδα

Εξαιρώντας ποιητές, όπως ο Εγγονόπουλος και άλλοι, με «προέλευση» από τον Καβάφη, η γενικότερη καθιέρωσή του στην Ελλάδα σε μεγάλο βαθμό προήλθε από το εξωτερικό, εξέλιξη καθόλου ασυνήθιστη σε χώρες όπου επικρατεί «αντίστροφος εθνικισμός», όπως ονομάζω την τάση εκείνη να λέμε, διαπιστώνοντας ότι δεν είμαστε «οι καλύτεροι», πως είμαστε «οι χειρότεροι», για να μην αναφερθώ σε ζηλοφθονίες. (Αποτελεί καθολική διαπίστωση η εκ του εξωτερικού καθιέρωση, όπως χαρακτηριστικά και στην περίπτωση του Θόδωρου Αγγελόπουλου ή άλλων δημιουργών σε τέχνες και επιστήμες.) Η εν λόγω καθυστέρηση βέβαια συνδέεται με το γεγονός ότι ο Καβάφης δεν φαίνεται να χωρά στο σύμπλεγμα της «γενιάς του ’30», όσο και αν θεωρείται ότι κατάφεραν να στριμώξουν εκεί άλλους, όπως τον Ελύτη και τον Εμπειρίκο ή ακόμη και τον Ρίτσο, έχοντας σβήσει τον Καρυωτάκη.
Ο Καβάφης αποτελεί τη μεγάλη «ανωμαλία» και σκοτεινό σημείο της γενιάς του ’30, η οποία καθιερώθηκε πολύ αργότερα, στις ειδικές συνθήκες της δεκαετίας του 1960, γιατί τη δεκαετία του 1930, όταν εκπρόσωποί της έγραφαν κορυφαία ποιήματά τους, κανείς δεν υπολόγιζε την ποίηση περιμένοντας μήπως φανεί φως από την πεζογραφία. Η ποίηση πήρε εκδίκηση και εκδίκαση αργότερα μέσω Σουηδικής Ακαδημίας, που εύλογα βράβευσε τον Γιώργο Σεφέρη και τον Οδυσσέα Ελύτη, προκαλώντας αναμενόμενες αντιδράσεις στους ιθαγενείς. Εν πάση περιπτώσει, χρονοτριβώντας να εμπεδωθεί το σύμπλεγμα της γενιάς του ’30, δόθηκε επαρκές χρονικό περιθώριο στο έργο του Καβάφη να συνεχίσει τη διείσδυσή του στο εξωτερικό.

Οι δυσκολίες ενσωμάτωσης του Καβάφη στο γραμματολογικά κυρίαρχο σχήμα θυμίζουν επινοήσεις μετα-πτολεμαϊκών αστρονόμων που επιμένουν σε ένα γεωκεντρικό σύστημα. Όσο και αν τον παρακολουθούσε νεαρός ακόμη πρόξενος στην Κορυτσά, ο Σεφέρης δεν φαίνεται να αποδέχθηκε τον Καβάφη πριν βρεθεί στη γενέτειρα Αίγυπτο, ακολουθώντας σε εδάφη υπό βρετανικό έλεγχο την εξόριστη κυβέρνηση μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα. Η αποδοχή αυτή συνδυάστηκε με τη ρετσινιά ότι ο Καβάφης ήταν μεταξύ μεγάλων Ελλήνων ποιητών που δεν «ήξεραν» ελληνικά. Επιπλέον, στον Έλιοτ αναζητήθηκαν παραλληλίες, ενώ ο Καβάφης παραπέμπει σε άλλων γηγενών Άγγλων και όχι εξ Αμερικής υιοθετημένων ποιητών τη δραματουργία.

Ποίηση & πόλη

Μετά τον Μπωντλαίρ, που επαναθεμελίωσε τον σύγχρονο λυρισμό, ο Καβάφης είναι κατ’ εξοχήν ποιητής της πόλης, της εστίας εκείνης όπου αναφλέγονται, μέχρι τελικής καύσεως συχνά, πολιτική και πολιτισμός. Έως το πρώτο ήμισυ του εικοστού αιώνα άλλωστε, το Παρίσι – που ανέδειξε ο Γερμανός Βάλτερ Μπένγιαμιν – ήταν η πρωτεύουσα του (δυτικού) κόσμου, πριν τη θέση αυτή πάρει η Νέα Υόρκη, όπου επίσης κατέφυγαν οι υπερρεαλιστές και ο μέγας ηττημένος της ελληνικής πρωτοπορίας και «νίκης του λαού» Νικόλαος Κάλας, που μεταξύ πρώτων έγραψε για τον Καβάφη. Για τον εκ Κωνσταντινουπόλεως Αλεξανδρινό δεν θα μπορούσε να υπάρχει πιο ευτυχής σύμπτωση από το να έχει γεννηθεί σε ένα μεσογειακό πρώην ψαροχώρι, που προηγούμενος του Ναπολέοντα ο Αλέξανδρος φαντάστηκε ως πόλη, όπου συγκεντρώνονται και καίγονται βιβλία, μεταφράζονται ιερές γραφές και κατακρεουργείται η Υπατία. Ούτε ένας Κερκυραίος, σαν τον Λώρενς Ντάρελ, στο «Αλεξανδρινό κουαρτέτο» του οποίου αναδύεται ο Καβάφης, δεν θα μπορούσε να φανταστεί όλα αυτά. Νοσταλγία και οικαλγία συγχρονίζονται.

Ας μην ξεχαστεί, τέλος, ότι ο πεπερασμένος αριθμός των 153+1 ποιημάτων στον καβαφικό κανόνα διευκολύνει μια ψευδαίσθηση εποπτείας του έργου του, ενώ παρακινεί σε ούτως ή άλλως απαραίτητες στην ποίηση επαναναγνώσεις, ερεθίζοντας επίσης δίψα ανακάλυψης συμπληρωματικών κειμένων, ανεξαρτήτως της συγγραφικής επάρκειάς τους. Στον σχετικά μικρό συνολικά αριθμό ποιημάτων – μιας πορείας που από «Τείχη» (1897) απεγκλείεται «Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας» (1933) – περιλαμβάνονται διεθνώς εμβληματικά ποιήματα (signature poems), όπως το «Περιμένοντας τους βαρβάρους» (1904).

Από τις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα το άστρο του Καβάφη συνεχίζει να μεσουρανεί, αποτελώντας πλέον σταθερά στο διεθνές στερέωμα. Συνεργούν πολύ σημαντικοί «εξωτερικοί» λόγοι, όπως ιδίως η στοχευμένη εισπήδηση στα αγγλικά, που αποτελούν κοινή γλώσσα, αλλά και το ειδικό ενδιαφέρον που συνεπάγεται η εν προκειμένω ετερότητα σε ένα μεταλλασσόμενο κοινωνικό περιβάλλον. Από τη στιγμή που προκύπτει διεθνές προγεφύρωμα γίνεται ευκολότερη η σταθεροποίηση και επέκτασή του. Περισσότεροι ξένοι μεταφραστές και μελετητές έρχονται σε επαφή με ένα υπό μυθώδεις συνθήκες παραγωγής και ποσοτικά περιορισμένο έργο σε εποχή με ισχνό ίχνος διεθνώς της νεότερης ελληνικής πνευματικής παραγωγής, η οποία είναι δύσκολο να διεκδικήσει περισσότερες θέσεις στον παγκόσμιο πολιτιστικό καταμερισμό, αφού ήδη πολλές καταλαμβάνονται από αρχαίους Έλληνες συγγραφείς.

Έρωτας & αυτοκρατορία

Όσο καθοριστικοί και αν είναι οι εξωγενείς παράγοντες, θα μπορούσαν να ανατραπούν αν δεν στηρίζονταν σε «εσωτερικούς» λόγους, στο ίδιο το έργο δηλαδή. Τέκνο μιας εν φαντασία πόλης, της Αλεξάνδρειας, και ερωτευμένος με την ιστορία, ο Καβάφης γίνεται ιστορικός του έρωτα. Η ποίηση, όπως κάθε δημιουργία, αποτελεί μορφή αντίστασης στην ιστορία, από την οποία προέρχεται και όπου ηττημένη νικηφόρα, αν το ποίημα πετύχει, πάλι καταλήγει. Η λοξή αυτή γωνία προς τον κόσμο αυξάνει τα περιθώρια αναστοχασμού. Στεκόταν «απολύτως ακίνητος, σε ελαφρά γωνία προς το σύμπαν», όπως τον έχει περιγράψει ο Φόρστερ.

Ο Καβάφης είναι τέκνο μιας τελειωμένης αυτοκρατορίας, του Αλέξανδρου. Ως τέκνο μιας τελειωμένης ελληνικής, ελληνιστικής, ελληνίζουσας, βυζαντινής, ορθόδοξης αυτοκρατορίας διαβλέπει στην ποίησή του ήδη το τέλος μιας άλλης αυτοκρατορίας, της βρετανικής, στα βομβαρδισμένα αιγυπτιακά εδάφη της οποίας συζεί με τη φαντασία και την πραγματικότητα. Βλέπει τι έρχεται. Και αυτό το αυτοκρατορικό τέλος, πιστεύω, ανεπαισθήτως, αλλά βαθύτατα πρέπει να συγκινεί τα τέκνα μιας διάδοχης αυτοκρατορίας, της αμερικανικής.

Για την ιστορία, για τον έρωτα, για την επιθυμία γράφει ο Καβάφης. Και αυτή γίνεται η επιθυμία της γραφής που συγκινεί τον αναγνώστη. Η γυναίκα του Αυστριακού σκηνοθέτη Billy Wilder είχε πει το εξής για τον άντρα της, αφού είχε γίνει διάσημος στο Χόλυγουντ: «Ο Μπίλι Γουάιλντερ ήταν ο Μπίλι Γουάιλντερ πριν γίνει ο Μπίλι Γουάιλντερ». Αυτό ακριβώς ισχύει για τον Καβάφη, που ήταν ο Καβάφης πριν γίνει ο Καβάφης.


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: